Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΚΙΔΗ,

  •  Πολύκαρπος Πολυκάρπου, Θεατρολόγος

Ανδρέας Κουκίδης ή το Θέατρο ως Πατριδογνωσία

Μνήμη Θάνου Πετεμερίδη

 

Είναι πράγματι παρακινδυνευμένο να μιλάς για έναν δημιουργό που είναι εν ζωή, το έργο του βρίσκεται εν εξελίξει και ο ίδιος ζει τον  ιστορικό χρόνο του τόπου του σε όλες τις διαστάσεις του.  Εντούτοις θα  αποτολμήσω να καταθέσω μια ανάγνωση ενός πλούσιου συγγραφικού έργου με ειδολογική ποικιλία και ενδιαφέρουσα γραφή .

Μια πατριδογνωσία είναι η δραματουργία του Ανδρέα Κουκίδη. Μια περιήγηση, μια περιαγωγή, μια περιπλάνηση, με σεβασμό και πόνο ψυχής, στα άγια και τα όσια της κυπριακής γης, της κυπριακής ιστορίας,  της κυπριακής αίσθησης της ζωής.

Στην Κύπρο, όπως εξάλλου και στην Ελλάδα, λειτουργούν οι ίδιες ακριβώς υπόγειες διαδρομές τόσο στη ζωή όσο και στην ιστορία. Το ιστορικό παράδοξο των όμαιμων είναι, ότι ενώ ευαγγελίζονται την νεωτερικότητα, ζουν και ευημερούν με αξίες προ-νεωτερικές. Εδώ κυρίαρχο είναι το δίκαιο του αίματος, η συγγένεια, το σόι, οι κουμπαριές, η πελατειακή σχέση με τον τοπικό βουλευτή,   με το πολιτικό σύστημα γενικά, το ρουσφέτι, ο νεποτισμός. Ποτέ δεν κατάλαβε ο Έλληνας (Ελλαδίτης ή Κύπριος, δεν έχει σημασία) την έννοια του κεντρικού κράτους. Δεν αποποιήθηκε ποτέ τις τοπικές εξουσίες χάριν της κεντρικής εξουσίες του κράτους.

Ο Ανδρέας Κουκίδης,  αυτήν ακριβώς τη πλευρά της  κυπριακής ζωής προβάλλει, κριτικάρει, σατιρίζει, και με πολύ αγάπη και τρυφερότητα που, στιγμές- στιγμές, αγγίζει τα όρια της πιο γνήσιας ποίησης,  θλίβεται και αγανακτεί. Οντάς ζωντανό κύτταρο της κοινωνίας μέσα στην οποία ζει, δημιουργεί άμεσα και ακαριαία, εκκινώντας, τις περισσότερες φορές, από προσωπικά του βιώματα. Μια τόσο ζωντανή και άμεση δραματουργία δεν μπορεί παρά να είναι βαθύτατα  συνδεδεμένη με τα ασύνειδες δυνάμεις της ψυχής που δημιουργούν την ανθρώπινη ιστορία.

Η περιοδολόγιση του έργου ενός ζωντανού συγγραφέα είναι άκαιρη, η ειδολογική όμως  κατάταξη  και εφικτή είναι και δυνατή. Ο Κουκίδης περιπλέει τις χαριτωμένες  ακτές της κωμωδίας, σε όλες τις γνωστές της παραλλαγές (σάτιρα, φάρσα, παρωδία) αλλά τολμά και  ξανοίγεται στα υπέροχα βάθη του δράματος, με την ίδια στερεότητα στη γραφή, στη δόμηση της πλοκής και το πλάσιμο των ηρών του.

Όταν μιλάμε για κυπρίους δραματουργούς σωστό  είναι να αρχίζουμε από τη γλώσσα. Όλοι οι κύπριοι είναι λειτουργικά δίγλωσσοι. Μιλούν και γράφουν την κυπριακή διάλεκτο[1] και την πανελλήνια δημοτική.  Η διαλεκτική γραφή σε μια γλωσσική κοινότητα που έχει για επίσημη έκφρασή της μιαν άλλη εκτός διαλέκτου γλώσσα, χρησιμοποιείται συνήθως για να περισώσει έναν τρόπο ζωής ο οποίος κινδυνεύει να χαθεί κάτω από τη γλωσσική ή πολιτιστική πίεση του επίσημου κέντρου.

