Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΒΙΡΒΙΔΑΚΗ,

  •  Σάββας Κυριακίδης, Θεατρολόγος

Στην ελληνική θεατρική ζωή ο Μιχάλης Βιρβιδάκης έχει καταγραφεί ισότιμα ως ηθοποιός, σκηνοθέτης, συγγραφέας, δάσκαλος ηθοποιών, και ιδρυτής ενός θεατρικού σχήματος με συνεπή πορεία και αυστηρές επιλογές ρεπερτορίου[1]. Δεν γνωρίζω πώς αυτοπροσδιορίζεται και εάν προτάσσει κάποια από αυτές τις ιδιότητες. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να το κάνει. Αυτό που είναι, ωστόσο, ενδιαφέρον ως προς τη συγγραφική του ιδιότητα, είναι ότι από το 1987 έως το 2014, σε ένα διάστημα δηλαδή 27 χρόνων έχει «εκθέσει» –τουλάχιστον σε δημόσια παρουσίαση- τρία μόνο θεατρικά έργα[2]. Ο ίδιος, σε μια συνέντευξη του με αφορμή το δεύτερο έργο του, έχει δηλώσει πως δουλεύει για μεγάλο διάστημα πάνω στα κείμενά του και πως, ακόμη και τη στιγμή της παράδοσής τους, αισθάνεται πως δεν έχουν ολοκληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση, η «μικρή» αυτή παραγωγή επιβεβαιώνει μια γενική αίσθηση που εκπέμπεται από τη συνολική πορεία του: ο Μιχάλης Βιρβιδάκης είναι ένας δημιουργός που παράγει με πολλή προσοχή και με απόλυτη περίσκεψη.

 

Όταν 27 χρόνια χωρίζουν το πρώτο από το τρίτο και τελευταίο κείμενο μιας συγγραφικής παραγωγής (και ίσως ακόμη περισσότερα, αν λάβει κάποιος υπ’ όψιν του ότι το πρώτο έργο θα χρειάστηκε επίσης ένα σοβαρό διάστημα μέχρι να γραφτεί), κάθε απόπειρα εντοπισμού ενιαίου στίγματος βρίσκεται μπροστά σε αντικειμενικές δυσκολίες: μέσα σε 27 και πλέον χρόνια πορείας ενός καλλιτέχνη είναι σχεδόν αναπόφευκτη η διαφοροποίηση κάποιων αισθητικών αναζητήσεων, η πολυσυλλεκτικότητα των επιρροών, η ευρύτητα των προβληματισμών, ίσως ακόμη και η μετεξέλιξη μιας κοσμοθεωρίας. Ωστόσο, στην περίπτωση του Βιρβιδάκη, παρά τις όποιες διαφορές που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στα τρία έργα του, δεν δυσκολεύεται ταυτόχρονα να καταγράψει κάποια κοινά στοιχεία που διατρέχουν τη δραματουργία του και που, χωρίς να διαφοροποιούνται ως προς το βασική τους χρήση, ωριμάζουν και μετασχηματίζονται. Στοιχεία που εντοπίζει κανείς τόσο στην τεχνική της γραφής του όσο και στο περιεχόμενο των έργων του.

 

