της Ειρήνης Μουντράκη
Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, στα χρόνια της κρίσης, η πολιτική μας σκηνή έχει μετατραπεί σε μια σκηνή εντυπωσιασμού όπου η αλήθεια δεν έχει καμία θέση – πολύ μακριά από την ουσία της Δημοκρατίας. Το παράδοξο είναι πως Πολιτικοί και Πολίτες φαίνονται να έχουν αποδεχθεί το γεγονός πως όσα λέγονται από το βήμα της Βουλής δεν είναι παρά μόνο λόγια δίχως αντίκρισμα, λόγια χωρίς την βαρύτητα που η φύση τους θα όφειλε να έχει. Και εκεί ακριβώς που θα έπρεπε να είναι το άνδρο της ελεύθερης σκέψης, του κριτικού νου και της αλήθειας να επικρατεί το ψέμα, οι κεκαλυμμένοι λόγοι και η στενότητα σκέψης. Να επικρατεί το προσωπικό όφελος αντί του κοινού καλού. Να θεωρείται εκ των προτέρων βέβαιο το ότι ο πολιτικός μπορεί να πράττει ανενόχλητος ό,τι θέλει για το προσωπικό του συμφέρον χωρίς να υφίσταται κανενός είδους συνέπειες. Είναι παράλογο το γεγονός πως οι Πολίτες έφτασαν στο σημείο να παρακολουθούν τα όσα διαδραματίζονται στη Βουλή έχοντας επίγνωση πως πρόκειται για μία «παράσταση» που ουδεμία σχέση έχει με την αλήθεια.
Για να είμαστε όμως δίκαιοι θα πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτά δυστυχώς δεν είναι καινούργια φαινόμενα. Οι παθογένειες της ελληνικής πολιτικής είναι ορατές ήδη από τη σύσταση του νέου Κράτους. Η Βασίλισσα Αμαλία έγραφε σε επιστολή της στον πατέρα της το 1846: «Εδώ γλυκέ μου πατέρα, επικρατεί μια κατάσταση σαν να έχει πέσει ένα είδος ελονοσίας που προκαλεί τρέλα. Οι βουλευτές κάνουν πραγματικά σαν δαιμονισμένοι, ο καθένας από αυτούς θέλει να γίνει υπουργός, να επιβάλει τον εαυτό του στη κυβέρνηση και να διοριστούν οι δικοί του. Αν αυτό δεν γίνει, προσπαθεί να εκφοβίσει την κυβέρνηση και δίνει, για να αλλάξει και λιγάκι, την ψήφο του στους μεγαλύτερους εχθρούς του. Ας μη πολυλογώ, υπάρχει μια απίστευτη σύγχυση στα μυαλά, όλοι οι λογικοί άνθρωποι στενάζουν.»[1] ενώ ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της δανέζας Χριστιάνας Λυτ, συζύγου του προσωπικού ιερέα της Αμαλίας, το 1844: «Ο Λυτ και εγώ πήγαμε στην Εθνοσυνέλευση. Ήταν πολύ διασκεδαστικό να βλέπει και να ακούει κανείς αυτούς τους κυρίους να διαπραγματεύονται για το κοινό συμφέρον. Ο πρόεδρος, ο γέρο-Μαυροκοδράτος, καθότανε ψηλά και χτυπούσε το κουδούνι όταν παραγινότανε φασαρία. Έπρεπε να ψηφιστεί αν οι βουλευτές θα έπαιρναν μισθό ή όχι. Ο Θοδωρής Γρίβας, ο κουτσαύτης, ένας αντιπαθητικός χωριάτης, ήθελε να έχει μισθό, κι ένας όμορφος αξιωματικός φώναξε: άμισθος! Άρχισε τότε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο ένας τσακωμός, που τελείωσε με το να ορμήσουν κι οι δύο από τις θέσεις τους και να τρέξουν προς τα έξω, καθώς τα μακριά τους σπαθιά χτυπιόντουσαν δω κι εκεί. Δεν πείραξε όμως ο ένας τον άλλο, ήταν μόνο δύο θεατρίνοι, που βγήκαν περήφανα από τη σκηνή. Αυτοί οι άνθρωποι μπορούν να ρητορεύουν με μεγάλη ετοιμότητα και χρησιμοποιώντας πολλά όμορφα λόγια.»[2]
Ο νέος λογοτέχνης Κώστας Λεϊμονής αφουγκραζόμενος την εποχή του έγραψε το βραβευμένο από την Πανελλήνια Ένωση Λογοτεχνών διήγημα, Εκτός ύλης ή Ο μονόλογος ενός καθ’ ομολογία παράλογου, το οποίο μετατράπηκε σε ένα εύστοχο θεατρικό μονόλογο με παρακίνηση της σκηνοθέτιδας Κωνσταντίνας Νικολαΐδη.
