Είναι φανερό, πριν ακόμα ανοίξουν τα φώτα της σκηνής, από την ανάγνωση των σημειωμάτων του συγγραφέα του «καγκουρώ» Βασίλη Κατσικονούρη και του σκηνοθέτη Δημήτρη Μυλωνά στο πρόγραμμα της παράστασης, ότι οι στοχεύσεις των δύο δημιουργών διαφέρουν. Ο μεν Κατσικονούρης εστιάζει στο σάλτο μορτάλε («Εκεί, όπως δίνεις το σάλτο, σε βρίσκει η σφαίρα˙ στον αέρα. […] Η εκτόξευση και η καμπύλη, το πέταγμα στον αέρα θα μέτραγε. Ούτε καν πού θα προσγειωνόσουν»), ο δε Μυλωνάς στο στριμωξίδι («Μέσα σε μόλις 25 τετραγωνικά, οι χώροι δράσεις στριμώχνονται. Η σκηνή, μικρή ‘ορχήστρα’ μιας ‘μικρής’ τραγωδίας, με ήρωες πρόσωπα που παλεύουν να γίνουν πρωταγωνιστές της ζωής τους»).
Όταν πια ξεκινά και εξελίσσεται η παράσταση, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι μπροστά σου εκτυλίσσονται δύο παράλληλα σύμπαντα, τα οποία όχι μόνο ποτέ δεν τέμνονται, αλλά και συγκρούονται άκομψα, κακόφωνα: εκείνο του συγγραφέα και αυτό του σκηνοθέτη.
Το 15λεπτο του σκηνοθετικού μετεωρισμού
Γνωρίζοντας την αδρή, δωρική γραφή του Βασίλη Κατσικονούρη, αμέσως απορεί κανείς για αυτό το χαμένο, μες στη σκηνοθετική αμηχανία, εναρκτήριο 15λεπτο της παράστασης, κατά το οποίο δεν αρθρώνεται κουβέντα από τους ηθοποιούς, ενώ παράλληλα οι ίδιοι αναλώνονται σε σπασμωδικές κινήσεις και αναίτιους θεατρινισμούς, σύμφωνα πάντα με τη σκηνοθετική καθοδήγηση. Ναι, δεκαπέντε λεπτά άχρηστα, κενά, εκνευριστικά και το αφετηριακό σκηνοθετικό αξίωμα της οικονομίας του σκηνικού χρόνου πεταμένο επιπόλαια στον κάλαθο των θεατρικών αχρήστων.
Τα σκηνογραφικά προβλήματα
Όμως, δυστυχώς, τα προβλήματα της παράστασης του Δημήτρη Μυλωνά δεν σταματούν εδώ. Την προβληματική σκυτάλη παίρνει η «στριμωγμένη» έμπνευση του σκηνικού της Δήμητρας Λιάκουρα, που ωθεί τους ηθοποιούς να παίζουν ο ένας πάνω στον άλλον ενώνοντας σε μία ενιαία –ασφυκτική- σκηνογραφική σύλληψη, με πολλές λεπτομέρειες, το σπίτι του Δημήτρη (πατέρα) και του Ορφέα (γιου), τη φυλακή ή το δικαστήριο όπου καταθέτει σε ανακριτή ο Μπούτσερ ή Κέρβερος την αιματηρή πράξη του, τον λόφο του Λυκαβηττού όπου καταφεύγουν συχνά ο Ορφέας με τη φίλη του Μαρίνα και το αεροδρόμιο από όπου είναι να αναχωρήσουν για την Αυστραλία ο Ορφέας και ο θείος του Τάκης. Και όλο αυτό, όταν στο κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη ο εκάστοτε σκηνικός χώρος ορίζεται λιτά, μέσα από εναλλαγές φωτισμών (fade in / fade out) και χωρίς καμία περιγραφή σκηνικών αντικειμένων, σαν η σκηνική αφήγηση να προσδιορίζει κάθε φορά τον χώρο δράσης. Επίσης, τι άκομψη αυτή η ιδέα να τοποθετηθεί ο Κέρβερος/Μπούτσερ, αυτός ο ερεβώδης άγγελος θανάτου, σε μια τουαλέτα! Κόντρα σε κάθε συγγραφική οδηγία! Ειλικρινά, αν δεν ήταν ο Μελέτης Ηλίας και το κατακτημένο σκηνικό του κύρος, ο ρόλος, έτσι όπως είναι στημένος σκηνοθετικά, θα ήταν για γέλια.
Οι ερμηνείες
Αναφέροντας τον Μελέτη Ηλία, ερχόμαστε στο ευχάριστο κομμάτι αυτής της παράστασης, σε κάποιες εξαιρετικές ερμηνείες, οι οποίες δίνουν σοβαρό άλλοθι θεατρικότητας σε αυτό το άστοχο και αστόχαστο σκηνοθετικό και σκηνογραφικό διακύβευμα. Ναι, ο Μελέτης Ηλίας ως Κέρβερος/Μπούτσερ λάμπει ερμηνευτικά σαν μαύρο διαμάντι, θυμίζοντας έντονα τον Ρόμπερτ ντε Νίρο σε θυελλώδεις ρόλους του («Ταξιτζής», «Οργισμένο είδωλο», «Ελαφοκυνηγός», «Δαιμονισμένος Άγγελος»).
Ο Χρήστος Σαπουντζής ως Δημήτρης φέρει τον ουμανισμό, την αξιοπρέπεια και την πεισματική πίστη στην ιδεολογία της αυταξίας και την ηθική της καρτερικότητας, ακολουθώντας έξυπνα, μαστόρικα και εντέλει βαθιά συγκινητικά τη συγγραφική κατεύθυνση του Κατσικονούρη.
Εντυπωσιακός μέσα στη λιτή ερμηνευτική του προσέγγιση και ο Σπύρος Τσεκούρας, ως Τάκης, αδερφός του Δημήτρη, που έχει μεταναστεύσει στην Αυστραλία και έχει μεταλλαχθεί σε αυτό το ειδεχθές μόρφωμα του Ελληναρά που δεν ορρωδεί προ ουδενός προκειμένου να κάνει τον χαβαλέ του («Μεγάλες εκτάσεις. Πληρώνεις, μπαίνεις και κυνηγάς ό,τι γουστάρεις. Μέχρι και καγκουρό. Απαγορεύεται βέβαια… Αλλά εμείς τα χτυπάμε και αυτά. […] Μετά, για να μη σε πιάσουνε, πρέπει να το κόψεις σε κομμάτια, σε φέτες όπως είναι, ζεστό ακόμα, χωρίς να το γδάρεις. Φορτώνεις στο πορτ μπαγκάζ και βγαίνεις. Δε σε ελέγχουνε»).
Καλή επιλογή ο Γιώργος Παπαπαύλου ως ο αδιέξοδα θυμωμένος γιος του Δημήτρη, Ορφέας, αλλά θεωρώ ότι παραήταν, σε σημεία, περιγραφικός και ανάλαφρος κινησιολογικά σε σχέση με το ψυχικό βάρος του ρόλου του.
Τέλος, η Μαρίνα της Λένας Δροσάκη διατηρεί τη γνωστή σκηνική φωτογένεια της ηθοποιού, αλλά εδώ θαμπώνει συχνά, καθώς έχει αφεθεί στην ατυχή καθοδήγηση του σκηνοθέτη της.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.