Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΕΑ,

  •  Εύη Προύσαλη, Δρ. Θεατρολογίας - Κριτικός Θεάτρου

Η «καθημερινότητα» ως δραματουργία και το «δράμα» της καθημερινότητας

 

Η δραματουργία του Χρίστου Θεσσαλονικέα μπορεί να χαρακτηριστεί ως δραματουργία της «καθημερινότητας», άλλως, δραματουργία του οικείου, με την έννοια ότι αναδεικνύει γνώριμες και αναγνωρίσιμες καταστάσεις, πρόσωπα, πράξεις και διαλόγους. Στα θεατρικά του έργα ξεδιπλώνονται οι πολλαπλές και ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας και η μη σαφώς οριοθετήσιμη υπόστασή της. Έργα ολιγοπρόσωπα -ένα έως τρία πρόσωπα- και σύντομα, τα θεατρικά του κινούνται στον άξονα μιας καθημερινότητας που μοιάζει εξαντλητικά οικεία, η πραγμάτευση, όμως, που της επιφυλάσσει ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι παραμένει, κατ’ ουσίαν, άγνωστη. Πρόκειται για την «καθημερινότητα» η οποία αποτελεί ένα σύμπλεγμα, έναν ωκεανό απροσδιοριστίας, αχρονικότητας, χρονικότητας και συγχρονικότητας, μέσα σε μια χωρική «ου-τοπία» του εντός ή/και του εκτός. Πρόκειται για την «καθημερινή» ψυχολογία των προσώπων: οι σκέψεις, τα συναισθήματα, τα όνειρα, οι αναμνήσεις, οι «άλλοι», ο κόσμος, το  … Εγώ.

Η δραματουργία του Χρ. Θεσσαλονικέα εμφανίζει συγγένειες με τον ψυχολογικό ρεαλισμό, χωρίς να τον ακολουθεί πιστά. Τα θεατρικά του έργα επικεντρώνονται μετ’ επιτάσεως στην παροντική ψυχοσύνθεση των δραματικών προσώπων, αναφέροντας ενδεικτικά τις πιθανές πηγές των αιτίων και των αιτιατών τους, ενώ απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά ή εμπλοκή στον κοινωνικό/πολιτικό περίγυρό τους και η ενδεχόμενη επίδρασή του -π.χ. ελάχιστες φορές αναφέρεται το επάγγελμα των δραματικών προσώπων ή η διασύνδεσή τους με την περιρρέουσα πολιτική[1] κατάσταση. Ο συγγραφέας αξιοποιεί την αφήγηση των δραματικών προσώπων, πάνω στην οποία χτίζει ουσιαστικά τη δραματουργία του. Μονόλογοι και διάλογοι εναλλάσσονται με αμεσότητα, ρυθμό και ενάργεια, αποκαλύπτοντας άνυδρα ψυχικά τοπία και σώματα που επιθυμούν να ζήσουν, αλλά αγνοούν το πώς. Περίκλειστα άτομα, απομονωμένα που προσπαθούν να επιπλεύσουν και να κολυμπήσουν στο πέλαγος της ζωής, χωρίς πυξίδα και αστρολάβο. Ανήμποροι να τοποθετηθούν «κάπου» και «κάπως» -ή μάλλον επειδή ακριβώς τοποθετούνται παντού και παντοιοτρόπως- στερούνται σημείου αναφοράς -ή μάλλον παρασύρονται από όσα σημεία τούς προσφέρει η «ζωή» τυχαία. Μοναδική σανίδα σωτηρίας ο Λόγος τους. Τα δραματικά πρόσωπα ουσιαστικά δεν δρουν, δεν πράττουν. Μιλούν και αφηγούνται, ενώ όταν συνδιαλέγονται παραμένουν και πάλι στεγανοί και απρόσβλητοι από τους «άλλους». Καμία «πράξη» δεν συμβαίνει σε ρεαλιστικό σκηνικό χρόνο. Μόνο η ψυχή τους αναμοχλεύει τα σωθικά της και τα προσφέρει ως θέαμα: «Τόσα χρόνια κλαίω για την ψυχή μου. (…) Τόσα χρόνια καίω την ψυχή μου»[2]. Τα δραματικά πρόσωπα είναι θεατές στο δράμα της δικής τους καθημερινότητας.

