της Ιωάννας Μπλάτσου
Τα τελευταία καλοκαίρια, η απώλεια της ηρεμίας της φράσης «θερινή ραστώνη» μέσα από τη σφοδρότητα τρομοκρατικών, οικονομικών και παρ’ ολίγον πραξικοπηματικών χτυπημάτων μέσα στον ευρωπαϊκό μας οίκο, καθώς και η παραδοχή ότι πλέον ζούμε σε έναν καθόλου γενναίο, αλλά κατακερματισμένο, βίαιο, νέο κόσμο (για να παραφράσω τον τίτλο του βιβλίου του Άλντους Χάξλεϊ) που ψάχνει αποσυντονισμένος να βρει τον νέο του πυρήνα, τη νέα του ταυτότητα, αποτυπώνεται πια και στις παραστατικές τέχνες.
Η παλλόμενη (για να χρησιμοποιήσω ένα επίθετο που συνδέθηκε λαϊκίστικα με το μεγάλο έργο του Γιαν Φαμπρ για να το γελοιοποιήσει) σκηνοθετική ασυναρτησία κάνει παρέλαση στις ελληνικές φεστιβαλικές και μη σκηνές και το κοινό παρακολουθεί αμήχανο, προβληματισμένο, ενίοτε, όμως, και εντυπωσιασμένο από το «καινοτόμον» της καλλιτεχνικής πρότασης. Τα πάντα, βέβαια, είναι θέμα παιδείας, και εάν κάτι είναι πασιφανές πάνω στη σκηνή, αλλά και κάτω στην πλατεία, είναι η μορφωτική μας ένδεια αλλά και η αισθητική μας διολίσθηση, χωρίς κανένα κριτήριο, στο trend της εποχής «anything goes».
Μετά, λοιπόν, από μία σειρά πολύ κακών παραστάσεων, ελληνικών ως επί το πλείστον, στο Φεστιβάλ Αθηνών, ευτυχώς ήρθε ενδιαμέσως, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, το εκ Βρετανίας ζωντανά αναμεταδιδόμενο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», από τη σκηνή του Garrick Theatre, σε σκηνοθεσία Κένεθ Μπράνα και Ρομπ Άσφορντ.
Το επίτευγμα του έμπειρου σαιξπηρικού ηθοποιού και σκηνοθέτη Κένεθ Μπράνα, ο οποίος τριάντα χρόνια πριν είχε πάλι σκηνοθετήσει αλλά και παίξει στο ίδιο έργο, και του συνεργάτη του Ρομπ Άσφορντ είναι ότι, ακριβώς επειδή παρέμειναν απόλυτα πιστοί στο ελισαβετιανό έργο που γράφτηκε μεταξύ 1591 και 1595, επέτυχαν η αισθητική τους προσέγγιση –με δανεισμούς από την «Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελλίνι αλλά και το «Eyes Wide Shut» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ- να μην μοιάζει «σα μια ξένη, φορτική». Ακόμα και όταν έγιναν πιο τολμηροί, στη σκηνή του χορού στο σπίτι των Καπουλέτων, η οποία θύμιζε έντονα club scene της δεκαετίας του ’90 με μία δόση sexiness από το video clip της Madonna «Justify my love», ακόμα και εκεί άστραφτε η ιδιοφυής αίσθηση του μέτρου αλλά και η γνώση του ελισαβετιανού etiquette που διαφύλαττε την παράσταση από γκροτέσκες ακρότητες και εντυπωσιοθηρικούς σκηνοθετισμούς. Ο Μπράνα και ο Άσφορντ αφηγήθηκαν την πολυθρύλητη ιστορία των δύο τραγικών νεαρών εραστών αναδεικνύοντας αβίαστα την κωμική αλλά και σκανδαλιάρικη διάσταση του σαιξπηρικού κειμένου.
Επίσης, το μεγάλο στοίχημα των κόντρα διανομών, με γυναίκες ηθοποιούς να υποδύονται αντρικούς ρόλους και αποκορύφωμα την ανάθεση του ρόλου του Μερκούτιου -συνομήλικου φίλου του νεαρού Ρωμαίου- στον ηλικιωμένο Σερ Ντέρεκ Τζάκομπι κερδήθηκε πανηγυρικά. Καθόλου δεν σκεφτόταν ο θεατής την κόντρα ηλικία του πολυβραβευμένου και καταξιωμένου βρετανού ηθοποιού όταν παιχνίδιζε και φιοριτούριζε πάνω στη σκηνή με πολυζήλευτη ερμηνευτική κομψότητα και ευλυγισία δίνοντας μαθήματα υψηλής σαιξπηρικής υποκριτικής σε όλο το καστ και κυρίως στον Ρίτσαρντ Μάντεν (Ρωμαίος), ο οποίος δεν μπορούσε να κρύψει τον θαυμασμό του όταν έπαιζε απέναντί του και φρόντιζε να είναι αντάξιος του μεγάλου Master της βρετανικής σκηνής.
Ο Ρίτσαρντ Μάντεν (ο Ρομπ Σταρκ του «Game of Thrones»), ενώ στην αρχή φαινόταν να είναι κάπως επίπεδος στην απόδοση του ρόλου του, στη συνέχεια «ζεστάθηκε» και άφησε τη φυσική γοητεία του να πάρει το πάνω χέρι στον νεανικό του παράφορο ρόλο. Ειδικά στη σκηνή του μπαλκονιού, η χημεία του με τη Λίλυ Τζέημς (η Λαίδη Ρόουζ του «Downton Abbey») ήταν παραπάνω από εμφανής. Και οι δυο τους άστραφταν σαν ερωτευμένα σχολιαρόπαιδα με τον Μπράνα και τον Άσφορντ να σκηνοθετούν το undertext της συγκεκριμένης σκηνής, το ερωτικό παιχνίδι, τις αμφιβολίες, τη βιασύνη, την τρέλα της νεότητάς τους. Δίπλα τους, η Μίρα Σίαλ έκλεψε την παράσταση ως μπριόζα και σπιρτόζα Παραμάνα.
Η παράσταση θα παίζεται στο Λονδίνο, στο Garrick Theatre, έως τις 13 Αυγούστου.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.