Το πρώτο θεατρικό έργο του Λένου Χρηστίδη, η Ωραία φάση, γράφτηκε το 1996. Πρόκειται για ένα έργο που διαδραματίζεται σε ένα «καθημερινό» σπίτι, με πρωταγωνιστές δύο «καθημερινούς» ήρωες, τον Βασίλη και τον Αντώνη. Όλα μοιάζουν πολύ «καθημερινά», με τη μόνη διαφορά όμως ότι στην πραγματικότητα, όλα είναι… αλλόκοτα, διαφορετικά. Τα πρόσωπα αυτού του έργου, όπως και στα επόμενα έργα του Χρηστίδη, κρατούν καλά κρυμμένο τον αληθινό εαυτό τους και φορούν τη μάσκα του «καθημερινού», του συνηθισμένου, του ανθρώπου της διπλανής πόρτας. Μόνον που η αλήθεια είναι άλλη από αυτή που δείχνουν οι ήρωες.
Στην Ωραία φάση, η ζωή κυλάει σε ένα σπίτι που μένουν 3 νέοι άνδρες. Δείχνει να κυλάει μέσα στη ρουτίνα, μέχρι τη στιγμή που κάνει την εμφάνισή του ο κος Γιάννης, ο πατέρας του τρίτου συγκάτοικου, του Δημήτρη, τον οποίο όμως δε βλέπουμε ποτέ επί σκηνής. Κατά την πορεία του έργου θα εμφανιστεί και δεύτερος πατέρας, ο κος Κώστας, η παρουσία του οποίου θα οδηγήσει στην εξαφάνιση του δικού του γιου, του Βασίλη. Σαν σύγχρονοι Μεφιστοφελείς οι δύο πατεράδες εξαφανίζουν, αμά τη εμφανίσει, τους γιους τους παίρνοντας τη ζωή, τις παρέες, τις συνήθειες των γιων τους. Στην τέταρτη σκηνή του έργου γίνεται εμφανής η επίδραση του συγγραφέα από τον Χάρολντ Πίντερ, καθώς στήνει ανάμεσα στους δύο πατεράδες και τον Αντώνη μία ανάκριση-παρωδία που θυμίζει έντονα αυτήν στο Πάρτυ Γενεθλίων:
ΚΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Τέρμα οι βλακείες, Αντώνη.
ΚΥΡΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ: Τέρμα τα παιχνιδάκια.
ΚΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Τέρμα τα σκατά που έχεις στο κεφάλι σου.
ΚΥΡΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ: Πού είναι ο Βασίλης;
ΚΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Πού είναι ο Δημήτρης;
ΑΝΤΩΝΗΣ: Εσείς ξέρετε.
ΚΥΡΙΟΣ ΓΙΑΝΝΗΣ: Λάθος.
ΚΥΡΙΟΣ ΚΩΣΤΑΣ: Εσύ ξέρεις.
ΑΝΤΩΝΗΣ: Ψέματα (σ. 137)
Αυτή η σύντομη ανάκριση-παρωδία στην οποία υποβάλλουν τον Αντώνη οι δύο μεσήλικες άνδρες δείχνει τον απολυταρχισμό που διέπει τον γονιό: μόνον αυτοί έχουν δίκιο, μόνον αυτοί ξέρουν, μόνον αυτοί έχουν όλες τις απαντήσεις. Ο ίδιος αυτός απολυταρχισμός καταβροχθίζει οποιονδήποτε αυθορμητισμό και ανεμελιά χαρακτηρίζει τους 3 νέους. Έτσι, σειρά έχει ο Αντώνης, ο οποίος επίσης εξαφανίζεται, λυγίζοντας κάτω από το βάρος του συντηρητισμού και των ευθυνών με τα οποία θα τον «πνίξουν» ο κύριος Γιάννης και ο κύριος Κώστας. Στην τελευταία σκηνή, οι δύο μεσήλικες άνδρες έχοντας «φάει» τα παιδιά τους, σαν άλλος Δίας, μένουν μόνοι για να ζήσουν τη ζωή των γιων τους. Μήπως όμως αυτός ήταν ο στόχος των δύο γονιών εξ’ αρχής;