            Ο λόγος του Χρ. Θεσσαλονικέα είναι κι αυτός λιτός και οικείος. Η οικείωσή του διαρρηγνύεται, συχνά, από στοιχεία έντονης ποιητικότητας κι έξοχες εικόνες[3], οι οποίες δημιουργούν ρωγμές στο «καθημερινό» έθος. Παρότι οι διάλογοι ηχούν γνώριμοι κι απλοί, ωστόσο ανακαλούν στον αναγνώστη/θεατή τα ίχνη ανάλογων βιωμάτων και καταστάσεων. Ο αφηγηματικός λόγος, όμως, -των ανομολόγητων πόθων, της προδοσίας, των αποτυχημένων προσδοκιών, της παραίτησης από τη ζωή, της ονειροπόλησης- ενέχει πολλαπλούς σκοπέλους καθώς απαιτεί ιδιαίτερο συγγραφικό χειρισμό ώστε να αποσταχθεί το «δράμα» του και ταυτοχρόνως να υπηρετηθεί επιτυχώς η «θεατρική» συνθήκη. Ο Χρ. Θεσσαλονικεύς, όμως, χρησιμοποιεί την οικειότητα του καθημερινού λόγου, την ίδια στιγμή που την αναιρεί. Με επιδέξια χρήση διαταράσσει απροσδόκητα τον λόγο, παραλλάσσοντας το φαινομενικά οικείο και εισάγοντας ένα σχίσμα : «Τι κάνει η ζωή σου;». Οι τίτλοι των θεατρικών του έργων, άλλωστε, αν και εύληπτοι αποδεικνύονται τελικώς αινιγματικοί.

Κυρίαρχο χαρακτηριστικό της δραματουργικής ανέλιξης και πλοκής αποτελεί η έντονη αβεβαιότητα και η ασάφεια σε σχέση με το τι είναι πραγματικό και τί επινοημένο -από τα δραματικά πρόσωπα- στα σκηνικά συμβάντα. Ο αναγνώστης δεν είναι σίγουρος αν τα αναφερόμενα ως γεγονότα συνέβησαν πραγματικά ή αν είναι αποκυήματα φαντασίας ή ευσεβείς πόθοι. Η πραγματικότητα συμπλέκεται με το φαντασιακό, αξεδιάλυτα. Η κατακλείδα των περισσότερων έργων του αφήνει, επίσης, την ίδια επίγευση εκκρεμότητας.

 Δύο είναι τα κυριότερα θέματα στη δραματουργία του: αφενός ο «έρωτας» -ως πράξη και ως συναίσθημα- και αφετέρου η αναζήτηση του Εγώ, της ταυτότητας του ατόμου -η οποία προσεγγίζεται και πάλι μέσα από την ερωτική διαδρομή. Ο έρωτας, στη δραματουργία του Χρίστου Θεσσαλονικέα, στοιχειοθετεί τον μείζονα λόγο ύπαρξης ενός όντος: αρσενικού ή θηλυκού. Πρόκειται για την αναγκαία και ικανή συνθήκη της επιβίωσης. Η χαρά του έρωτα εντοπίζεται, «στιγμιαία», κατά την ερωτική πράξη, η οποία κι εξιδανικεύεται. Τις περισσότερες φορές ο έρωτας οδηγεί στον πόνο, την προδοσία κι εν τέλει στη δυστυχία (Ζωγραφιά στο πίσω μέρος, Egri Bikaver, Γυναίκες της Κυριακής, Ένα ζεϊμπέκικο η ζωή). Ουδέποτε, όμως, κατακρίνεται ή αποκηρύσσεται από τα δραματικά πρόσωπα. Συνήθως, πρόκειται για «τυχαία» [4] ερωτική συνεύρεση που καταλήγει σε μια πορεία Γολγοθά «(…) με το δικό μας σταυρό και με τα δικά μας καρφιά»[5]. Ενίοτε, τα δραματικά πρόσωπα, μοναχικοί ή κοινωνικοί, μόνοι ή δεσμευμένοι, εγκαταλελειμμένοι ή εγκαταλείποντες, ερωτευμένοι ή προδομένοι, κατά βάση στερημένοι, αποσύρονται στην κατασκευασμένη αυτάρκειά τους: «Δε θέλω να στερηθώ τίποτα. Δε ζητάω τίποτα. Κι έτσι δε στερούμαι.»[6].

Ο έτερος θεματικός άξονας της δραματουργίας του είναι η αναζήτηση του Εαυτού. Παρουσιάζεται ένα έλλειμμα ταυτότητας το οποίο αναδεικνύεται μέσω του λόγου των δραματικών προσώπων αλλά και μέσω των αποτυχημένων σχέσεών τους. Κατά παράδοξο τρόπο τα δραματικά πρόσωπα προσδιορίζονται ευκολότερα ως εκείνο που ΔΕΝ είναι: «Δεν είμαι το κορίτσι που ήθελε ο μπαμπάς», «Δεν είμαι σαν κι εσένα»,  «(…) δεν είμαι καλή με τα γεγονότα», «Ε, είμαστε τόσο διαφορετικοί» κτλ. Καθένας και καθεμιά ετερο-προσδιορίζονται, χωρίς να το γνωρίζουν, γι’ αυτό και αντιδρούν βιαίως όταν το συνειδητοποιούν: «Θέλω να μιλήσω με τη δική μου φωνή» και «Μα δεν ακούει κανείς; Τσιμέντο η φωνή. Δεν ακούει κανείς;». Αυτοαναφορικά πρόσωπα, εσωστρεφή, με μικρά ανοίγματα προς τα «έξω» που δεν οδηγούν όμως στην αδιαμεσολάβητη επαφή. Μοναδική στιγμή α-ληθινής επικοινωνίας είναι οι ερωτικές στιγμές, όπου το ον «ανοίγεται» μέσω του σώματός του στον κόσμο. Αλλά κι αυτές, διαρκούν ελάχιστα κι έπειτα τα πρόσωπα φυλακίζονται στη μνήμη τους, η οποία στοιχειώνει τον υπόλοιπο χρόνο τους.

