Ψηλά από τη γέφυρα στο Εθνικό Θέατρο

  •  Συντάκτης: Τσατσούλης Δημήτρης
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 14/03/2018

Ένας από  τους σημαντικότερους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς και από τους πλέον ευαισθητοποιημένους σε κοινωνικά ζητήματα, ο Άρθουρ Μίλλερ (1915-2005) έχει γίνει γνωστός στο παγκόσμιο κοινό και μέσω των κινηματογραφικών παραγωγών των έργων του.

Παραδοσιακή θεατρική φόρμα, συγκινησιακές φορτίσεις, διαπλοκή προσωπικών-ψυχολογικών προβλημάτων με τα κοινωνικά συνιστούν στοιχεία που κινητοποιούν το ευρύ κοινό στο οποίο προσφέρεται, δίχως αμφισημίες, το νόημα του έργου.

Όπως σημειώνει στο κείμενό της, στο Πρόγραμμα της παράστασης, η καθηγήτρια Έλση Σακελλαρίδου, «η προσπάθεια του Μίλλερ να θεωρητικοποιήσει τις απόψεις του περί τραγωδίας με άρθρα και προλόγους προκάλεσε περισσότερη σύγχυση παρά βοήθησε στην ανάγνωση και αναγνώριση της αξίας» του έργου του το οποίο πολλοί χαρακτήρισαν «πετυχημένο μελόδραμα».

Το Ψηλά από τη γέφυρα (1955) είναι από τις περιπτώσεις έργων του όπου για πολλούς ο αιμομικτικός έρωτας ή η προδοσία συνιστούν στοιχεία στα οποία αναγνωρίζονται συστατικά της τραγωδίας. Βέβαια, ο έρωτας είναι κατ' επίφαση «αιμομικτικός» καθώς ουδεμία συγγένεια υπάρχει μεταξύ του μεσήλικα Ιταλοαμερικανού λιμενεργάτη Έντυ Καρμπόνε και της ανιψιάς της γυναίκας του την οποία το ζεύγος ανέλαβε να μεγαλώσει μετά τον θάνατο της μητέρας της. Πρόκειται, μάλλον, για την κτητικότητα ενός «πατέρα» για την κόρη και, στη συνέχεια, τη μη ομολογημένη έλξη του μεγαλύτερου άντρα για τη νεαρή πλέον κοπέλα - μοτίβο σύνηθες στην παγκόσμια δραματουργία και λογοτεχνία.

 Όσο για την προδοσία του  η οποία θα μπορούσε να συνιστά αρχαιοελληνική «ύβρη», αυτή συνίσταται απλώς στην, για πολλούς, καθόλα «νόμιμη» καταγγελία του Έντυ στο Γραφείο Μετανάστευσης των δύο αδελφών-συγγενών της γυναίκας του, παράνομων μεταναστών τους οποίους φιλοξενούσε για ένα διάστημα στο σπίτι του, ενέργεια που είχε ως μοναδικό κίνητρο ένα είδος εκδίκησης λόγω του έρωτα της ανιψιάς για τον έναν από αυτούς. Πεπεισμένος ότι ο επικείμενος γάμος της Κάθριν με τον Ροντόλφο είχε ως στόχο την απόκτηση από τον τελευταίο της αμερικανικής υπηκοότητας, και έχοντας προσπαθήσει  να τον διαβάλει αποτυχημένα ως ομοφυλόφιλο, οδηγείται στην ύστατη αυτή λύση. Παραβιάζοντας βέβαια κάθε ηθικό κανόνα της πολυπληθούς ιταλικής παροικίας η οποία όριζε τις αποβάθρες του λιμανιού της Νέας Υόρκης. Ο Μίλλερ, σε προσωπική του έρευνα, είχε γνωρίσει από κοντά τόσο τους άγριους «άγραφους νόμους» που επικρατούσαν στην περιοχή όσο και μια ανάλογη ιστορία καταγγελίας. 

Ο Έντυ Καρμπόνε διαθέτει ίσως στοιχεία τραγικού προσώπου ως προς την εσωτερική σύγκρουση που βιώνει η οποία μάλλον καθίσταται σαφής στον θεατή μέσω των παρεμβάσεων του προσώπου του αφηγητή/δικηγόρου Αλφιέρι που λειτουργεί ως εμβρυουλκός  αλλά και ως το πρόσωπο που κατανοεί και συμπάσχει με τον δραματικό ήρωα, γι' αυτό ίσως και έχει παρομοιαστεί με τον αρχαίο Χορό.