Ο Πολιτικός του Κώστα Λεΐμονή είναι ένας Υπουργός που έχει την «ατυχία» κάποια στιγμή να δει τα πράγματα και από την πλευρά του Πολίτη (θυμίζει τον αγαπημένο Υπουργό Μαυρογιαλούρο του Αλέκου Σακελλάριου το 1965). Να ανακαλέσει τους λόγους που τον ώθησαν να ασχοληθεί με την πολιτική και τα όνειρά του για μια καλύτερη χώρα. Έτσι οδηγείται στην απόφαση να δημιουργήσει μια ρωγμή στο αδιασάλευτο σύστημα. Να μιλήσει «Εκτός Ύλης» και να πει όλα όσα δεν λέγονται στη Βουλή γιατί κανείς δεν θέλει να πει την αλήθεια, να γίνει δυσάρεστος και να χάσει τα κεκτημένα του. Εξάλλου, και οι Πολίτες είναι εκπαιδευμένοι με τέτοιο τρόπο ώστε ούτε αυτοί να θέλουν να τα ακούσουν.
Ο Πολιτικός μας ανεβαίνει στο Βήμα αποφασισμένος να εκφωνήσει τον τελευταίο του λόγο, να μιλήσει για πρώτη και τελευταία φορά την αλήθειά του και να αποσυρθεί από το πολιτικό προσκήνιο. Ένα οδυνηρό πέρασμα που θα τον μετατρέψει από Πολιτικό σε Πολίτη, ελπίζοντας ίσως ότι η δική του δημόσια παραδοχή θα πυροδοτήσει εξελίξεις. Ο Λεϊμονής μας δίνει ένα γοητευτικό και σκληρό κείμενο σε άμεση σχέση με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική μας πραγματικότητα, που μιλάει μεν για το παρόν αλλά είναι γερά πιασμένο από το παρελθόν μας και στραμμένο προς το μέλλον καθώς η ιστορία μας είναι γεμάτη με τέτοιες αντιστοιχίες που μας πληγώνουν ήδη το αύριο. Χωρίς κανέναν κομματικό χρωματισμό, με μια καθαρότητα και μια αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Ο Γεράσιμος Σκιαδαρέσης είναι ένας ηθοποιός που διαθέτει την αμεσότητα ενός ηθοποιού με μεγάλο λαϊκό έρεισμα, μια ευκολία στην επικοινωνία του με το κοινό αλλά και μια εντυπωσιακή υποκριτική μεστότητα. Λιτός αλλά ουσιαστικός, με ειδικό βάρος διαγράφει τη νοητική και συναισθηματική πορεία του χαρακτήρα του με δεινότητα και συγκρατημένη ευαισθησία αποφεύγοντας ευκολίες και μελοδραματισμούς. Ηθοποιός με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών του μέσων έφτιαξε με το υλικό του έναν άνθρωπο αληθινό και όχι έναν τύπο. Δεν είναι ο πολιτικάντης μπροστά μας που απογοητεύτηκε από το σύστημα που τον δημιούργησε και τώρα το απορρίπτει. Είναι ένας άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά στην οδυνηρή συνειδητοποίηση πως έχει χάσει τη ζωή του και τους ανθρώπους του, αλλά και την αλήθεια της ύπαρξής του. Μια καθηλωτική ερμηνεία από έναν πολύ καλό ηθοποιό – που τόσο αδικείται από την τηλεοπτική του εικόνα.
