του Δημήτρη Τσατσούλη
Μετά τον Ν. Λαπαθιώτη, ο Γιάννης Σκουρλέτης και η ομάδα του Bijoux de Kant καταπιάνεται με ένα άλλο εθνικό πορτραίτο, εκείνο του «Μπολιβάρ: ένα ελληνικό ποιήμα», δηλαδή με τον ήρωα ελευθερωτή της Λατινικής Αμερικής μέσα από την ποίηση του Νίκου Εγγονόπουλου (1907-1985).
Ο Εγγονόπουλος, μέσα από υπερρεαλιστικά πετάγματα και συμφυρμούς χώρων και χρόνων, καθιστά τον Σιμόν Μπολιβάρ (1783-1830) έναν Έλληνα ήρωα, ενώνοντας χωρικά τους νοτιο-αμερικανικούς τόπους -όπου εκείνος ηγήθηκε των κινημάτων τους ανεξαρτησίας (Βενεζουέλα, Κολομβία, Βολιβία, Παναμάς, Περού, Ισημερινός)- με ελληνικές χωροθεσίες και τοπωνύμια αλλά και την Ελληνική Επανάσταση Ανεξαρτησίας. Ταυτόχρονα, δίνει στον Βασκικής οικογενειακής καταγωγής Βενεζουελιανό «El Libertador» χαρακτηριστικά Έλληνα οπλαρχηγού. Δημιουργεί έτσι έναν διαχρονικό και δια-τοπικό ήρωα, μια διαπολιτισμική, στην ουσία, ποιητική περσόνα πέρα από εθνικά όρια, γεωγραφικά σύνορα, ιστορικές χρονολογίες, εθνικές κουλτούρες, ιδιαίτερες ταυτίσεις. Υπερ-ιστορικό και υπερ-τοπικό.
Στην ημιφωτισμένη σκηνή, το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη παντρεύει στις λεπτομέρειες στοιχεία νοτιο-αμερικανικού και ελληνικού πολιτισμού δίνοντας κυρίως έμφαση σε δυσδιάκριτα μικροαντικείμενα αραδιασμένα ανάκατα πάνω σε τραπεζάκι συμπληρώνοντας το σκηνικό με κάποια έπιπλα αλλά και το κλασικό πλέον, στις παραστάσεις της Ομάδας, ντιβάνι τοποθετημένο στο βάθος με την παραδοσιακή ελληνική μπατανία, με υφασμένα γεωμετρικά σχέδια που δύσκολα προσδιορίζεται πλέον η ακριβής τους προέλευση.
Πιο ενδιαφέροντα, τα κοστούμια του: ο Αντώνης Γκρίτσης που εκφέρει το ποιήμα του Εγγονόπουλου μοιάζει να έχει ξεπεταχτεί από πίνακά του: η με φαρδιές κόκκινες και λευκές ρίγες εφαρμοστή ολόσωμη φόρμα του παραπέμπει σε πλείστους όσους πίνακες του Εγγονόπουλου όπως «Ηρώ και Λέανδρος», «Ό φωνογράφος στο ακρογιάλι», «Ηρακλής» (1967), «Οι Διόσκουρος», «Σύνθεση με αρχαίο πολεμιστή» ή οι «Ναύτες» του τού 1948 και του 1952. Στο πίνακα, άλλωστε «Οι Διόσκουρος», σε συνδυασμό με τη ριγέ φόρμα, συναντάμε και το μαύρο καπέλο που φέρει ο ηθοποιός ενώ τα τεράστια παπούτσια στα πόδια του παραπέμπουν εμφανώς στα μεγάλα πέλματα που έχουν όλα τα πρόσωπα στους πίνακες του Εγγονόπουλου.
Ο έμπειρος πλέον Γκρίτσης εκφέρει με ευκρίνεια τον λόγο του ποιήματος με τη φωνή τοποθετημένη σε λεπτότερες νότες, δίνοντας την αίσθηση μιας συστολής που σε συνδυασμό με την κινησιολογία του και το λευκό βαμμένο πρόσωπο, παραπέμπει σε μια μορφή κλόουν της ίδιας της ιστορίας ή, αλλιώς, στην ελαχιστοποίηση αυτού που υμνεί τον ήρωα μπροστά στον ίδιο τον ήρωα.
