Ο Εμίλ και οι ντετέκτιβ, το πιο γνωστό ίσως βιβλίο του Γερμανού συγγραφέα Erich Kästner, γράφτηκε το 1929. Έχει μεταφραστεί σε περισσότερες από 59 γλώσσες – στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση Άλκη Γουλίνη (αν και ο τίτλος είναι προσωρινά εξαντλημένος) – , έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και την τηλεόραση ενώ υπήρξε τεράστια επιτυχία στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας την περίοδο 2013 -2014. Το μυθιστόρημα, - κλασικό παιδικό μυθιστόρημα σήμερα -, θεωρήθηκε πρωτοποριακό την εποχή της συγγραφής του καθώς δίνει πρωταγωνιστικό ρόλο σε μια ομάδα παιδιών που αυτόνομα, χωρίς καμία βοήθεια από ενήλικες, αναλαμβάνει τον ρόλο ντετέκτιβ και επιδιώκει να διορθώσει μια μεγάλη αδικία ενώ παράλληλα θέτει σε πρώτο πλάνο το αστικό περιβάλλον, ως μέρος γεμάτο συναρπαστικές ευκαιρίες για περιπέτεια.
Πρωταγωνιστής είναι ο μικρός Εμίλ Τύσεν που ταξιδεύει μόνος του μέχρι το Βερολίνο για να δώσει στη γιαγιά του 140 μάρκα, ποσό τεράστιο για την εποχή που η κομμώτρια μητέρα του συγκέντρωσε με δυσκολία. Στο τρένο όμως θα συναντήσει τον κ. Σανταχιόνι, έναν επιτήδειο απατεώνα που καταφέρνει να τον κοιμίσει και να του πάρει τα χρήματα. Όμως ο Εμίλ δεν τον βάζει κάτω! Είναι αποφασισμένος να πάρει πίσω ό,τι του ανήκει. Ακολουθεί παντού τον κ. Στανταχιόνι με τη βοήθεια μιας παρέας παιδιών που γνωρίζει στο Βερολίνο. Όλοι μαζί δημιουργούν την πιο ικανή και συντονισμένη ομάδα ντετέκτιβ και καταφέρνουν να ξεσκεπάσουν τον κ. Σανταχιόνι!
Το μυθιστόρημα του Kästner αναδεικνύει με τρόπο μοναδικό τι μπορεί να καταφέρει μια ομάδα παιδιών που δρα ενωμένη. Στο πρόσωπο του Εμίλ αναγνωρίζουμε το σύμβολο της παιδικής δύναμης που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Χωρίς ίχνος ηθικοδιδακτισμού – μία από τις μεγάλες αρετές του μυθιστορήματος – αλλά με μπόλικο χιούμορ και φαντασία ο Εμίλ και οι ντετέκτιβ αποτελεί έναν ύμνο στην καλοσύνη και την αξία της αλληλεγγύης όπου το καλό βρίσκει τον τρόπο να κατατροπώσει το κακό.
Η διασκευή της Μιμής Ντενίση στην παράσταση στο Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού καταφέρνει να μείνει πιστή σε αυτό ακριβώς το πνεύμα του βιβλίου: χωρίς διάθεση διδακτισμού, με χιούμορ και φρεσκάδα διατηρεί στο επίκεντρο τους παιδικούς χαρακτήρες και ισορροπεί όμορφα την νεανική ορμή με την πότε διασκεδαστική και πότε απειλητική παρουσία του κ. Σανταχιόνι. Η γρήγορου ρυθμού σκηνοθεσία του Λευτέρη Γιοβανίδη συντονίζει και οργανώνει αποτελεσματικά τις ομαδικές παιδικές σκηνές επιτρέποντας σε παιδιά και ενήλικες να παρακολουθούν με άνεση την αρκετά περίπλοκη δράση. Η σκηνοθεσία εκμεταλλεύεται σωστά τις κωμικές δυνατότητες του απολαυστικού στο ρόλο του Αντώνη Λουδάρου αλλά και της Νεφέλης Ορφανού στο διπλό ρόλο της πελάτισσας και της γιαγιάς, ενώ σκιαγραφεί με ιδιαίτερα ευαίσθητο τρόπο την σχέση μητέρας-γιου – η Ναταλία Δραγούμη αποκαλύπτει μια πολύ τρυφερή και συνάμα δυναμική ερμηνευτική πλευρά της - σε μία μονογονεϊκή οικογένεια με σαφείς αναφορές στο σήμερα. Οι υπόλοιπες ερμηνείες όλες σωστά μετρημένες (Ανδρέας Κωνσταντινίδης, Γιώργος Μακρής, Πάνος Αγαζάντε, Τάσος Κοντογιώργας, Φώτης Κουτρουβίδης, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Μαριάννα Μαυριαννού, Δήμητρα Μπακαλγιάννη, Βίκυ Μπόλοση, Λίνα Πρίντζου) – πιο δυναμική σαφώς η παρουσία του Αλέξανδρου Καλπακίδη στο ρόλο του Εμίλ – με κυρίαρχη όμως την αίσθηση της ομάδας και λιγότερο την ξεχωριστή σκιαγράφηση του κάθε χαρακτήρα –. Στο τέλος ο θεατής φεύγει παίρνοντας μαζί του την αίσθηση του συνόλου – αίσθηση που συμβάλλει αναντίρρητα στη γοητευτική και ευχάριστη ατμόσφαιρα της παράστασης η οποία αν και δεν καταφέρνει να εμβαθύνει στους χαρακτήρες και να φτάσει στο βάθος των πραγμάτων, παραμένει μια παράσταση για όλη την οικογένεια, συγκινητικά τρυφερή και νοσταλγική.
Όπως και στο βιβλίο, η πόλη είναι αναπόφευκτα στο επίκεντρο: τρένα, αυτοκίνητα, τραμ, λεωφορεία και κόσμος πολύς που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε εφημεριδοπώλες δημιουργούν την αίσθηση ενός τόπου γεμάτου ευκαιρίες για νέες περιπέτειες. Η σκηνή του θεάτρου μέσα από τον συνδυασμό προβολών του Νίκου Δημητριάδη και των σκηνικών της Αθανασίας Σμαραγδή και των κοστουμιών της Παναγιώτας Κοκκορού μας μεταφέρει με έξυπνα κόλπα στο Βερολίνο της δεκαετίας του 1920. Είναι δύσκολο στοίχημα να γεμίσει η μεγάλη σκηνή του ΙΜΕ και να αποδοθεί η πυκνή αστική ατμόσφαιρα και στην πορεία κάποιες φορές η αχανής σκηνή τείνει να επικρατήσει – αν και σκηνοθεσία και χορογραφίες (επιμελημένη η δουλειά της Ζωής Χατζηαντωνίου) συνεργάζονται αρμονικά με τη σκηνογραφία για το σκοπό αυτό. Και αν όμως αυτό δημιουργεί στιγμιαία μια αμηχανία στο θεατή θα έλεγα ότι το στοίχημα εν τέλει κερδίζεται γιατί στο τέλος τέλος αυτή την αίσθηση της αμηχανίας απέναντι στην αχανή πόλη δεν έχει και ο ίδιος ο Εμίλ;
Άλλωστε πάντοτε ο κόσμος δεν φαντάζει τεράστιος μα συνάμα έτοιμος για κατάκτηση στα μάτια ενός παιδιού;
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.