Στο πλαίσιο του αφιερώματος «Η Επιστροφή του Διονύσου», το οποίο πραγματοποιήθηκε από τις 5 έως τις 8 Ιουλίου στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών προς τιμήν του Θεόδωρου Τερζόπουλου, πραγματοποιήθηκε η παράσταση «Τρωάδες» του Ευριπίδη, στο Αρχαίο Θέατρο Δελφών, σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου.
Οι παραστάσεις του διεθνούς Έλληνα σκηνοθέτη είναι ουσιαστικά εικαστικές εγκαταστάσεις οι οποίες ζωντανεύουν μέσα από αυστηρά γεωμετρικές, κονστρουκτιβιστικές κινησιολογικές διατάξεις και φόρμες, όπου μέσα από την τελετουργία της κίνησης και την ενεργοποίηση των ενεργειακών ζωνών του σώματος των ηθοποιών δια της συστηματικής, εστιασμένης διαδοχής αναπνοών διερευνάται η μεγάλη θεματική οντολογική κλίμακα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.
Οι «Τρωάδες» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Θεόδωρου Τερζόπουλου, οι οποίες παρουσιάστηκαν πέρσι για πρώτη φορά στην Πάφο της Κύπρου στο πλαίσιο «Πάφος, Πολιτιστική Πρωτεύουσα 2017», φέτος παρουσιάστηκαν τιμητικά στο Αρχαίο Θέατρο Δελφών στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Έτους Πολιτιστικής Κληρονομιάς 2018. Μια πραγματικά σπάνια αρχαιολογική-θεατρική-εικαστική εμπειρία, καθώς προτού ξεκινήσει το δρώμενο της αφήγησης των δεινών της Εκάβης και του βασιλικού οίκου της στη μικρή ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου στις 7.00 το απόγευμα, ο θεατής είχε τη δυνατότητα να περιηγηθεί στον Θησαυρό των Αθηναίων, στον Βωμό των Χίων, στον Ναό του Απόλλωνα.
Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το θέατρο, το οποίο, καθ’ όλη τη διάρκεια της λειτουργείας του αρχαίου Μαντείου των Δελφών, ήταν άμεσα συνδεδεμένο με τη λατρεία του Απόλλωνα και του Διονύσου, εδώ όπου κατά την αρχαιότητα φιλοξενούνταν οι αγώνες φωνητικής και ενόργανης μουσικής στο πλαίσιο των Πυθίων, βιώσαμε την «επιστροφή του Διονύσου» μέσα από τις «Τρωάδες» του Θεόδωρου Τερζόπουλου.
«Η Επιστροφή του Διονύσου» μέσα από τις «Τρωάδες»
Στη σκηνή 200 ζευγάρια αρβύλες σε ομόκεντρους κύκλους -στο έδαφος βρίσκονται, επίσης, ασπρόμαυρες φωτογραφίες, αγνοουμένων πολέμων όπως θα αποδειχθεί αργότερα. Μέσα σε αυτούς τους κύκλους πολέμων, βίας και απώλειας, ο κορυφαίος του Χορού (Erdogan Kavaz) τραγουδά ένα τουρκικό μοιρολόι. Μπαίνει η Εκάβη (Δέσποινα Μπεμπεδέλη), διαρρηγνύοντας την αψεγάδιαστη διάταξη των στρατιωτικών αρβυλών, συναντά στο κέντρο τους τον κορυφαίο του Χορού, παραλαμβάνει τον φάκελο που κρατά και τον αγκαλιάζει. Διχόνοιες αιώνων μεταξύ των λαών απαλείφονται μέσα σε αυτόν τον θερμό και ειλικρινή εναγκαλισμό.
Η Εκάβη ανοίγει τον φάκελο. Ο Χορός των Τρωάδων γελά, το ίδιο και η Εκάβη. Το γέλιο, όμως, γρήγορα μετατρέπεται σε λυγμό, σε βουβό κλάμα. Ο Χορός αρχίζει να διαβάζει το περιεχόμενο του γράμματος που έλαβε η Εκάβη σε έξι γλώσσες: ελληνικά, τούρκικα, εβραϊκά, αραβικά, βοσνιακά, κροατικά. Μετά από κάθε όνομα που ακούγεται, ακολουθεί η επωδός: «Χάθηκε», επίσης σε κάθε μία από τις έξι γλώσσες της παράστασης.