Το έργο που καθιέρωσε τον Ανδρέα Κουκίδη ως θεατρικό συγγραφέα, και μάλιστα πρώτης γραμμής, είναι το εμβληματικό πια Λήδρας και Ρηγαίνης. Η πλοκή στήνεται στην αιχμή της πόλης, όπου συγκρούονται και συγχωνεύονται ταυτοχρόνως στοιχεία τόσο ετερόκλητα και αταίριαστα όπως ο πουλημένος πάνδημος έρωτας με τον ουράνιο  έρωτα των αγνών ψυχών. Κονσομασιόν, στρατιώτες, αστυνόμοι, περιθώριο, νόμος και παρανομία, όλα μαζί σε ένα καμίνι που λιώνει και ισοπεδώνει τα πάντα. Και στο βάθος η ιστορική ειμαρμένη απεργάζεται το δικό της δράμα : η συνωμοσία, το πραξικόπημα, η εισβολή, Με τη φωνή της διαλέκτου κουρδισμένη στο τόνο ενός τρισδιάστατου ρεαλισμού, αλλά μουσική και ποιητική μαζί, το έργο απογειώνεται και πέρνα στις μεγάλες στιγμές του κυπριακού διαλεκτόφωνου (κι όχι μόνο) θεάτρου.

Δύο στοιχεία δεσπόζουν σ’ αυτό το σπουδαίο έργο, τα οποία αναφύονται ίσως κι ερήμην των προθέσεων του συγγραφέως του. Η δραματική λειτουργία της διαλέκτου και οι σχέση της ιστορίας με τους ανθρώπους. Η διάλεκτος δεν είναι ηθογραφική όπως στα «κυπριώτικα σκετς» ή τα έργα των, πάρα πολύ καλών κατά τ’ άλλα,  κυπρίων ηθογράφων, μεταφέρει ένα γνήσιο δραματικό φορτίο με εντάσεις που κορυφώνονται σε συγκρούσεις ψυχικής και συνειδησιακής τάξεως. Οι άνθρωποι του ανήλιαγου αυτού περιθωρίου γίνονται υποκείμενα και αντικείμενα της ιστορίας με το ίδιο μερίδιο σε πράξεις και παραλείψεις, από-μεταφυσικοποιώντας[2] έτσι τον ιστορικό χρόνο που ρέει ευθύγραμμα από το παρελθόν προς το παρόν κι από εκεί προς στο μέλλον, με ακραιφνώς ρεαλιστικούς, καθημερινούς και  χειροπιαστούς όρους. Ακριβώς ο τρόπος που λειτουργεί στο έργο ο χρόνος το κάνει αυτόματα βαθιά, και τίμια, πολιτικό, μια και το δεσπόζων σήμα του είναι πια καθαρά ουμανιστικό. 

Στις ΄Ορνιθες τ’ Αριστοφάνη, στηλιτεύεται το ρουσφέτι και ο παραγοντισμός. Σε όλους τάζει ο Αριστοφάνης, όλους ταΐζει ο Αριστοφάνης, αλλά δεν μπορεί να οικονομήσει ούτε τα του οίκου του, ούτε τα της γειτονιάς του. Κι όταν όλα κι όλοι τον εγκαταλείπουν, αυτός, σαν μια άλλη «Μάνα Κουράγιο», τηρούμενων βεβαίως όλων των αναλογιών, χωρίς να διδαχτεί και να μάθει το παραμικρό, συνεχίζει ακάθεκτος και αμετανόητος. Χαρίεν έργο, που το απογείωσε με τη μοναδική ερμηνεία του, ο αείμνηστος Θάνος Πετεμερίδης.

Μετά τις ΄Ορνιθές, ακλουθεί μια σειρά έργων, από το 1997 έως σήμερα, που κινούνται με άνεση και  χάρη στο είδος της σάτιρας και της φάρσας, χωρίς να υπολείπονται σε κοινωνική, και πολιτική  ενίοτε, κριτική.

