Τσιμάρας Τζανάτος, Δεσποινίς Δυστυχία. Σκηνοθεσία: Χρύσα Καψούλη, Θέατρο Φούρνος

  •  Συντάκτης: Τσατσούλης Δημήτρης
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 12/05/2018

του Δημήτρη Τσατσούλη

 Ένας παραληρηματικός μονόλογος με έντονα τα σουρρεαλιστικά στοιχεία είναι το «αφήγημα» του Τσιμάρα Τζανάτου διασκευασμένο από τον ίδιο για τη σκηνή με τη βοήθεια των σκηνοθετικών επεμβάσεων της Χρύσας Καψούλη. Η οποία είχε έναν τεράστιο άθλο να επιτελέσει καθώς η αφηγηματική ροή κινείται σε παρελθόντα και μελλοντικό χρόνο ταυτόχρονα, η λοξή οπτική του πρωτοπρόσωπου αφηγητή εισάγει πρόσωπα ρευστά ενώ τα γεγονότα που περιγράφει κινούνται  μεταξύ πραγματικότητας, ονείρου και φαντασίας ή, καλύτερα, η πραγματικότητα αποκτά το ακατέργαστο συνεχές ενός ονείρου μέσα στο όνειρο. 

Η ποιητική γραφή οφείλει τη δύναμή της στην υπερβατική πραγματικότητα που δημιουργεί μέσω συμφυρμού αταίριαστων στα επιμέρους σημαίνοντα νοηματικών μονάδων:  έτσι, η «γιαγιά», θα πει στον παιδικό εαυτό του αφηγητή ότι από τα μάτια του που βγαίνουν αλμυρά δάκρυα θα ψαρεύει «Κουτσομούρες μνήμες και χταποδάκια φιλιά» ενώ αλλού θα τον ξεσηκώσει να βγουν γρήγορα από το σπίτι γιατί «έβρεξε έρωτες όλη νύχτα. Πλημμύρισε το σπίτι σαλιγκάρια φιλιά» που η ίδια άρχισε να μαζεύει από τους τοίχους για το μεσημεριανό. 

Άλλοτε πάλι το υπερβατικό προκύπτει από μια λανθασμένη αντίληψη του πραγματικού που μεταφέρεται αρχικά μέσω υπερρεαλιστικών εικόνων, επιβεβαιώνοντας έτσι την αρχή ότι η υπερπραγματικότητα υπάρχει εντός της πραγματικότητας αρκεί ο άνθρωπος να διαθέτει το «άγριο μάτι», εκείνη την άλλη οπτική που τον διαφοροποιεί από την κατεστημένη και κυρίαρχη οπτική των πραγμάτων που επιβάλλεται κοινωνικά: έτσι την ώρα της σύγκρουσης με την «κατάλευκη κοιλιά κήτους», δηλαδή τη γεμάτη ψάρια νταλίκα,   «ένα άσπρο σύννεφο» χτύπησε δυνατά στο πρόσωπο τον οδηγό - αφηγητή που δεν είναι άλλο από τον αερόσακο.  

Η Δεσποινίς Δυστυχία είναι το χρονικό μιας καταστροφής ή μάλλον επαναλαμβανόμενων μικροκαταστροφών έως την τελική, της πόλης ολόκληρης αλλά και του αφηγητή καθώς το γενικό παρασύρει το ατομικό ή, ίσως, το προσωπικό αντανακλάται στο γενικό. Μιας καταστροφής μέσω κατακλυσμού όπως περιγράφεται στη Γένεση. Η «Δεσποινίς Δυστυχία», συγκάτοικος στην πολυκατοικία του αφηγητή, εμπεριέχει θάλασσα, παράγει θαλασσινά όντα, φέρνει βροχές και καταιγίδες, είναι παντού αόρατα παρούσα αλλά και εγκυμονούσα το βρέφος μετά την καταστροφή. Η «Δεσποινίς Δυστυχία» πίπτει στη γειτονιά και στην πόλη όπως η  πανούκλα, η δίχως όνομα θανατηφόρα αρρώστια στο Παιχνίδι της σφαγής του Ιονέσκο, σημαίνει την καταστροφή της Πόλης και του ατόμου για να γεννήσει ξανά με τους δικούς της όρους. 