«Τι να πρωτοθρηνήσω; Τη χώρα μου; Τον αφέντη μου; Τα πολλά παιδιά μου; Χάθηκαν», μονολογεί συντετριμμένη από τη μοίρα η Εκάβη. Από πίσω της, εμφανίζεται ο Ταλθύβιος, «ο κήρυκας των Ελλήνων» (Προκόπης Αγαθοκλέους), σαν άγγελος θανάτου. Κρατά από ένα τεράστιο μαχαίρι σε κάθε του χέρι. Τροχίζοντας τις λάμες τους μεταξύ τους, υπογραμμίζει κάθε λέξη της πεπτωκούσης άνασσας. Ο συριστικός, στριγκός ήχος των λεπίδων παραπέμπει σε συνειρμούς αιματοχυσιών. Σε λίγο, θα ρίξει κάτω τα μαχαίρια του και θα την αιχμαλωτίσει/αγκαλιάσει με τα χέρια/φτερά του ανακοινώνοντάς της τη μοίρα της καθώς και εκείνη της Κασσάνδρας, της Πολυξένης και της Ανδρομάχης. Μια συγκλονιστική εικαστικά και παραστασιακά σκηνή, παρακαταθήκη στην κιβωτό της μεγάλης κλίμακας του παγκόσμιου θεάτρου. Η μαύρη τρύπα της αιχμαλωσίας και του θανάτου θα καταπιεί την πρώην βασιλική γενιά της Τροίας.
Ακολουθεί η παραίσθηση της Εκάβης, με την Ελένη να μοιάζει -στα θολωμένα από την παραφορά μάτια της Εκάβης- με την Κασσάνδρα που παραδίδει στη γηραιά βασίλισσα έναν αιμάτινο, κόκκινο φάκελο. Η παραίσθηση συνεχίζεται με την πενταπλή, οντολογικά διχοτομημένη, εμφάνιση της Κασσάνδρας (Εβελίνα Αραπίδη, Ajla Hamzic, Hadar Barabash, Sara Ipsa, Evelyn Asouant). Η κάθε μία Κασσάνδρα μιλά στη γλώσσα της. Η σχάση στο μυαλό της Εκάβης έχει εγκαθιδρυθεί. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας –«Χάθηκε η γενιά μας. Χάθηκε η Τροία»- την οδηγεί πέρα από τα όρια της. «Ο τόπος της τραγωδίας είναι η τρέλα», πρεσβεύει ο Τερζόπουλος. Η Εκάβη θρηνεί, βουβά, χωρίς κλάμα: «Θνητοί, όσους προσπέρασε η μοίρα μην τους θεωρείτε ευτυχισμένους, αν δεν δείτε το τέλος τους». Πίσω από τη διαδοχική –σαν σε εφιάλτη- εμφάνιση των Κασσάνδρων, ο Σάββας Στρούμπος και ο Προκόπης Αγαθοκλέους, σαν σαολίν μοναχοί, εκτελούν αρμονικές, αδρές κινήσεις με τα τεράστια μαχαίρια τους και στο πίσω μέρος της σκηνής ο Κορυφαίος του Χορού φέρει δύο τεράστια χατζάρια με τα οποία παίζει ηδονικά και επικίνδυνα γύρω από τον λαιμό του.
Στη συνέχεια, ο συγκλονιστικός μονόλογος της Ανδρομάχης –καθηλωτική η Νιόβη Χαραλάμπους: «Όταν κανείς πεθάνει, είναι σαν να μη γεννήθηκε ποτέ. Γι’ αυτό κι ο θάνατος είναι λύτρωση μιας άχαρης ζωής, γιατί δεν θα πονάει πια κι ούτε θα υποφέρει. Μα ο ευτυχισμένος, όταν στη δυστυχία πέσει, πονάει βαθιά για κείνο που ήταν κάποτε». Σειρήνες, εκκωφαντικοί ήχοι οπλοπολυβόλων. Εμφανίζεται η πλανεύτρα Ελένη – η Σοφία Χιλλ είναι η ενσάρκωση της σκηνικής σαγήνης. Η τραγωδία κλείνει με τον μονόλογο της Εκάβης: «Ανόητος όποιος θνητός, λογιάζοντας παντοτινή την ευτυχία του, χαίρεται. Η τύχη έχει πολλά γυρίσματα και σαν τρελή αλλάζει. Από τον έναν φεύγοντας, πάει σε κάποιον άλλο. Κανένας δεν μένει ποτέ για πάντα ευτυχισμένος». Ο Χορός, ρυθμικά απαγγέλει, σε έξι γλώσσες, το μότο που είχε χρησιμοποιήσει προηγουμένως ο Τερζόπουλος στους «Επιγόνους» και στον «Προμηθέα Δεσμώτη»: «Θα’ρθει μια μέρα». Και η Εκάβη απαντά: «Ε, να’ρθει μια μέρα».