Ο Καραγκιόζης Δήμαρχος, το Σπαγγέτι Κλέφτικο, οι Αλλοδαποί τζιαι Τόπακες, Τα Φακελάκια του Γάμου, Οι Γαλίνες του Νικόλα, Η Συμπεθθερά τζιαι η Συμπεθέρα, Σχέδιο Υγείας, Η Γαουρίτσα,  είναι έργα οπού προβάλλεται, με κριτική διάθεση, η αλλοτρίωση της παραδοσιακής κυπριακής ζωής από την εισβολή  ξένων στοιχείων. Ακόμη οι προσωπικές και οι διαπροσωπικές σχέσεις των ανθρώπων (συζύγων, γειτόνων, κουμπάρων γονέων παιδιών), το άκακο και αβλαβές περιθώριο της ζωής στο χωριό (οι μικροαπατεώνες, οι κουμαρτζήδες, οι καφενόβιοι), οι τραυματικές σχέσεις των πολιτών με το κράτος και τα όργανά του. Εδώ η διαλεκτός παίζει το ρόλο του  φύλακα αυτής της ζωής.  

Με τη Λυσιμάχη και τις Εξουσιάζουσες, ο  όπως καλά προϊδεάζουν οι τίτλοι, ο Ανδρέας Κουκίδης, αποτίει φόρο τιμής στο αρχαίο ομότεχνό του: τον Αριστοφάνη.

«Μετά φόβου Θεού είναι που αγγίζω επάνω στους νεκρούς μας», γράφει ο Κουκίδης προλογίζοντας Το Τελευταίο Φεγγάρι. Και πράγματι, το έργο αυτό, ευλαβές και παρηγορητικό, μοιάζει με  Θεία Λειτουργία. Στέρεα δομημένο, χωρίς μεγαλοστομίες και κενή ρητορεία, που ελλοχεύουν συχνά σε τέτοιου είδους θέματα, είναι ένας εκ βαθέων φόρος τιμής στους νεκρούς του απελευθερωτικού αγώνα. Το Στο Πέντε Μίλι, δεσπόζει το μέγα τραύμα των αγνοουμένων, ενώ ο Φανερωμένης Λεόντιος είναι μια σύνθεση επάνω σε μια αμυδρή πληροφορία, που κάνει λόγο για τη συμμέτοχη, και τα πάθη των κυπρίων, στην επανάσταση του 1821. 

Κάπως ανορθόδοξα, θα ήθελα ν’ αναφερθώ και σε κάποια, από τα πολλά άπαιχτα έργα του, που είχα πρόσβαση. Το Νερό της Βροχής, είναι ένα κομμάτι από τη ζωή του. Μιλά για τη σχέση του με τη γυναίκα, την Στέλλα. Η Ανθήλεια, είναι μια προσωπική του άποψη για το παραμύθι της Σταχτοπούτας. Τα Τριζόνια και το Εκ προμελέτης είναι σπουδές στο δράμα των ανθρωπίνων σχέσεων και των ματαιωμένων προσδοκιών.

Πολυγραφότατος και πολυπαιγμένος από επαγγελματίες και ερασιτέχνες, γεμάτος όρεξη για ζωή, καλός πατέρας, και ακόμη καλύτερος πάππους, φίλος δοτικός, με βαθύ σεβασμό, και μεγάλη αγάπη, για τον παραδοσιακό πολιτισμό της γενέθλιας γης, ο Ανδρείας Κουκίδης,  ζει και δημιουργεί στον τόπο που γεννήθηκε, προσπαθώντας άλλοτε με το γέλιο, άλλοτε με το σκώμμα κι άλλοτε με τη δραματική ενδοσκόπηση, να βάλει στη θέση του ιστορικού τραύματος μια χαριέσσα, αλλά βαθιά ουμανιστική αίσθηση της  ζωής.

 

[1] Στον σημερινό ελλαδικό χώρο, ιδιαίτερα στο νησιά, υπάρχει ενδιαφέρουσα διαλεκτόφωνη δραματουργία. Διαλεκτικά θεατρικά έργα γράφονται και παίζονται από ντόπιους ερασιτέχνες στην Λέσβο, στη Σύμη, στη Σάμο, στην Κρήτη. Οι μόνες όμως διαλεκτόφωνες δραματουργίες που αντιμετωπίζονται από το τρέχον επαγγελματικό θέατρο είναι η ποντιακή και η κυπριακή.

 

[2] Σχετικά με την από-μεταφυσικοποίηση του ιστορικού  κυπριακού τραύματος βλ. και την κριτική , για την παράσταση και έργο, της Νόνας Μολέσκη, Φιλελεύθερος, 14 Φεβρουαρίου, 1994.