Ακολουθώντας τις σκηνές του παραμυθιού, οι ήρωες παραιτούνται από οποιαδήποτε προσπάθεια να αποδώσουν αυτό που το κοινό γνωρίζει και περιμένει. Το παραμύθι δίνει τη βάση για να ορίσουμε την καθημερινότητα που μας σφίγγει και μας απελπίζει παίζοντας αιωνίως τον ρόλο του εαυτού μας. Υπερβολικά αστεία και υπερβολική ματαιότητα χαρακτηρίζουν όλους τους ήρωες, ένα ψεύτικο δάσος εισβάλλει μέσα στο σπίτι και όλοι οι χαρακτήρες αποδομημένοι λένε ό,τι ακριβώς σκέφτονται, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διηγηθούν αυτήν την τόσο γνωστή ιστορία της Κοκκινοσκουφίτας. Η Κοκκινοσκουφίτσα δεν είναι πια το σύμβολο της καλοσύνης που «διδάσκει» στα παιδιά να μη μιλάνε σε αγνώστους γιατί θα τα φάει ο κακός λύκος καθώς η συγγραφέας στρέφεται ενάντια στο σύγχρονο παραμύθι του ιδανικού, φιλειρηνικού (και δη υποταγμένου) ανθρώπου, εγκαλώντας τους θεατές να αποδεχτούν το «κακό» μέσα τους.