Η σκηνοθεσία της αποδεδειγμένα ικανής, εργατικής και πολλά υποσχόμενης νέας σκηνοθέτριας Κωνσταντίνας Νικολαΐδη στάθηκε με πολλή σεβασμό απέναντι στον ηθοποιό της βοηθώντας τον να βρει τα σημεία που πρέπει να πατήσει στέρεα για να πλάσει τον ρόλο του και ενορχηστρώνοντας αριστοτεχνικά την ερμηνεία του. Έφτιαξε μια υποδειγματική θα τολμούσα να πω συνθήκη φροντίζοντας να σπάει την μονοτονία του μονολόγου με μικρές σκηνές από το παρελθόν του που παρεμβάλλονται ως flashback (με δική της προτροπή γράφτηκαν από τον συγγραφέα) φωτίζοντας τον ήρωα, ενώ ταυτόχρονα παραπέμπουν και στον τρόπο γραφής του Άρθουρ Μίλλερ του αγαπημένου συγγραφέα του Υπουργού όπως μας πληροφορεί ο ίδιος. Στις σκηνές αυτές συμμετέχουν οι Τάσος Κονταράτος, Κωνσταντίνος Μουταφτσής, Μαγδαληνή Παλιούρα. Η σκηνοθέτις επέλεξε επίσης να παρεμβάλει το ηχητικό απόσπασμα όπου ο Μάνος Χατζιδάκις μιλάει για το πρόσωπο του τέρατος και τον κίνδυνο από τη συνήθεια της φρίκης και το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη «Η αγάπη είναι ο φόβος» για τις συνέπειες της σιωπής. Η σύνδεση είναι λειτουργική αν και δεν θα έλεγα ότι προσθέτουν στο τελικό αποτέλεσμα. Αντιθέτως, πολύ εύστοχα είναι τα δύο βίντεο της Αλεξάνδρας Μασμανίδη που παίζονται στην αρχή και στο τέλος της παράστασης δένοντας τον Πολιτικό με τον Άνθρωπο.
Είναι εντυπωσιακό το σκηνικό που έστησαν σε μια εποχή που - όπως σωστά και κατ΄επανάληψη έχει επισημάνει ο Γιώργος Σαρηγιάννης - έχουμε ξεχάσει πως είναι να παίζει μια παράσταση με κανονικό σκηνικό. Μια ολόκληρη βουλή, -το βήμα της ουσιαστικά-, έχει στηθεί από την άοκνη σκηνογράφο Πολυτίμη Μαχαίρα (η οποία έχει επιμεληθεί και το καλαίσθητο κοστούμι του Υπουργού) ενώ στη θέση των βουλευτών κάθονται οι θεατές οι οποίοι με το εύρημα αυτό γίνονται μέτοχοι της συλλογικής ευθύνης που όλοι αναπόφευκτα φέρουμε. Τη μουσική υπογράφει ο Γιώργος Περού και τους φωτισμούς ο Μανώλης Μπράτσης.
[1] Ανέκδοτες επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836-1853, Εστία, Αθήνα 2011 (μτφρ. Βάνα Μπουσέ – Μιχαέλ Μπουσέ)
[2] Χριστιάνα Λυτ, Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα. Μαρτυρία της εποχής., Ερμής 2011 (Γ’ έκδοση), μτφρ. Αριστέα Παπανικολάου Κρίστενσεν.
Στο διάστημα της παραμονής της στην Ελλάδα (1839-1852) η Χριστιάνα κράτησε σημειώσεις και ημερολόγια που αναφέρονται στη ζωή της στην Αθήνα. Παράλληλα αλληλογραφούσε με τους δικούς της στη Δανία.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.