Η Νικαίτη Κοντούρη, ωστόσο, στη διασκευή που έκανε στο έργο με τη μετάφραση  σε σύγχρονη γλώσσα από κοινού  με τον Γιώργο Κιμούλη, δημιουργεί σκηνοθετικά έναν πραγματικό Χορό: εξ αρχής αναδύονται από τα βάθη του προσκηνίου μετανάστες με τα χαρακτηριστικά σήμερα πορτοκαλί σωσίβια οι οποίοι και μεταφέρουν τη δυναμική του έργου προς το μεταναστευτικό πρόβλημα τότε στην Αμερική, τώρα στην Ευρώπη. Με σκηνοθετική πρωτοβουλία, αυτός ο Χορός θα συνεχίσει να είναι παρών στο βάθος της σκηνής ως μέλος της ιταλικής παροικίας που παρακολουθεί τα δρώμενα ενώ από τα δυνατά στοιχεία της παράστασης είναι οι φωνητικές παρεμβολές του με τη βοήθεια  του επί σκηνής μουσικού Χρήστου Καλκάνη.

Καθηλωτικό σημείο της έναρξης το λαϊκό τραγούδι από την Καλαβρία «Emigrante che vien emigrante che va» (μετανάστης που έρχεται μετανάστης που φεύγει) από όλο το θίασο, σε πρωτότυπη μελοποίηση, με την καθοριστική για το έργο μουσική της Σοφίας Καμαγιάννη.

Το τελευταίο σκηνικό που έμελε να υπογράψει ο μεγάλος σκηνογράφος μας Γιώργος Πάτσας οριζόταν από μια επικλινή εξέδρα ως κυρίως τόπο της δράσης- σπίτι των Καρμπόνε με πάνω του βασικά σκηνικά στοιχεία επίπλωσης ενώ οι γύρω χώροι προσδιόριζαν τους εκτός οικίας τόπους: δρόμους, λιμάνι, γειτονικά σπίτια.

Το καθοριστικό όσο και εντυπωσιακό στοιχείο του σκηνικού, ωστόσο, ήταν οι τεράστιοι γάντζοι που κρέμονταν από συρματόσχοινα σε όλο το μήκος και βάθος της σκηνής οι οποίοι, σε συνδυασμό με τις σιδηροκατασκευές του βάθους παρέπεμπαν μετωνυμικά στο λιμάνι και στις φορτοεκφορτώσεις και συμβολικά στις εμμονές του Έντυ. Κρεμαστοί γάντζοι  οι οποίοι, όταν φωτίζονταν μόνοι τους (με το κυρίως σκηνικό στο σκοτάδι) μέσα από γαλαζωπούς ημι- φωτισμούς  του Λευτέρη Παυλόπουλου, αποκτούσαν μεταφυσική όσο και απειλητική διάσταση, μεταμορφωνόμενοι σε αυθύπαρκτο έργο τέχνης.  Η μεταφυσική αίσθηση που μετέδιδαν και η αισθητική τους αρτιότητα ήταν τόσο επιβλητικές  που ειλικρινά αισθάνθηκα ότι το ρεαλιστικό σκηνικό της πλατφόρμας θα προτιμούσα να μην υπήρχε διόλου.

Ο Γιώργος Πάτσας, στην τελευταία του αυτή σκηνογραφία καταθέτει μια πραγματικά μνημειώδη όσο και εύγλωττη για την ουσία του έργου κατασκευή.

Ο Γιώργος Κιμούλης είναι ιδιάζουσα περίπτωση ηθοποιού στο ελληνικό θέατρο καθώς ερμηνεύει τους ρόλους του μέσω μιας απόλυτης σωματοποίησης και ομιλούσας κινησιολογίας έως τα άκρα των δακτύλων του ενώ το πρόσωπό του διαθέτει τρομερό εκφραστικό πλούτο. Δίνει, εξ ορισμού, τραγικές διαστάσεις σε όποιον ρόλο και αν ερμηνεύει. Έτσι κι εδώ, δημιουργεί έναν Έντυ Καρμπόνε που ξεπερνά τις ουσιαστικά ρεαλιστικές προδιαγραφές του ρόλου,  δίνοντας αδρά το ψυχολογικό αδιέξοδο ενός κατά τα άλλα μπρούτου άνδρα. Θα εξαιρέσω από την δυναμική ερμηνεία του τις σπάνιες σκηνές υπερβολικής έντασης με φωνές εκτός μέτρου του ίδιου αλλά και των συμπρωταγωνιστών του.

