«Το πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη στο Εθνικό Θέατρο

  •  Συντάκτης: Μπλάτσου Ιωάννα
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 17/05/2016

της Ιωάννας Μπλάτσου

Στο θέατρο –συχνά- η απειρία η σκηνοθετική καμουφλάρεται με τερτίπια. Τερτίπια προφανή, πρόχειρα, εύκολα τα οποία προδίδουν, άμα τη εφαρμογή τους, την ίδια τη φύση τους, το έργο, τον σκηνοθέτη. Τερτίπια-ενδείξεις καλλιτεχνικής ανασφάλειας ή/και οίησης ταυτόχρονα, τα οποία θολώνουν το κείμενο και ενίοτε το ακυρώνουν. Ακυρώνοντας, όμως, την κειμενική βάση, δεν υπάρχει στέρεο παραστατικό οικοδόμημα. Η παράσταση παραπαίει, ζαλίζεται και ζαλίζει τους θεατές. Σε αυτή την παγίδα της σκηνοθετικής «καινοτομίας» και «εφευρετικότητας» πέφτουν πλείστες όσες θεατρικές παραγωγές –πώς όχι άλλωστε όταν δεν υπάρχουν στην Ελλάδα κρατικές σχολές σκηνοθεσίας ή εξειδικευμένα τμήματα σκηνοθετικών σπουδών στα ακαδημαϊκά μας ιδρύματα. Γιατί, πώς να το κάνουμε, ο σκηνοθέτης έχει την απόλυτη, συνολική ευθύνη για μία θεατρική παράσταση. Ο ηθοποιός φέρει την ευθύνη του ρόλου του μόνον, αλλά και εκεί ακόμα υπεισέρχεται ο παράγοντας της σκηνοθετικής καθοδήγησης.

 

Το «Πανηγύρι» του Δημήτρη Κεχαΐδη, το οποίο έχει ανεβεί στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Θανάση Παπαγεωργίου, είναι μια ευτυχής στιγμή του ελληνικού θεάτρου, καθώς ο αυτονόητος σεβασμός στο κείμενο – πρακτική η οποία δυστυχώς δεν είναι κοινός τόπος στο ευρύτερο ελληνικό θεατρικό τοπίο- αποδίδει τα μέγιστα. Η εγνωσμένη σκηνική εμπειρία και καλλιτεχνική σεμνότητα του Θανάση Παπαγεωργίου, η αυταπόδεικτη προσήλωσή του στο έξοχο κείμενο του Κεχαΐδη, αλλά και η μαστόρικη καθοδήγηση ηθοποιών και λοιπών συντελεστών φέρνει –κυριολεκτικά - δάκρυα συγκίνησης στα μάτια των θεατών.

 

Γιατί, ειλικρινά, έχω κουραστεί να διαβάζω όλες αυτές τις υπερφίαλες δηλώσεις καλλιτεχνών περί «τέχνης που σου μετακινεί το κέντρο της ζωής σου» και στην πράξη, στις παραστάσεις τους, το μόνο που βλέπω να (μετα)κινείται πάνω στη σκηνή να είναι η αυθαιρεσία της εκκωφαντικής αμάθειάς τους. Στο «Πανηγύρι» του Θανάση Παπαγεωργίου υπάρχει σπουδή και έγνοια πίσω από την παραμικρή λεπτομέρεια: Στο πράσινο με λευκά πουά και κολλαριστό γιακά φορεματάκι που φοράει το Χνούδι, η 14χρονη κόρη του Παπλωματά, τονίζοντας την παιδικότητά της κόντρα στις βουλές της μητέρας της να την παντρέψει με τον καλοβαλμένο οικονομικά 36χρονο Φραγκοράφτη (κοστούμια Λέα Κούση). Στο έξοχο μακιγιάζ που μεταμορφώνει κυριολεκτικά τον Δημήτρη Παπανικολάου, προσδίδοντάς του την ταλαιπωρία και την ήττα των επιπλέον, της πραγματικής του ηλικίας, δεκαετιών που βαραίνουν τον Νάτσινα, τον ρόλο που υποδύεται. Στις μελαγχολικές μουσικές συνθέσεις του Δημήτρη Μαραμή, οι οποίες παραπέμπουν συνειρμικά στον σπουδαίο Χατζιδάκι και στη δεκαετία του ’60 –ο Κεχαΐδης έγραψε το «Πανηγύρι» το 1962. Στο γεμάτο παπλώματα σκηνικό του Γιώργου Πάτσα, το οποίο ορίζει το πεδίο δράσης του «τεμπέλη και άχρηστου» Παπλωματά, δηλαδή το παράπηγμα-σπίτι του κάτω από τα δέντρα, καθώς ο έξω κόσμος, το σύνηθες πεδίο δράσης των ανδρών, παραμένει σημείο αναφοράς της προσωπικής και Ελλαδικής ήττας στη Μικρά Ασία (ο Παπλωματάς ή Στρατηλάτης ήταν στρατιώτης κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία). Στους φωτισμούς του ίδιου του Παπαγεωργίου οι οποίοι, στο τέλος της παράστασης, παίζουν υποδειγματικά με τις σκιές των αναμνήσεων των μεγάλων απόντων που στοιχειώνουν τη ζωή του Παπλωματά. Τέλος, στις ίδιες τις ερμηνείες των ηθοποιών, στις σχεσιοδυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ των χαρακτήρων στο έργο του Κεχαΐδη και μεταφέρονται ατόφιες πάνω στη σκηνή.