Το δεύτερο έργο του Χρηστίδη, οι Δύο Θεοί, φέρει τον υπότιτλο «Το Τέλος του Κόσμου σε Τέσσερις Πράξεις». Με αυτό το κείμενο, ο συγγραφέας δείχνει να αποχαιρετάει με τον τρόπο του τον 20ο αιώνα και να υποδέχεται τον 21ο. Το έργο φέρει έντονα άρωμα από την απαισιοδοξία και τον πεσιμισμό του Σάμιουελ Μπέκετ, όχι μόνον σε επίπεδο κατάστασης, αλλά και σε επίπεδο γραφής. Πιο συγκεκριμένα, οι Δύο Θεοί αφορούν σε δύο ανθρώπους που είναι τρόφιμοι (χωρίς να διευκρινίζεται πού: σε ψυχιατρείο, σε φυλακή…) και, σαν άλλοι Βλάντιμιρ και Έστραγκον, βρίσκονται σε μια κατάσταση αναμονής. Ενδέχεται να αναμένουν τον αφανισμό της γης, την επικράτηση των μηχανών, τη δική τους ανάρρωση, την έλευση μιας (ή και δύο) θεϊκών δυνάμεων… Παράλληλα, οποιαδήποτε προσπάθεια διαφυγής θα τους κρατάει ολοένα και πιο τελματωμένους. Έτσι, η τρύπα που σκάβει ο Πάτρικ για να δραπετεύσουν θα τον εγκλωβίσει στο χώμα, σαν άλλη Γουίνι. Αλλά και ο μπεκετικός σκεπτικισμός αναφορικά με την ύπαρξη του θεϊκού στοιχείου βρίσκεται στον πυρήνα της θεματολογίας των Δύο Θεών. Βρισκόμαστε άραγε στην κατάρρευση οποιασδήποτε ελπίδας για ύπαρξη μιας κάποιας θεϊκής δύναμης ή στην εμφάνιση όχι ενός, αλλά δύο θεών-προφητών που θα σώσουν τον πλανήτη;
Οι κοφτοί και φαινομενικά χωρίς ειρμό διάλογοι του Χρηστίδη, που σε δεύτερο επίπεδο κρύβουν πολλαπλά νοήματα, θυμίζουν έντονα τη γραφή του Μπέκετ, όπως επίσης, και το παράδοξο της πιντερικής γραφής με τις φαινομενικά ανούσιες ερωτήσεις που όμως βρίθουν νοημάτων:
ΠΑΤΡΙΚ: Μαξιλάρια με πούπουλα χήνας.
ΜΙΓΚΕΛ: Ανοξείδωτα ξυραφάκια.
ΠΑΤΡΙΚ: Ισότητα.
ΜΙΓΚΕΛ: Κατάργηση των τάξεων.
ΠΑΤΡΙΚ: Βάζα με πλαστικά λουλούδια.
ΜΙΓΚΕΛ: Μακαρονάδες του ψαρά. […] Μπράβο. Άλογα.
ΠΑΤΡΙΚ: Νόημα
ΜΙΓΚΕΛ: Προβιές (σ. 55)
Μέσα από αυτήν τη φαινομενικά ασυνάρτητη συζήτηση των δύο ηρώων τίθενται ζητήματα ταξικής διαστρωμάτωσης. Μιλούν για ισότητα, κατάργηση των τάξεων, αλλά και για προβιές με τις οποίες οι άνθρωποι μασκαρεύονται σε κάτι που στην πραγματικότητα δεν είναι.
Στο Amazing Thailand (2005) ο συγγραφέας δείχνει να γίνεται πιο συγκεκριμένος και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη σύγχρονή του ελληνική πραγματικότητα. Το έργο είναι γραμμένο μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας (2004), οι οποίοι οδήγησαν τόσο το κράτος, όσο και τους πολίτες του στην πλήρη κοινωνική, ηθική και οικονομική παρακμή. Συγκεκριμένα, ο συγγραφέας τοποθετεί τον ήρωά του, τον Νίκο, να ζει μόνιμα στην εξωτική Ταϋλάνδη, παράδεισο του παράνομου σεξοτουρισμού για τους Έλληνες της δεκαετίας του ’90 και του ’00. Ο Νίκος όμως, αντίθετα με τους περισσότερους Νεοέλληνες, αντί να κάνει διακοπές στην Ταϋλάνδη, αποφασίζει να βιοπορίζεται κάνοντας καταδύσεις. Έχει αποκοπεί από κάθε δεσμό με την οικογένειά του, προσωπικό και οικονομικό. Επιπλέον, επιλογή του είναι να εργάζεται σε μια καθόλα νόμιμη δουλειά, χωρίς να αποσκοπεί να κλέψει, να κοροϊδέψει ή να κάνει απάτες με απώτερο σκοπό να φτιάξει περιουσία. Όλα αυτά τον καθιστούν εξωπραγματικό στα μάτια των υπολοίπων που θα βρεθούν εκεί από την Ελλάδα.