Ένας υπερβατικός ρεαλισμός, μέσα στον οποίο κινούνται πρόσωπα εκκεντρικά, μοναχικά, κάποιες φορές αινιγματικά, σκηνικοί χώροι εκτός των κλασικών αστικών «τειχών», λυρικές εικόνες που διαπερνούν τα κείμενα μέσω κυρίως των επαναλαμβανόμενων μονολόγων, και ένα αρκετά «κλειστό», κωδικοποιημένο λεκτικό παιχνίδι, είναι κάποιες από τις βασικές τεχνικές της γραφής του Βιρβιδάκη. Στα κείμενά του δεν μοιάζει να θέτει ως προτεραιότητά τη δράση, ούτε την ανάπτυξη μιας κεντρικής ιστορίας. Τα παραπάνω «συμβατικά υλικά» τα χρειάζεται μόνο για να στήσει έναν καμβά αφήγησης προσωπικών ιστοριών, με παραθετική πολλές φορές μορφή, ιστοριών που φέρνουν στην επιφάνεια εσωτερικούς κόσμους, αινιγματικά παρελθόντα, τραυματικές εμπειρίες, απωθημένα και μοναχικές διαδρομές. Χωρίς μελοδραματισμούς, ακόμη και εκεί όπου το περιβάλλον θα μπορούσε να τους καλλιεργήσει, με γλώσσα που –έργο με το έργο- υιοθετεί ολοένα και περισσότερο μια λυρική απόχρωση και μια ποιητική συμπύκνωση, και με υποδόριο χιούμορ που υπονομεύει την όποια σοβαροφάνεια. Για τον Βιρβιδάκη, οι «κανονικές» καταστάσεις, τα επίκαιρα σχόλια, η τριβή της καθημερινότητας μοιάζουν αλλά δεν είναι το βασικό υλικό. Στο κοινότυπο περιβάλλον θα εισχωρήσει –αν δεν υπάρχει ήδη- ένας υπερβατικός παράγοντας, που θα ανοίξει την πόρτα στο μεταφυσικό. Ακόμη και όταν το σκηνικό πλαίσιο φαίνεται να στήνει γέφυρες με τον νατουραλισμό, το υλικό είναι δουλεμένο με τέτοιον τρόπο ώστε γρήγορα ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει ένα αρχετυπικό, αλληγορικό στοιχείο πίσω από την αληθοφάνεια. Η αφήγηση της Ουρανίας για το φεγγάρι και η σχεδόν ονειρική παρουσία του Άντρα στο πρώτο έργο, το ριζωμένο κρεβάτι και η «παρουσία» της μάνας στο δεύτερο, και η συνύπαρξη του υγρού στοιχείου του βυθού με τον ουρανό και το φεγγάρι –ξανά το φεγγάρι, και αυτή τη φορά με μια μαγική ιδιότητα- στο τρίτο, συνθέτουν ένα τοπίο που δεν μπορεί να ερμηνευθεί μόνο μέσα στη ρεαλιστική του ανάγνωση. Έτσι, μια ερωτική ιστορία μετατρέπεται σε ένα συμβολικό πέταγμα προς την ελευθερία, ένα οικογενειακό δράμα σε δράμα της μητέρας-γης, και μια τυχαία συνάντηση στην ιαματική θάλασσα σε μια όσμωση των στοιχείων της φύσης και σε κυκλική πορεία των ψυχών. Διόλου τυχαία, οι προμετωπίδες του δεύτερου και του τρίτου έργου, με τις αναφορές στον Ηράκλειτο και τον Εμπεδοκλή, παραδίδουν ένα κλειδί, τουλάχιστον για τον αναγνώστη και τον ερμηνευτή.

 

Ο Βιρβιδάκης κατέχει καλά την τεχνική. Ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός έχουν ανοιχτή συνομιλία με τον συγγραφέα. Αποδομεί και δομεί εκ νέου το υλικό του με άνεση, οι σχετικά σύντομες σκηνές του έχουν ρυθμό, εσωτερική ενότητα, πορεύονται καθαρά. Όμως, ο συγγραφέας δεν σταματάει να κλείνει το μάτι στον αναγνώστη-θεατή και να ζητάει από αυτόν να βρίσκεται συνεχώς σε εγρήγορση. Προσφέρει «δωρεάν» κάποια στοιχεία και αποκρύπτει άλλα, σε μια πρόσκληση ανακάλυψης του θησαυρού και από την πλευρά του «συνομιλητή» του. Ο Πεσσόα, ο Μπέκετ, ο Πίντερ είναι παρόντες όταν συνθέτει τις λέξεις του. Τα πρόσωπά του –λίγα και, συμπτωματικά (!) 2 άντρες και 1 γυναίκα σε κάθε έργο[3]- δεν έχουν ως προτεραιότητα να επικοινωνήσουν αλλά να μιλήσουν. Και, μέσα από την ιδιαίτερη –είτε κοινωνικά, είτε ηλικιακά, είτε ως προς την προέλευση- ταυτότητά τους, διαχειρίζονται ζητήματα μοναξιάς, ταυτότητας, απώλειας, εκριζωμού και –στο τελευταίο του έργο κυρίως - ύπαρξης, ύλης, συνέχειας και ρευστότητας, ακόμη και ψυχής, που σηματοδοτούν ίσως την προσωπική πορεία του ίδιου του συγγραφέα.

 

Το έργο του Βιρβιδάκη μπορεί να μην είναι εύπεπτο, αυτό όμως δεν το κάνει θεατρικά δύστροπο. Με τη γνώση του ανθρώπου που έχει μια πρακτική σχέση με το θέατρο, ο Βιρβιδάκης επενδύει σε έντονες αρχικές καταστάσεις, μεστούς και στέρεους ήρωες και σε αιωρούμενα ερωτήματα προς αναζήτηση απαντήσεων. Διαβάζοντας ή παρακολουθώντας τα έργα του, μπορείς να βρεις περισσότερες από μία.

 

[1] Πρόκειται για τη θεατρική εταιρία «Μνήμη», που ιδρύθηκε το 1991 και από το 2001 έχει μεταφέρει τη δραστηριότητά της στα Χανιά.

[2] Είναι τα έργα «Το φεγγάρι και η λίρα», «Στην Εθνική με τα μεγάλα» και «Περί φύσεως».

[3] Μόνο στο τρίτο έργο, υπάρχει μια ελαφριά παρέκκλιση από το αυστηρό σχήμα των τριών προσώπων, καθώς σε μία από τις σκηνές του έργου εισβάλλει στο χώρο ένας ιδιότυπος χορός «προσκυνητών».