Το οντολογικό θεατρικό σύμπαν του Τερζόπουλου εκφράζει τον πανανθρώπινο πόνο
Η μεγάλη θεατρική κλίμακα του Θεόδωρου Τερζόπουλου αναδεικνύει τη διαχρονικότητα της τραγωδίας και το αναπόδραστα τραγικό της ανθρώπινης φύσης. Στο αδιαπραγμάτευτα οντολογικό-πολιτικό θεατρικό σύμπαν του Τερζόπουλου η πανανθρώπινη συνθήκη του τραύματος της απώλειας και της αγριότητας του πολέμου εκφράζεται μέσα από έξι διαφορετικές γλώσσες από την πολύπαθη λεκάνη της Μεσογείου, μήτρα αρχαίων πολιτισμών αλλά και πανάρχαιων δεινών. Εκφραστές της νέοι ηθοποιοί από διχοτομημένες πόλεις: η Ajla Hamzic από το Μόσταρ -Βοσνιακής καταγωγής, η Sara Ipsa επίσης από το Μόσταρ –Κροατικής καταγωγής, η Hadar Barabash από την Ιερουσαλήμ –Ισραηλινής καταγωγής, η Evelyn Asouant από τη Συρία και ο Τουρκοκύπριος Erdogan Kavaz από τη Λευκωσία, οι Κύπριες Νιόβη Χαραλάμπους και Εβελίνα Αραπίδη από τη Λευκωσία επίσης. Η σκηνική τους παροντικότητα φέρει την αιματηρή ιστορικότητα της καταγωγής τους. Τα σώματά τους φέρουν αναπόφευκτα, μέσα από το κληροδοτημένο DNA, μνήμες αποτρόπαιες, πρόσφατων ή μακρινών αλληλοσπαραγμών. Όμως, όταν η Εκάβη (Δέσποινα Μπεμπεδέλη) αγκαλιάζει τον κορυφαίο του Χορού (Erdogan Kavaz), διχόνοιες αιώνων μεταξύ των λαών απαλείφονται μέσα σε αυτόν τον θερμό και αδερφοποιτό εναγκαλισμό. Η τέχνη δεν γνωρίζει γεωγραφικά σύνορα και εθνότητες. Το θέατρο του Τερζόπουλου, ειδικότερα, μιλά σε άπταιστα ελληνικά την παγκόσμια γλώσσα της υψηλής δημιουργίας και της καλλιτεχνικής αδελφοσύνης. Κι όταν η Χορική επίκληση προς τον Δία πολλαπλασιάζεται, μέσα από ένα φυσικό εντυπωσιακό ηχητικό εφέ, και αντηχεί στις Φαιδριάδες πέτρες (τα βραχώδη απόκρημνα υψώματα που βρίσκονται πάνω ακριβώς από το Μαντείο των Δελφών και την Κασταλία Πηγή) είναι σαν να έχουν λιώσει και τα χρονικά όρια ανάμεσα στην εποχή του Ευριπίδη και την εποχή του Τερζόπουλου.
«Ο Διαμελισμός του Διόνυσου»
Τον πυρήνα της συστηματικής εργασίας του Θεόδωρου Τερζόπουλου, μέσα από τις παραστάσεις του αλλά και την περίφημη Μέθοδό του, έχει αποδώσει υποδειγματικά η φωτογραφική εγκατάσταση «Ο Διαμελισμός του Διόνυσου», της φωτογράφου Johanna Weber και του εικαστικού-αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Κόκκινου*, που φιλοξενείται στο Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Σώματα πυρακτωμένα με ηφαιστειακή ενέργεια, ακινητοποιημένα μέσα σε μια τελετουργική έκσταση, πρόσωπα όπου έχει αποτυπωθεί ο θρήνος, ο πόνος, η τρέλα, η κραυγή αποδομημένα, έχουν αποτυπωθεί στις φωτογραφίες της Weber από διάφορες παραστάσεις του Θεόδωρου Τερζόπουλου ανά τον κόσμο. Τη φωτογραφική αρτιότητα τους, όμως, διαμελίζει, τσαλακώνει και εντέλει συνθλίβει η ιδιοφυής εικαστική σύλληψη του Αλέξανδρου Κόκκινου -με τον ίδιο τρόπο που και ο Τερζόπουλος αντιμετωπίζει κάθε φορά το παραστασιακό υλικό του- και ως νέος Βάκχος διαμελίζει την επιφανειακή τάξη και δομή για να την ανακατασκευάσει, να την αναδομήσει σε κάτι νέο, διατηρώντας ανέπαφο τον πυρήνα της σαρωτικής δημιουργικής του ομοιόστασης.
*Η φωτογράφος Johanna Weber είναι σταθερή συνεργάτις του Θεάτρου Άττις εδώ και 30 χρόνια, ενώ ο εικαστικός καλλιτέχνης και αρχιτέκτων Αλέξανδρος Κόκκινος έχει διατελέσει σκηνογράφος τριών παραστάσεων του Θεάτρου Άττις.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.