«Άγριος σπόρος» του Γιάννη Τσίρου στο ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΩ

  •  Συντάκτης: Μπλάτσου Ιωάννα
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 26/04/2016

της Ιωάννας Μπλάτσου

Ήχος κυμάτων που παφλάζουν ήρεμα στην ακρογιαλιά. Παραλία Αμμούδι (Κρήτη, Σαντορίνη, Ζάκυνθος και αλλού). Διακόπτονται από κάποιες έντονες νότες τσαμπούνας (Κυκλάδες) ή γκάιντας (ηπειρωτική Ελλάδα). Προβολή βίντεο. Ένας άντρας περιγράφει πώς σφάζει ένα γουρούνι. Με λεπτομέρειες. Ανοίγει η αυλαία. Μια παραθαλάσσια αυτοσχέδια καντίνα. Μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε στον ελληνικό αιγιαλό. Από το φορητό CD player ακούγεται «Το παράπονο του ξενιτεμένου» («Σαν απόκληρος γυρίζω») του Βασίλη Τσιτσάνη. Τραγουδά η Σωτηρία Μπέλλου. Ο Σταύρος (Τάκης Σπυριδάκης) με την κόρη του Χαρούλα (Ντάνη Γιαννακοπούλου) στήνουν την –χωρίς άδεια λειτουργίας- καντίνα τους για να βγάλουν το μεροκάματο. Ο Σταύρος τραγουδά μαζί με την Μπέλλου τον «Απόκληρο». «Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά/ περιπλανώμενος, δυστυχισμένος/ μακριά από της μάνας μου την αγκαλιά». Σε λίγο, έρχεται ο Τάκης (Ηλίας Βαλάσης), φίλος του Σταύρου και αστυνομικός. Τους ενημερώνει ότι έχει εξαφανιστεί ένας νεαρός Γερμανός τουρίστας από την παραλία και έχουν αρχίσει έρευνες για τον εντοπισμό του. Παίρνει κατάθεση από τον Σταύρο και τη Χαρούλα.

 

Το έργο του Γιάννη Τσίρου «Άγριος σπόρος», το οποίο είχε παιχτεί και την άνοιξη του 2014 για είκοσι παραστάσεις στο Ακροπόλ, έχει πολύ σαφείς σκηνικές οδηγίες, πολύ σφιχτή δομή, πολύ ξεκάθαρα σκιαγραφημένους χαρακτήρες –τρεις πάνω στη σκηνή και αρκετούς αθέατους, των οποίων όμως η δράση καθορίζει τις αντιδράσεις των τριών, ενώ ταυτόχρονα πυροδοτεί και την εξέλιξη της πλοκής. Και οι δύο παραγωγές, και αυτή του 2014 σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη στον ρόλο του Σταύρου και η τωρινή σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη, έχουν ακολουθήσει πιστά το κείμενο, χωρίς αχρείαστους σκηνοθετισμούς, αφήνοντας τον σκληρό ρεαλισμό των καταστάσεων να καθηλώσει στον θεατή. Κυρίως, όμως, ο Γκραουζίνις και η Σκότη έχουν επιλέξει εξαιρετικούς ηθοποιούς στον κεντρικό ρόλο του Σταύρου, τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και τον Τάκη Σπυριδάκη αντίστοιχα, οι οποίοι αποκαλύπτουν μαστόρικα το ανάδελφον της ελληνικής ράτσας, μέσα από τις αντιφάσεις του βίου τους.

 