Ο Χρηστίδης, σαν άλλος προφήτης στον τόπο του, διέβλεψε το τέλμα στο οποίο θα οδηγούσε η πνευματική και συναισθηματική κενότητα, που ακολούθησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και με γνώμονα αυτό έπλασε τους ήρωες του. Συγκεκριμένα, με προεξάρχοντες τους γονείς του Νίκου που βρίσκονται «παγιδευμένοι» στον μικροαστισμό και τη φαυλότητα του νεοέλληνα, αλλά και τους νεαρότερους της παρέας (την Κατερίνα, τον Βρασίδα και την Λίτσα) απεικονίζεται μια κοινωνία, η οποία ακόμα και μακριά από τα γεωγραφικά όρια της Ελλάδας συνεχίζει να είναι παγιδευμένη, εκούσια-ακούσια, στα γρανάζια της μηχανής που έμελλε να οδηγήσει στην καταστροφή σχεδόν αυτόν τον τόπο λίγα χρόνια αργότερα. Έτσι, ο παλιός συμμαθητής-σπασίκλας του Νίκου και του Γιώργου είναι πλέον ένας «καταξιωμένος» επιχειρηματίας-λαμόγιο, σαν τον πατέρα του Νίκου, ενώ η κοπέλα του είναι μια φοιτήτρια δημοσιογραφίας που το μόνο που την ενδιαφέρει είναι να εμφανιστεί στην τηλεόραση.
Επιπλέον, και σε αυτό το κείμενο, οι γονείς (και ιδιαίτερα ο πατέρας) θυμίζουν τους γονείς της Ωραίας Φάσης, με τον απολυταρχισμό τους, τη διάθεση να «συνθλίψουν» τα παιδιά τους στο βωμό των δικών τους επιλογών, αλλά και στην έλλειψη κάθε συναισθηματισμού και ευαισθησίας. Στο Amazing Thailand, υπάρχει όμως και η φιγούρα της μάνας, η οποία αν και εξίσου καταπιεσμένη από τον άνδρα της, όπως τα παιδιά της, είναι ωστόσο άβουλη και άτολμη. Στα βήματά της βαδίζει και η κόρη της, η οποία, σαν σύγχρονη Ιφιγένεια, θυσιάζεται στις επιθυμίες του πατέρα της. Το τσεχωφικό σύμπαν του Χρηστίδη παίρνει εδώ σάρκα και οστά, στις ατέρμονες και άνευ πραγματικής ουσίας συζητήσεις στις οποίες δεν λέει ποτέ και κανένας αυτό που πραγματικά τον απασχολεί ή τον ενδιαφέρει.
Στο τέλος, οι μόνοι που θα γλιτώσουν θα είναι ο Νίκος και ο φίλος του, Γιώργος, καθώς είναι αυτοί που θα ζήσουν μακριά από την Ελλάδα και τους Έλληνες. Γενικά, μακριά από τον επίπλαστο υλικό παράδεισο της μετα-Ολυμπιακής Ελλάδας. Και αυτό , επειδή είναι οι μόνοι που θα τολμήσουν να διαφοροποιηθούν από τον όχλο.
Το στοιχείο του αλλόκοτου και του υπερβατικού που συναντάται στην Ωραία φάση (1996) και τους Δύο Θεούς (1999), θα επανεμφανιστεί στο Τρένο (2013), το πιο πρόσφατο θεατρικό έργο του Χρηστίδη. Με αυτό το κείμενο, ο συγγραφέας θυμάται και πάλι τις μπεκετικές του καταβολές: είναι βαθιά υπαρξιακό, γεμάτο κραυγές αγωνίας, ακόμα και απόγνωσης. Οι βασικοί πρωταγωνιστές είναι όλοι νέοι άνθρωποι κουρασμένοι από την κοινωνική αδικία, απογοητευμένοι από τη μοναξιά της προσωπικής τους ζωής και τον εργασιακό μεσαίωνα στον οποίο αναγκάζονται να διαβιούν. Οι ήρωες του έργου απαρτίζονται, μεταξύ άλλων, από ένα Φάντασμα, μια Δολοφόνο, έναν Γκέι, μια Νύφη, έναν πρώην παίκτη τηλεοπτικού παιχνιδιού. Νέοι άνθρωποι που αγαπούν την Ελλάδα, αλλά δεν αντέχουν πλέον την αδικία, την προσποίηση, τη βία, το ρατσισμό και την ξενοφοβία, με λίγα λόγια το γενικότερο lifestyle του νεοέλληνα.
