Φαύστα του Μποστ στο θέατρο Προσκήνιο

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 25/01/2017

 

Για τη γραφή του Μποστ, κατά κόσμον Μέντη Μποσταντζόγλου, έχουν γραφτεί τόσα πολλά. Ρωμαλέος, με μια καλπάζουσα φαντασία που τρέχει να συνδέσει το παρόν με το παρελθόν, το γνήσιο με το κάλπικο, την αληθινή ζωή με τη φαντασίωσή της, να δαγκώσει τα κακώς κείμενα του σήμερα παίζοντας με υλικά του χθες αριστοτεχνικά. Με μέτρο και ρυθμό, γλώσσα χυμώδη και παιχνιδιάρα γεμάτη ασυνταξίες, στρεβλώσεις και λογιοτατισμούς αναπτύσσει μια άκρως λογική επιχειρηματολογία που οδηγεί στο παράλογο, έτσι που πρέπει να σκάψεις γελώντας για να βρεθείς αντιμέτωπος με τη βαθιά θλίψη. Ένας Θεόφιλος του θεάτρου που παίζει με σχήματα και λέξεις και φτάνει στην ουσία με μια υπονομευτική απλότητα που ξαφνιάζει και τρομάζει.

Η Φαύστα του, μια ιλαροτραγωδία γραμμένη σε δεκαπεντασύλλαβο το 1963, αν και βασισμένη σε ένα πραγματικό γεγονός της εποχής (ένα κοριτσάκι φαγώθηκε στο Κερατσίνι μάλλον από καρχαρία) είναι ένας μύθος όπου ο χώρος και ο χρόνος συναντιούνται χωρίς περιορισμούς. Το μικρό τετράχρονο Ριτσάκι ενώ ψαρεύει με τον μπαμπά της το καταπίνει ένα θαλάσσιο κήτος. Πολλά χρόνια αργότερα τη βρίσκουν ζωντανή στην κοιλιά ενός τεράστιου ψαριού που ψάρεψε ο πατέρας της και που το καθαρίζουν στη κουζίνα για να το μαγειρέψουν. Το μενταγιόν της βοηθάει στην αναγνώριση, αμφιβολίες δεν υπάρχουν, και ενώ όλοι γιορτάζουν οι γάτες την κατασπαράζουν γιατί μυρίζει ψαρίλα.

Η παράσταση του θεάτρου Προσκηνίου στη σκηνοθεσία της πάντα ανοιχτής στις δοκιμές Μάρθας Φριντζήλα θα έπρεπε να είναι μια απόλαυση. Όμως φυσικά δεν υπάρχει συνταγή για να την ακολουθήσει κανείς. Δεν αρκεί ένας εκλεκτός θίασος, ένα σπουδαίο κείμενο και μια τολμηρή σκηνοθέτις. Γιατί δυστυχώς, ο χείμαρρος των ιδεών πλημμύρισε τη σκηνή και οι ηθοποιοί με γενναιότητα αγωνίστηκαν να μείνουν στην επιφάνεια. Η αφαίρεση είναι σπουδαίο μυστικό ακόμα και όταν όλες οι ιδέες φαίνονται, ή ακόμη και αν είναι, εξαιρετικές.

Η σκηνοθέτις επέλεξε να έχει έναν ανδρικό θίασο με εξαίρεση την Ελένη Κοκκίδου στο ρόλο της Φαύστας, στην οποία σύμπτυξε και τον ρόλο της φίλης της, Ελένης. Επίσης, επέλεξε να ντύσει το έργο με τραγούδια που συνέθεσε ο Βασίλης Μαντζούκης με αναφορές στον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη, τον Μότσαρτ, με σάμπες και σούστες, με ζεϊμπέκικα και μπολερό τα οποία ναι μεν ήταν καλά αλλά και πολλά ήταν και κατανεμήθηκαν άνισα «μπουκώνοντας» μαζί με όλα τα άλλα ευρήματα την παράσταση.  Δεν έλειψαν και κάποιες πρόσθετες αναφορές στην επικαιρότητα χωρίς αυτό να επιβαρύνει.