Μέσα από τη δομική πρόφαση του αστυνομικού θρίλερ, το οποίο ως λογοτεχνικό είδος εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα στη Μ. Βρετανία και τη Γαλλία (ένα κλειστό κοινωνικό πλαίσιο, μια εξαφάνιση προς εξιχνίαση, η απαραίτητη έρευνα διαλεύκανσης του μυστηρίου, υπόνοιες κακουργηματικών πράξεων, σασπένς, ανατροπές, αμφισημία κινήτρων), ο Γιάννης Τσίρος εστιάζει σε εγνωσμένες κοινωνικές παθογένειες αυτού του τόπου από τη Μεταπολίτευση και μετά (πολιτικό σύστημα που στηρίζεται σε πελατειακές σχέσεις, ρουσφέτια, αυθαιρεσίες και παρανομίες με πρόσχημα την επιβίωση, διερρηγμένος κοινωνικός ιστός ως αποτέλεσμα της μη εφαρμογής και επιβολής του νόμου). «Με τα ψέματα ζούμε. Αν λέγαμε την αλήθεια, θα είχαμε αφανιστεί», λέει κάποια στιγμή ο Σταύρος στην κόρη του. Επίσης, εδώ ο συγγραφέας, γνωστός στους θεατρόφιλους από το μεγάλης απήχησης έργο του «Αόρατη Όλγα», επενδύει σε μία εύστροφη μετατόπιση του κεντρικού άξονα αφήγησης και δραματουργικής εστίασης. Στον «Άγριο σπόρο», το κεντρικό ορατό πρόσωπο δεν είναι ο ντέτεκτιβ-αστυνομικός που διερευνά την υπόθεση, όπως απαράλλακτα συμβαίνει σε κάθε αστυνομικό αφήγημα που σέβεται τις βασικές παραμέτρους του λογοτεχνικού είδους που υπηρετεί, αλλά ένας φτωχοδιάβολος που παλεύει καθημερινά για την επιβίωση, κυρίως με αθέμιτα μέσα, αλλά με καλές προθέσεις. Ο «άγριος σπόρος» του είναι «ανθεκτικός» και φύεται παντού, σε ολάκερη την ελλαδική επικράτεια. «Χιλιάδες προσπαθήσανε να τόνε ξεριζώσουν, μα σα τόνε ξερίζωναν, σκόρπιζαν χίλιοι σπόροι. Μια ακρογιαλιά είν’ όλη η χώρα. Παντού φυτρώνουμε» λέει στον συγκλονιστικό τελικό του μονόλογο ο Σταύρος του Τάκη Σπυριδάκη.

 

Γιατί, ναι, ο έτερος πρωταγωνιστής της παράστασης, εκτός από το έξοχο κείμενο του Γιάννη Τσίρου –κατ’ εμέ, ένας εξαιρετικά αξιόλογος Έλληνας θεατρικός συγγραφέας της τελευταίας δεκαετίας- είναι αυτή η συγκλονιστική φυσιογνωμία που ονομάζεται Τάκης Σπυριδάκης. Είτε παίζει στον κινηματογράφο («Γλυκιά συμμορία», «Λούφα και παραλλαγή», «Μαύρο γάλα») είτε σε τηλεοπτικά σποτ είτε στο θέατρο επιβάλλεται στον θεατή άμα τη εμφανίσει. Ναι, έχει μανιέρα, όπως όλοι οι μεγάλοι ερμηνευτές παγκοσμίως, μέσα από την οποία επεξεργάζεται και διαμορφώνει κάθε ρόλο του, μέχρι που πια γίνεται δικός του, κύτταρο από την κυτταρική του σύνθεση. Είναι πηγαία αυθεντικός, μέσα από μια σπάνια πια ερμηνευτική αθωότητα. Με τον Σταύρο του με έκανε να πονέσω βαθιά με τα αθεράπευτα χαΐρια της ράτσας μας, αλλά και να ανασάνω με την τόσο συγκινητική έλλειψη «στρατηγικής επιβίωσης». Σε μία κοινωνική και οικονομική συνθήκη, όπου κόρακας κοράκου μάτι βγάζει, ο Σταύρος του Τάκη Σπυριδάκη μπορεί να μην έχει την επόμενη μέρα ούτε καντίνα, γιατί θα του την κατεδαφίσει η μπουλντόζα, ούτε χοιροστάσιο, γιατί θα του το κλείσει η Υγειονομική Υπηρεσία, αλλά μπορεί να κερνά ακόμα τους φίλους του ένα ούζο και να τραγουδά με μια τσεχοφική, θαρρείς, χαρμολύπη.

 

Δίπλα στον Τάκη Σπυριδάκη στέκεται επάξια και με αξιοζήλευτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων ο Ηλίας Βαλάσης (Τάκης, Αστυνομικός). Αρχικά, σχεδόν αφελής και χαλαρός αλλά με την προσφιλή μαγκιά του επαρχιώτη αστυνομικού, στη συνέχεια, πιο αυστηρός και «υπηρεσιακός» και στο τέλος, στιβαρά άκαμπτος, ένα όργανο εξουσίας που επιβάλλει την τάξη, αντλώντας την προσωπική του ταυτότητα μέσα από την επαγγελματική του επιλογή. Η Ντάνη Γιαννακοπούλου (Χαρούλα) αρχίζει να εγκλιματίζεται ερμηνευτικά όσο βαθαίνει η έρευνα για τον νεαρό Γερμανό που έχει εξαφανισθεί μυστηριωδώς από την παραλία και κορυφώνεται η αμφισημία των προθέσεων των εμπλεκομένων στην υπόθεση.