Στη δραματουργία του Χρ. Θεσσαλονικέα, ο άνθρωπος και η ζωή του φαίνεται να είναι δύο κόσμοι παράλληλοι -ή συχνά αποκλίνοντες. Το ανθρώπινο ον μοιάζει αποξενωμένο από τον εαυτό του, ά-γνωστο και ασύγγνωστο. Η αυτογνωσία είναι ο σκόπελος που πρέπει να υπερβεί προκειμένου να επι-κοινωνήσει με τη ζωή του: «Δεν έχω από πού να πιαστώ. Ο καθρέφτης μού φαίνεται λίγος» (Egri Bikaver), «Πόσο λίγοι είμαστε με έναν καθρέφτη αγκαλιά» (Ζωγραφιά στο πίσω μέρος). Ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας, το ανθρώπινο ον, στη δραματουργία του Θεσσαλονικέα, αδυνατεί να αυτογνωσθεί. Έστω στοιχειωδώς: «Ποτέ δεν έμαθα κάτι, αληθινά» (Ένα ζεϊμπέκικο η ζωή).

            Τρία από τα θεατρικά του έργα (Μέχρι πριν μια μέρα, Η βιτρίνα, Το χαμόγελο της φράουλας) -χωρίς να ξεφεύγουν από τους κεντρικούς θεματικούς άξονες, του έρωτα και της ταυτότητας, που προαναφέρθηκαν- εμπλέκουν εμμέσως και τη θεατρική τέχνη: είτε διότι τα δραματικά πρόσωπα εργάζονται στον θεατρικό χώρο, είτε διότι ο συγγραφέας αποφασίζει να «δραματοποιήσει» το «δράμα» της συγγραφής ενός θεατρικού έργου και να «παίξει» με έναν συγγραφέα που «αναζητά» τα δραματικά του πρόσωπα. Και πάλι, όμως, το επίκεντρο των σκηνικών καταστάσεων είναι το ερωτικό στοιχείο. Το σύνολο των επτά θεατρικών του έργων μοιάζει να συνδέεται με έναν εσωτερικό θεματικό μίτο, ο οποίος ανακυκλώνεται και συστρέφεται, αναδεικνύοντας την αδιατάραχτη επανάληψη των περιγραφόμενων γεγονότων, νυν και αεί.

            Η δραματουργία του Χρ. Θεσσαλονικέα δεν φέρει ηθογραφικά στοιχεία, δεν αναδεικνύει ιθαγένειες, δεν αναφέρεται σε ιδεολογίες ή ιδεολογήματα ούτε σε κοινωνικά φαινόμενα. Στο επίκεντρό της είναι το άτομο και η «καθημερινή» ψυχολογία του, σε μια προσπάθεια να αναχθεί το απλό και οικείο σε μείζον. Μέσα από αναγνωρίσιμες καταστάσεις αναδεικνύονται πάγιες ερωτικές συγκρούσεις που ταλανίζουν τον καθημερινό άνθρωπο, αλλά και ο αγώνας του να απελευθερωθεί και να ανακαλύψει τον εαυτό του. Η δραματουργία του Χρ. Θεσσαλονικέα κατορθώνει, τελικώς, να προβληματίσει τον αναγνώστη/θεατή της πάνω στην επαναληψιμότητα των φαινομένων και συμπεριφορών που πραγματεύεται. Στη δραματουργία του το έλλειμμα της σκηνικής «πράξης» δεν υποκαθίσταται πλήρως από τον αφηγηματικό λόγο, έστω κι αν αυτός ο λόγος περιγράφει πράξεις. Εν τέλει, όμως, το «καθημερινό» ως δραματουργία επιφυλάσσει ανάλογες εκπλήξεις με το «δράμα» της καθημερινότητας.

  


[1] Ένα Ζεϊμπέκικο η ζωή

[2] Egri Bikaver

[3] «Η αλήθεια έχει δόντια, ανοίγει μικρές τρυπούλες στη ζωή» (Egri Bikaver)

[4] «Είμαι παιδί μιας τυχαίας Άνοιξης, στην τύχη μ’ αγάπησες κι εσύ.» (Egri Bigaver), « Βρεθήκαμε τυχαία. Τι ξέρεις εσύ για μένα;» (Ζωγραφιά στο πίσω μέρος), «(…) και σε μια τυχαία δαγκωνιά, να: το χαμόγελο της φράουλας» (Το χαμόγελο της φράουλας)

[5] Ζωγραφιά στο πίσω μέρος

[6] Γυναίκες της Κυριακής