Τα ωραία χέρια μας του Ευθύμη Φιλίππου σε σκηνοθεσία Έφης Μπίρμπα στο θέατρο Ροές

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 19/01/2016

Ανακαινισμένο, με ωραία αισθητική το θέατρο Ροές στεγάζει ήδη από πέρσι το Res Ratio Network ένα δίκτυο καλλιτεχνών με κοινή αφετηρία την έρευνα στις παραστατικές τέχνες και τη θεατρική γραφή, ιδρυτικά μέλη του οποίου είναι ο ηθοποιός Άρης Σερβετάλης, η σκηνοθέτις Έφη Μπίρμπα, η συνεργάτιδά της Μιχαήλα Πλιαπλιά, ο παραγωγός Νίκος Ηλίας. Μετά την περσινή τους κατά γενική ομολογία επιτυχημένη δοκιμή με τον Σωσία φέτος παρουσιάζουν μια βιωματική εργασία πάνω στον θάνατο, το πένθος αλλά και την επιταγή της συνέχειας και του θριάμβου της ζωής, με τίτλο Τα ωραία χέρια μας.

Ο θάνατος όπως περιγράφεται από τον Σωκράτη στην Απολογία είναι ένα από τα δύο: ή το τίποτα όπου ό πεθαμένος πια τίποτα δεν αισθάνεται (σαν ένας ύπνος δίχως όνειρα) ή μια μετάβαση της ψυχής από τον κόσμο αυτόν σε άλλον τόπο. Η άγνωστη συνέχεια, το άδηλο της μόνης βεβαιότητας της ζωής, δηλαδή ο θάνατος είναι η αφορμή για την παράσταση που έστησε η Έφη Μπίρμπα, υποκινημένη όπως αναφέρεται σε συνεντεύξεις και σε σημειώματα της από μια βιωματική της εμπειρία.

Με την είσοδο των θεατών στο θέατρο οι ηθοποιοί έχουν ξεκινήσει ένα είδος προθέρμανσης. Ορατοί μέσα από ένα άνοιγμα του τοίχου που «κλείνει» την πρόσοψη της σκηνής, τους παρακολουθούμε να τρέχουν απ’ άκρη σε άκρη, φωνάζοντας ονόματα και ημερομηνίες, διαδρομές, ζωές ανθρώπων που πέρασαν πια σε άλλη σφαίρα ύπαρξης.

Ο τοίχος αυτός κινείται στη συνέχεια προς τα πίσω για να μας επιτρέψει να «εισβάλουμε». Το ελλειπτικό κείμενο του Ευθύμη Φιλίππου (κείμενο που διαμορφώθηκε στη διάρκεια των δοκιμών της παράστασης), ποιητικό, τρυφερό, με ένα υπαρξιακό ρίγος, σαν ξόρκι και προσευχή συνάμα, σε κάνει μέτοχο στο λειτουργικό δρώμενο που εξελίσσεται μπροστά σου. Λειτουργεί σαν μία αφορμή για διάδραση, -ένας βουβός διάλογος μεταξύ σκηνής και πλατείας-, των σπαραγμάτων πράξεων, των συναισθημάτων και των σκέψεων, των παρηγορητικών παραδόσεων, της μεταφυσικής αγωνίας και της ελπίδας για τη μετά θάνατον ζωή, σε ένα ονειρικό – εφιαλτικό περιβάλλον. Εικόνες από την περιοχή της μνήμης, η κατανυκτική διάσταση μιας τελετουργίας αποχαιρετισμού, οι συμπεριφορές που επιβάλλει και η καθαρτήρια λειτουργία της εντός μας. Ψυχές που αποκόπτονται από το σώμα τους, οι διαδρομές τους και η αναμονή τους για αυτό που θα ακολουθήσει. Η ανθρώπινη ύπαρξη γεμάτη ρήγματα, μια αλληλουχία στιγμών και πραγματικοτήτων. Επί σκηνής παλλόμενα σώματα και συμβολικά αντικείμενα. Μαλλιά, σιτάρι, παπούτσια, σανίδες. Η παράσταση λειτουργεί σαν ένα εξόδιο άσμα που επιχειρεί να επιτελέσει τον πολυπόθητο συμβιβασμό του ανθρώπου με το άγνωστο «μετά», μια τελετουργία μετάβασης και κάθαρσης.

Η σκηνοθέτις Έφη Μπίρμπα επέλεξε να εργαστεί με τους ηθοποιούς της αντιμετωπίζοντας τους ως ένα σύνολο, ένα ensemble στο χορικό αυτό για τον θάνατο. Οι έξι ηθοποιοί – Ιπποκράτης Δελβερούδης, Νίκος Καμόντος, Ελένη Μολέσκη, Ευαγγελία Ράντου, Άρης Σερβετάλης, Αχιλλέας Χαρίσκος – μετέχουν από κοινού και ισάξια στο μυσταγωγικό αυτό δρώμενο. Είναι δύσκολο, και άδικο, να ξεχωρίσεις κάποιον, καθώς αποτελούν ένα πολύ καλά οργανωμένο Χορό, ένα μετρημένο σύνολο εντυπωσιακής τεχνικής και ακρίβειας, με εκφραστική σωματική δεινότητα. Το αποτέλεσμα είναι μια ατμοσφαιρική και υποβλητική περφόμανς με έντονα στοχεία χοροθεάτρου, με ορισμένες εξαιρετικές στιγμές όπως η πτώση των σωμάτων των δύο κοριτσιών, που όμως σε κάποια σημεία ένα σφίξιμο θα την οφελούσε καθώς η επαναληπτικότητα γίνεται κάποτε υπερβολική. Οφείλω να αναφερθώ στο εντυπωσιακό καλλιτεχνικό ήθος του Σερβετάλη που παρά το γεγονός πως βρίσκεται σε μία πολύ καλή δημιουργικά στιγμή και με μεγάλη αναγνωρισιμότητα επιλέγει να υπηρετήσει με τον πιο ουσιαστικό και ολοκληρωτικό τρόπο μια παράσταση συνόλου.

Η σκηνοθέτις Έφη Μπίρμπα επιμελήθηκε επίσης τον σκηνικό χώρο που παραπέμπει υπαινικτικά στον ψυχρό χώρο του νεκροθάλαμου αλλά και τα δωρικά κοστούμια, -μαύρα κοστούμια και φορέματα-, που παραπέμπουν ευθέως στο πένθος. Με τον τρόπο αυτό διατηρεί και τον απόλυτο έλεγχο στην εικαστική της σύλληψη.

Εξαιρετικός ο ηχητικός σχεδιασμός του Coti K., του ιδιαίτερου αυτού μουσικού που με τους ήχους του μας έχει και στο παρελθόν συχνά πυκνά μαγέψει. Αυτή τη φορά οι ήχοι του λειτουργούν σαν μυστικοί κωδικοί ανάμεσα σε δύο κόσμους, ήχοι της παρηγοριάς και του φόβου μπροστά στο άγνωστο, μα και ήχοι μιας εκκωφαντικής σιγής από την άλλη πλευρά. Οι λέξεις πατούσαν επάνω τους αποκτώντας ειδικό βάρος με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και η κίνηση των ηθοποιών.

Ο σκοτεινός φωτιστικός σχεδιασμός του Θύμιου Μπακατάκη – με μια υπερβολική ίσως χρήση του απόλυτου σκοταδιού- υπήρξε ικανοποιητικός, εναρμονισμένος με το σύνολο της παράστασης.