Καθόλη τη διάρκεια του μονολογούντος Γκρίτση, ένας ρόγχος ετοιμοθάνατου παρενοχλεί τον λόγο του. Ρόγχος (κάποιες στιγμές υπερβολικός) που προέρχεται από τον ξαπλωμένο στο ντιβάνι του βάθους νεαρό, ξανθό και εύσχημης σωματικής διάπλασης άντρα, γυμνό από τη μέση και πάνω που φορά ένα μάλλινο παντελόνι-καλσόν όπως αυτό που φέρει ο Μπολιβάρ, ζωγραφισμένος από τον Εγγονόπουλο στο πίνακα «Ο γενναίος Σίμων Μπολιβάρ, ο ελευθερωτής». Άλλωστε μια απομίμηση του στρατιωτικού σακακιού που φέρει στον πίνακα θα ενδυθεί πρώτα ο Γκρίτσης, φορώντας το έπειτα στον Γιάννη Κουκουράκη, όταν αυτός θα σηκωθεί από το κρεβάτι, ως νεκραναστημένος ήρωας για να εκφέρει το πρόσθετο κείμενο, εκείνο της Γλυκερίας Μπασδέκη με τίτλο «Ο Λεφτέρης στο αμήν».
Μια λευκή φλοκάτη εν είδει φτερών αγγέλου θα συμπληρώσει την ενδυματολογική αμφίεση ενώ το ακάνθινο στεφάνι που θα φορέσει στα μακριά μαλλιά του ο αναστηθείς ήρωας συμπληρώνει την έννοια της (χριστιανικής καταγωγής) θέωσης αλλά και «μαρτυρίου» του.
Το κείμενο της Μπασδέκη θα εκφερθεί από τον Κουκουράκη με τη βραχνάδα που μοιάζει ως απομεινάρι του προηγούμενου ρόγχου του ενώ είναι γραμμένο σε κοινωνιόλεκτο, κρητική, στερεοελλαδίτικη ή θεσσαλική, αδιάφορο, πάντως εκείνη που παραπέμπει σε μια αγροτική Ελλάδα που ξέρει να κρατάει τις παραδόσεις, που βγάζει ήρωες, που συνιστά, με άλλα λόγια, την αναφορά κάθε νεορομαντικής εθνικιστικής προβολής.
Το κείμενο αυτό, με στιγμιαίες αναφορές σε Λατινο-αμερικανικές τοποθεσίες, παρουσιάζει μια περσόνα ήρωα - αντιήρωα, ένα πρόσωπο που δέχεται όλες τις τιμές για τις πράξεις και τα ανδραγαθήματά του αλλά συγχρόνως τις αρνείται, προτιμώντας την πλήρη απομόνωση. Ομολογώ ότι δεν μου έγινε σαφής ούτε η δομή ούτε ο ειρμός του πέρα από αυτό το κεντρικό του νόημα. Το οποίο μια απλοϊκή προσέγγιση θα χαρακτήριζε ως δείγμα κατεδάφισης των εθνικών ηρώων, ήτοι της πηγής των εθνικιστικών ιδεολογιών.
Μόνο που ο φέρων ακάνθινο στεφάνι, ωραίος και καλογυμνασμένος μέσω της ελληνικής φλοκάτης ελληνορθόδοξος «άγγελος», με την ντοπιολαλιά του, ήτοι ο πλήρως εξελληνισμένος σε «Λεφτέρη» Μπολιβάρ, μάλλον σε εθνικά μονοδιάστατη οικειοποίηση παραπέμπει καθώς είναι απεκδυμένος από κάθε διαπολιτισμική αναφορά με την οποία τον είχε προικίσει ο Εγγονόπουλος. Διότι, ακριβώς, ο «Μπολιβάρ, ένα ελληνικό ποιήμα» ήδη στον τίτλο όσο και στο περιεχόμενό του, ενέχει τον πολιτισμικό πλουραλισμό, ήτοι τη συγκρουσιακή συνύπαρξη πολιτισμικών στοιχείων. Κάτι που το κείμενο της Μπασδέκη, εστιάζοντας στην απο-ηρωποίηση του ήρωα, καταργεί, φλερτάροντας τελικά με εθνικιστικές συνδηλώσεις. Τις οποίες, αναγκαστικά, ακολούθησε στη σκηνική του επιτέλεση ο σκηνοθέτης, ακυρώνοντας εν μέρει το ενδιαφέρον πρώτο μέρος με το ποιήμα του Εγγονόπουλου και τα ενδιαφέροντα εικαστικά ενδυματολογικά διακείμενα.
Στοιχεία παράστασης: http://www.greek-theatre.gr/public/gr/greekplay/index/performanceview/1470
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.