Όπως φαίνεται τόσο στις ιστορίες άλλων ηρώων (της Χαράς, της Δέσποινας), όσο και στο Βαγόνι στα Νερά, ο έρωτας παίζει καταλυτικό ρόλο στη ζωή των ανθρώπων στον κόσμο του Προυσαλίδη, παρόλο που δεν παρακολουθούμε σε κανένα από τα δύο κείμενα μια αμιγώς ερωτική ιστορία. Στα έργα του υπάρχουν χαμένοι έρωτες, φθαρμένες σχέσεις, παλιές αγάπες, αλλά όχι ένα μεγάλο ερωτικό πάθος εν τη γενέσει του. Στις Εφτά Λογικές Απαντήσεις μαθαίνουμε από την αρχή της διήγησης του Γιώργου ότι ο έρωτάς του με την Τζένη ήταν αυτός που τον προσδιόριζε μέχρι αυτή να πεθάνει. Η Τζένη είναι επίσης αυτή με την οποία ο Γιώργος κάνει τα τελευταία του όνειρα. Γνωρίζει πλέον ότι έχει χάσει για πάντα το «εμείς» και αυτό τον οδηγεί στο να δώσει τέλος στη ζωή του: αυτή η έλλειψη προοπτικής για να αποδεσμευτεί από την αφόρητη μοναξιά του. Από την άλλη, στο Βαγόνι στα Νερά τα τρία γυναικεία πρόσωπα, ζουν διαρκώς ατελέσφορους έρωτες. Η Όλια έφτασε να συναινέσει μέχρι και στη δολοφονία της οικογένειά της, προκειμένου για τον έρωτά της, ο οποίος όμως την άφησε να τον περιμένει αιώνια. Η Τόνια, σαν άλλη Όλια, ζει απογοητευμένη περιμένοντας κάποιον, εν προκειμένω τον Τίμο, αλλά χωρίς ελπίδα. Το ίδιο ισχύει και για την Μαρία, η οποία όμως έχει πάρει απόφαση ότι είναι ανέλπιδο να περιμένει οποιονδήποτε. Όπως λέει και στην Τόνια, “τελειώνουν οι έρωτες”. Τις τρεις γυναίκες ενώνει ο έρωτας και η αναζήτησή του, κάποια στιγμή στη ζωή τους. Σαν η μία να είναι η συνέχεια της άλλης. Σύγχρονες Κλυταιμνήστρες, Ιφιγένειες και Κασσάνδρες που ζουν λεηλατημένες από τους έρωτές τους και από τους άνδρες. Οι τρεις αυτές γυναίκες είναι ερωμένες, μάνες, κόρες, σύντροφοι.
Το δεύτερο έργο του Προυσαλίδη ξεκινάει σε ένα ρεαλιστικό σκηνικό. Ωστόσο, το πρόσωπο που δείχνει να είναι το πιο ρεαλιστικό και πιο κοντά στη σύγχρονή του πραγματικότητα, δηλαδή η Τόνια, αποδεικνύεται στο τέλος ότι διαταράσσει και αποδομεί τη σύγχρονή της πραγματικότητα για χάρη του παρελθόντος. Το έργο, χωρισμένο σε εικόνες, ξεκινάει και τελειώνει με την Τόνια. Ή μάλλον με τις αναμνήσεις της που έμοιασαν με όνειρο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όλος αυτός ο “θίασος”, είναι εικόνες μακρινές, από μια ζωή που πέρασε και χάθηκαν. Και η Τόνια έχει μείνει εκεί να περιμένει, και να αναρωτιέται, διά μέσου της Όλιας, “Πότε θα τελειώσω λέω. Να πάψουν αυτά [...] Δε θέλω άλλους ανθρώπους. Δεν το θέλω άλλο αυτό”. Είναι αυτή η μάνα του Τίμου, η κόρη της Μαρίας, η αντίζηλος της Όλιας. Είναι αυτή που τους ζωντανεύει όλους μέσα από τη μνήμη της.
Στη γραφή του ο Λ. Προυσαλίδης απεικονίζει κοινωνικά θέματα όπως η ανθρώπινη μοναξιά, αλλά και η αποξένωση μεταξύ των ατόμων, ο θάνατος νέων ανθρώπων, οι σχέσεις μεταξύ συζύγων, γονιών και παιδιών, αλλά και των ανθρώπων γενικότερα. Στον πυρήνα ωστόσο του ενδιαφέροντός του είναι ο έρωτας, καθώς η ζωή χωρίς τον έρωτα μοιάζει ανυπόφορη και ατελείωτη. Σε όλα αυτά προστίθεται η μνήμη και οι αναμνήσεις. Γι\' αυτό δείχνει να επαναλαμβάνει και κάποια μοτίβα όπως είναι το χιόνι και το νερό, φυσικά στοιχεία τα οποία σβήνουν ή/και παρασύρουν τα ίχνη της ζωής. Όπως λέει και η Άννα, “να μη σταματήσει, να χιονίζει μέχρι να μας θάψει όλους και όλα να γίνουν κάτασπρα, να παγώσουν, να πεθάνουν μέσα σ’ ένα πρωί όλα” (Εφτά Λογικές Απαντήσεις).
Πρόκειται για έναν συγγραφέα του οποίου η γραφή είναι αναγνωρίσιμη. Παρόλο που είναι σύγχρονη, είναι απολύτως ταιριαστή στον κάθε ήρωά του. Διαθέτει όμως ρεαλιστικότητα και έχει τη δυνατότητα να ξυπνάει στον θεατή συναισθήματα και σκέψεις που τον παρασύρουν στο ταξίδι των έργων του. Δημιουργεί τέλος εικόνες διατυπώνοντας με απλότητα τα πιο πολύπλοκα ζητήματα της σύγχρονης κοινωνίας και της ζωής που φεύγει και χάνεται με τις πρώτες νιφάδες του χιονιού...
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.