Πώς μπορεί να διαχειριστεί κανείς σκηνικά αυτό το διαφεύγον στη λειασμένη του από υγρασία επιφάνεια κείμενο, ίδιο με ό,τι αντιπροσωπεύει η θαλασσινή «Δεσποινίς Δυστυχία»; 

Η Χρύσα Καψούλη σκηνοθέτησε στον μικρό χώρο του Θεάτρου «Φούρνος» δίνοντας προεκτάσεις με τη βοήθεια τοπίων και παραπομπών από τις βιντεοπροβολές της visual art των COM.ODD.OR. Έπειτα, με την ενσάρκωση του απροσδιόριστου του προσώπου της «Δυστυχίας» με τη ρευστή κίνηση της Βάλιας Παπαχρήστου, διαρκώς παρούσας επί σκηνής , υγραμένης, αρχικά με ένα θαυμάσιο, σουρρεαλιστικό φόρεμα (της Άσης Δημητρολοπούλου που ανέλαβε και το σκηνικό), στο τέλος, στην ερωτική συνάντηση,  γυμνής αλλά ενδεδυμένης με φουτουριστικές προβολές που μετέτρεπαν το σώμα της σε ηλεκτρονική πλατφόρμα χρωματιστών εγγραφών. 

Έξι ακόμη ηθοποιοί ανέλαβαν να υλοποιήσουν το κείμενο, άλλοτε εκφέροντας άμεσο και άλλοτε αφηγηματοποιημένο λόγο: στο ρόλο του κεντρικού προσώπου-αφηγητή ο φαινομενικά στιβαρός αλλά εύθραυστος Γεράσιμος Μιχελής που στην αρχή της παράστασης, ξαπλωμένος στο χειρουργικό κρεβάτι, μοιάζει, με τη βοήθεια του alter ego, του νεαρού εκφραστικού ηθοποιού Λευτέρη Παπακώστα να ανατρέχει στο παρελθόν, να προσπαθεί να ανασυντάξει μνήμες, να ξεφεύγει συνειρμικά σε επεισόδια του χτες, σε παρελθοντικές αναλήψεις, σε μελλοντικές προλήψεις. Γεννώντας καταστάσεις και πρόσωπα επί σκηνής. 

Τέτοιο πρόσωπο είναι η «γιαγιά» με τις παράδοξες εκφράσεις της που ξεπηδά από την παιδική του ηλικία, μια γιαγιά της χαράς και του φόβου (λύκος - γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας) για το απροσδιόριστο που αντιπροσωπεύει και υλοποιεί με την αμφίσημη εκφραστική καλοσύνης  η Μαίρη Νάνου. Άλλο πρόσωπο, η απροσπέλαστη μορφή της «μητέρας» του τότε και του τώρα, πάντα νέα, με τη γοητεία της εκφοράς του απέριττου λόγου από τη Νάνα Παπαδάκη

Και είναι ακόμη ο παράξενος στις συνήθειες Αρχισυντάκτης της εφημερίδας όπου εργάζεται ο αφηγητής, αυτός που παρεμβαίνει στην αφήγησή με τις παράδοξες διαπιστώσεις του ή απαιτήσεις του και παίρνει υπόσταση μέσα από τις υποκριτικές (φωνητικές - κινησιολογικές) επιδεξιότητες του Νίκου Παντελίδη. Ταυτόχρονα, ένα ακόμη πρόσωπο, ένας νεαρός άνδρας, ο Σπύρος Μπέτσης,  παρεμβαίνει στο λόγο καθώς βρίσκεται σε διαρκή χορογραφημένη κίνηση σε πρώτο, δεύτερο ή τρίτο πλάνο, προσδίδοντας και στις πλέον στατικές εικόνες την αίσθηση της διαρκούς ρευστότητας, έτσι όπως χορογράφησε καθοριστικά την όλη παράσταση η Βάλια Παπαχρήστου. 

Επτά ηθοποιοί που κατάφεραν να δώσουν ζωντανή σάρκα σε πρόσωπα και διηγήσεις γεγονότων σε μόνιμη τήξη, στην πραγματικότητα σκηνικά δημιουργήματα της σκηνοθετικής οργάνωσης ενός ακατάτακτου πλούσιου υλικού από τη Χρύσα Καψούλη.

Στον μικρό χώρο της σκηνής, καθοριστικός ο ρόλος των φωτισμών του Αποστόλη Τσατσάκου ενώ η μουσική ήταν του Μιχάλη Τσίχλη.