ΜΑΧΗ: Δεν καταλαβαίνετε ότι η πατρίδα μας δε χρειάζεται διχόνοιες; Ο ταλαιπωρημένος τόπος μας. Τα εθνικά ιδεώδη. Η κληρονομιά των προγόνων μας […] Τώρα πρέπει να κρατηθούμε εις ένα συμπαγές σώμα, εις μίαν αρραγή φάλαγγα, όπως στο Μαραθώνα, με τα βέλη και τα δόρατα και τις περσικές σφεντόνες, θα υπερισχύσουμε δαφνοσκεπείς και δαφνηφόροι γιατί…εμ…ο Έλληνας διαπρέπει σε όλο τον κόσμο. Δεν έχω τίποτα με τους ξένους, αλλά… […]
ΠΑΝΟΣ: Κι εγώ δεν έχω τίποτα με τους Έλληνες, αλλά κάποιοι Έλληνες δεν είναι από δω (σελ. 43)
Βρίσκονται λοιπόν όλοι αυτοί οι άνθρωποι να συνταξιδεύουν σε ένα τρένο, το οποίο έχει πάρει τη θέση του «αρχηγού», καθώς αυτό οδηγεί, ορίζει και κατευθύνει πλέον τις ζωές τους. Πρόκειται για έναν απρόσωπο ηγέτη, ανάλγητο και αυστηρό, που θυμίζει το σύγχρονό τους κράτος:
ΑΠΟ ΤΑ ΗΧΕΙΑ: Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες που κάθονται σε θέσεις καθημένων να σηκωθούν για μια στιγμούλα όρθιοι.
Σηκώνονται. Όλοι εκτός του ΤΖΑΣΤΙΝ, που είναι αφηρημένος
ΑΠΟ ΤΑ ΗΧΕΙΑ: Όλοι!
Σηκώνεται κι ο ΤΖΑΣΤΙΝ, με δυσαρέσκεια (σελ. 21)
Το τρένο είναι επίσης αυτό που θα τους οδηγήσει στον τελικό τους προορισμό.
ΑΠΟ ΤΑ ΗΧΕΙΑ: Παρακαλούνται οι κύριοι επιβάτες να κατέβουν. Το τρένο αφίχθη στον τερματικό του προορισμό.
Όλοι ήρεμα, χωρίς διαμαρτυρίες, μαζεύουν τα πράγματά τους και «κατεβαίνουν» από το τρένο. Σ’ έναν απρόσωπο χώρο ανοιχτής φύσης με πολύ φως και ένα δέντρο (σελ. 45)
Θα βρεθούν λοιπόν, οι επτά αυτοί άνθρωποι συνοδοιπόροι στο τελευταίο τους ταξίδι. Αυτό που θα τους ενώνει είναι ότι όλοι προσπάθησαν να διαφοροποιηθούν από τον κανόνα της ελληνικής κοινωνίας, να ζήσουν με το δικό τους τρόπο και να κάνουν κάτι άλλο από αυτό που είναι «κοινωνικά αποδεκτό». Η διαφοροποίηση στα κοινωνικά πρέπει και τους κανόνες είναι άλλωστε ένα βασικό ζητούμενο στην εργογραφία του Χρηστίδη. Η αντισυμβατικότητα και η διαφορετικότητα σε μια κοινωνία προβάτων είναι αυτό που προτρέπει να κάνουν και οι αναγνώστες – θεατές.
Το Τρένο τελειώνει με τους στίχους του τραγουδιού του Frank Sinatra, “My way", το οποίο συμπυκνώνει τη θεατρική φιλοσοφία του Λένου Χρηστίδη. Οι ήρωες των έργων του προσπαθούν να βαδίσουν το δικό τους δρόμο, κουρασμένοι από την πεπατημένη της σύγχρονής τους κοινωνίας. Είναι άνθρωποι που ενδιαφέρονται να διαφοροποιηθούν ζώντας ταυτόχρονα μια ζωή γεμάτη από εμπειρίες και βιώματα, απομακρυσμένοι ταυτόχρονα από υλικές και παροδικές χαρές και απολαύσεις.
And now, the end is near
And so I face the final curtain
My friend, I’ll say it clear
I’ll state my case, of which I’m certain
I’ve lived a life that’s full
I traveled each and every highway
And more, much more than this, I did it my way… (Το Τρένο, σ. 45)
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.