Ο Κιμούλης, με το παίξιμό του ορίζει, είναι αλήθεια, τους όρους του σκηνικού παιχνιδιού και όσοι τον περιβάλλουν θα πρέπει να βρουν τα δικά τους ερμηνευτικά κλειδιά που θα έρθουν σε διάλογο μαζί του. Δεν μπορώ να πω ότι αυτό επετεύχθη στη συγκεκριμένη παράσταση από τους ως επί το πλείστον καλούς ηθοποιούς. Γεγονός που αποδίδω στη διανομή.

Η Μαρία Κεχαγιόγλου (η γυναίκα του Μπέατρις) δεν μπόρεσε να κινηθεί σε αντιστοιχία μαζί του δίνοντας την αίσθηση ότι παλεύει να τον φθάσει με λάθος τρόπο. Ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Ροντόλφο), παρόλη την ευχάριστη σκηνική του παρουσία, δεν έδωσε κύρος στον ρόλο του. Δυστυχώς, η Ηλιάνα Μαυρομάτη σχεδίασε την Κάθριν με εξ αρχής λάθος τρόπο έτσι ώστε να μην δικαιολογείται η «επανάστασή της» που ακολουθεί: παρέπεμπε  από την αρχή σε προκλητική «Λολίτα» παρά σε ένα αυστηρά καθολικών αρχών αναθρεμμένο κορίτσι ακυρώνοντας έτσι την όποια ουσιαστική μεταστροφή της στη συνέχεια. Πέρα από την υποκριτική ανωριμότητα σε λόγο και εκφράσεις, σε αυτό συνέβαλε και το ατυχές κοστούμι της (μίνι φούστα-έξωμη μπλούζα με ορατή την τιράντα του σουτιέν [!], σε αντίθεση με το μακρυμάνικο πουκάμισο που φαίνεται στις φωτογραφίες προβών) που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση   με την ενδυματολογική γραμμή δεκαετίας του '50 που ακολουθούσαν με συνέπεια όλα τα άλλα πρόσωπα.

Μη πειστικός και ο Στάθης Παναγιωτίδης στον ρόλο του Μάρκο, αδελφού του Ροντόλφο ενώ σωστή παρουσία στις σύντομες παρεμβάσεις τους είχαν οι Τάσος Πυργιέρης και Κώστας Φαλελάκης.  Έπαιζαν ακόμη οι Πάρις Θωμόπουλος, Κώστας Κοράκης, Θάλεια Γρίβα, Νικόλας Χανακούλας, Ίλια Αλγκάερ, Γιώργος Ματζιάρης, Αναστάσης Συμεών Λαουλάκος συναποτελώντας κυρίως τον Χορό μεταναστών - περιοίκων, σωστά χωροθετημένοι σκηνοθετικά και καλοί στα φωνητικά.

Ο Νίκος Χατζόπουλος, στον ρόλο του Αφηγητή, διατήρησε την πρέπουσα αποστασιοποίηση κατά την εκφορά του λόγου, εκπροσωπώντας ως δικηγόρος τη φωνή της λογικής.

Ευχάριστη παρεμβολή του τέλους με τον γάμο των δύο νέων το βίντεο του Γιώργου Ζώη. Όπου στα γκρο-πλαν πρόσωπα αποτυπώνονται όλες οι αμφιθυμίες. Ενώ στο κλείσιμο του βίντεο γίνεται ζουμ στο τοποθετημένο στο πλάι της εικόνας, σε χαλαρή αναποφάσιστη γροθιά, το εύγλωττο για την όλη υπόθεση χέρι του Έντυ-Κιμούλη.  Μια δυνατή εικόνα.

Η Νικαίτη Κοντούρη κατέθεσε μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική σύλληψη η οποία αφενός τόνιζε έντονα τις κοινωνικές διαστάσεις του έργου τόσο με το μεταναστευτικό όσο και καθιστώντας εμφανή τα κίνητρα ενός σήμερα αποκαλούμενου μπούλινγκ και αφετέρου δίνοντας αισθητικές προεκτάσεις που υπερέβαιναν τον απλό ρεαλισμό του κειμένου. Δυστυχώς, τον τελευταίο, σε κακή εκδοχή του, δεν απέφυγαν όλοι της οι ηθοποιοί, προδίδοντας το σκηνοθετικό όραμα.

Δεν μπορώ τέλος να μην αναφέρω την αμηχανία μου για τα επιφωνήματα σοκαρισμένου κοινού που ακούστηκαν τόσο όταν ο ηττημένος πλέον  Έντυ φυλάει στο στόμα την ανιψιά του όσο, ακόμη περισσότερο, όταν φυλάει στο στόμα τον Ροντόλφο, θέλοντας να της αποδείξει έτσι ότι είναι ομοφυλόφιλος. Εκδήλωση σοκ που σοκάρει.

Οι φωτογραφίες είναι της Μαριλένας Σταφυλίδου.