Ο Άγγελος Παπαδημητρίου έφτιαξε ένα υφασμάτινο σκηνικό βασισμένο στο λευκό, με κουρτίνες και μια φουσκωτή σκηνή στο μπροστινό μέρος που λειτουργεί και ως φόρεμα στη σκηνή της έναρξης για την Κοκκίδου και που στη συνέχεια οδηγεί σε ένα μακρύ διάδρομο, τύπου φυσούνας, από τον οποίο εμφανίζονται οι ηθοποιοί και τα αντικείμενα, και που άλλοτε μας αφήνει να διακρίνουμε μέσα του τις σκιές και άλλοτε είναι αδιαπέραστο. Ταυτόχρονα, παραπέμπει και στο εσωτερικό του μεγάλου κήτους όπου παρέμεινε για 12 χρόνια το Ριτσάκι ως άλλος Ιωνάς. Το σκηνικό όμως, όχι μόνο δεν λειτουργεί προσθετικά αλλά λειτουργεί και περιοριστικά για τους ηθοποιούς και ειδικά για την Ελένη Κοκκίδου που καταδικάστηκε σε μια αγκυλωτική ακινησία. Ο αντρικός θίασος οδηγεί σε μια παρενδυσία με μεγάλο ενδιαφέρον που όμως και αυτή η πρόταση θαμπώνει από το συνονθύλευμα ιδεών: φουστανέλες, αρχαιοελληνικά φορέματα, στρατιωτικές στολές, κιμονό, μπανιερά, ένα Ριτσάκι με διχτυωτά ρουχαλάκια, φύκια, όστρακα της θάλασσας, πέρλες και τρίχες και μια θεούσα υπηρέτρια που έμοιαζε να έρχεται από άλλη παράσταση.

Η Ελένη Κοκκίδου είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο στο θέατρό μας. Ηθοποιός σπάνιας αισθαντικότητας, με τεχνική και σκηνική παιδεία. Εδώ έμεινε μόνη της να προσπαθεί χωρίς ουσιαστική καθοδήγηση. Ο Τάσος Γιαννόπουλος (Γιάννης) ισορροπημένος και με πηγαίο κωμικό ένστικτο, ο πάντα ουσιαστικός Κώστας Μπερικόπουλος (Μαριάνθη) μια μετρημένη θεούσα υπηρέτρια που γέρασε στο σπίτι της Φαύστας μ’ ένα εκρηκτικό ταμπεραμέντο που την βγάζει κυριολεκτικά από τα ρούχα της – σε μια σκηνή που δύσκολα όπως προείπα συνδέεται με το υπόλοιπο έργο. Άνευρο το Ριτσάκι του τόσο ικανού Βαγγέλη Χατζηνικολάου, συμβατικός μέσα στην τρέλα του ο Μενέλαος Χαζαράκης (κύριος Ιατρού), απολαυστική και γεμάτη ενέργεια η κυρία Ιατρού του Γιώργου Γιαννακάκου ο οποίος αποδεσμεύει μια λυτρωτική χαρά πάνω στη σκηνή που τόσο λείπει από την παράσταση (για να τη θυμάται κανείς η μακιγιαρισμένη ραφή του καλσόν στο πίσω μέρος του ποδιού!) και αρκετά άτεχνος ο Γιώργος Οικονόμου ως υιός Ιατρού. Θα ξεχωρίσω τη σκηνή αυτή, -της οξύτατης και εύστοχης κριτικής για την ευπρέπεια και την ηθικολογία του «αστικού» μας κώδικα-, όταν δηλαδή η οικογένεια Ιατρού έρχεται για να ζητήσουν τη μικρούλα Φαύστα καθώς και ο γιος τους αντίστοιχη μοίρα είχε- επέζησε και αυτός σε ένα ψάρι.

Στην παράσταση του Προσκηνίου, που σωστά θέλησε να απομακρυνθεί από την παράδοση της Στοάς, έγινε μια προσπάθεια να υπογραμμιστεί ο σουρεαλισμός του Μποστ ρίχνοντας το βάρος κυρίως στο εικαστικό κομμάτι με αποτέλεσμα να θαμπώσει το έργο και οι θεατές να βρίσκονται μπροστά στο πρώτο του επίπεδο δίχως κλειδιά για να προχωρήσουν. Κι όμως η πραγματικότητά μας, που το παράνομο είναι ηθικό, το νόμιμο ανήθικο, ο πλάγιος τρόπος ο γρηγορότερος, το όχι ναι, και το δεξιά και το αριστερά το ίδιο, είναι μια ιδανική συνθήκη για να μιλήσει η Φαύστα απευθείας στον θεατή.