 

Ποτέ δεν έχω δει καλύτερο πάνω στη σκηνή τον Κώστα Τριανταφυλλόπουλο (Παπλωματά), ο οποίος φέρει στην τοποθέτηση του σώματός του, στην κίνηση και στην άρθρωσή του την αλήθεια και το βάρος της φράσης του χαρακτήρα του: «Τα χρόνια πέρασαν από πάνω μου σαν αγριοβούβαλα». Δίπλα του, συγκινεί η Εύα Καμινάρη (Δέσποινα, σύζυγος Παπλωματά) ως ακάματος πυλώνας της οικογένειας που κάνει τα πάντα για την επιβίωση –θυσιάζει ακόμα και το λατρεμένο της κορίτσι, το Χνούδι, στον βωμό ενός πλούσιου γάμου. Αποκάλυψη η 24χρονη Αναστασία Κονίδη (Χνούδι) –καιρό είχα να δω τέτοιο πηγαίο, φυσικό ταλέντο. Ομοίως, και ο Λάμπρος Κτεναβός (Γιος) εντυπωσιάζει με την ακριβή στοχοπροσήλωσή του –παρότι έχει υιοθετήσει την τοπική Λαρισαϊκή ντοπιολαλιά, η μέθοδός του θυμίζει βρετανική σχολή, ταιριάζοντας εξαιρετικά με την πάντα μινιμαλιστικών ερμηνευτικών επιλογών αξιοπρόσεκτη Κόρα Καρβούνη (Νύφη, σύζυγος Γιου). Στο ίδιο επίπεδο αψεγάδιαστων ερμηνειών ο Δημήτρης Παπανικολάου (Νάτσινας), η Μαρία Μαυρομματάκη (Γιαγιά) και ο Κώστας Βελέντζας (Φραγκοράφτης). Παρά τους μικρούς τους ρόλους, εξίσου σωστοί και οι Βασίλης Μαγουλιώτης (Φαντάρος Α), Νικόλας Μακρής (Φαντάρος Β).                    

                       

Εν κατακλείδι, χαίρομαι που το Εθνικό Θέατρο, με πρωτοβουλία του απερχόμενου διευθυντή Σωτήρη Χατζάκη, επανέφερε στη σκηνή του τον σκηνοθέτη Θανάση Παπαγεωργίου μετά από 21 χρόνια (η τελευταία του σκηνοθεσία ήταν το «Παραμύθι χωρίς όνομα» το 1995, ενώ είχαν προηγηθεί «Λίγο πριν, λίγο μετά» το 1983, «Οι μπουλουκτσήδες» το 1985 και «Μαχαίρι στο κόκκαλο» το 1990). Το «Πανηγύρι» του Θανάση Παπαγεωργίου μαζί με το «Γήρας – Ένα χωρικό» της Γεωργίας Μαυραγάνη ήταν με διαφορά οι παραγωγές που φέτος ξεχώρισαν και κόσμησαν την πρώτη κρατική μας σκηνή (επιφυλάσσομαι για τους «Ξένους» του Σέρτζι Μπελμπέλ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη που δεν έχω δει ακόμα). Φαντάζομαι ότι ο προγραμματισμός της επόμενης σεζόν του Στάθη Λιβαθινού θα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν την καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία της παράστασης του Παπαγεωργίου, παρά τις θεσμικές τους διαφορές.