Μια συνάντηση με τον Βασίλη Παπαβασιλείου

  •  Συντάκτης: Κάλλος Μάριος
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 04/12/2015

Ο τρόφιμος της χρονιάς…

Κάπου στα παρασκήνια του Θεάτρου Τέχνης, στην οδό Φρυνίχου, συναντήσαμε τον Βασίλη Παπαβασιλείου. Από την ελληνική επανάσταση μέχρι τη «μέθη» του παρόντος, όλα ζωντάνεψαν μέσα από τα λόγια του, λίγο πριν αναφωνήσει «Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή, θα πεις και ένα τραγούδι», και βγει να μιλήσει σε όλους εμάς, τους τροφίμους του Άσυλου Ανιάτως Ψεκασθέντων Ολικής Υστερήσεως (ΑΑΨΟΥ).

 

Τι λειτούργησε ως εφαλτήριο για την παράσταση;

Η πρακτική ανάγκη. Κατά κάποιον τρόπο, αυτό το έργο είναι προϊόν της ελληνικής καταστροφής, δηλαδή έπρεπε να αντιμετωπίσω το πολύ πεζό υλικό πρόβλημα του βιοπορισμού. Τόσο απλό. Ξέρετε συνδέθηκα με μια παράδοση του θεάτρου, που θέλει τον αρλεκίνο πεινασμένο, να κατεβαίνει από τα βουνά του Μπέργκαμο, για να επινοήσει τον εαυτό του, αλλά αυτή είναι η μία παράδοση. Υπάρχει και η άλλη παράδοση, αυτή που συνδέεται με την Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. και το θέατρο ως επιχορηγούμενη τέχνη, η οποία είναι θεσμός της πόλεως. Οι εξελίξεις του φετινού καλοκαιριού, με το κλείσιμο των τραπεζών, την ματαίωση παραστάσεων και ούτω καθ’ εξής, με βρήκαν ίσως έτοιμο να ξανακάνω ένα βήμα, το οποίο συνδέεται με το έδαφος της σκηνής. Ισχύει και για εμάς, αυτό το περίφημο «μάθε τέχνη και άστηνε και αν πεινάσεις πιάστηνε».

 

Η παράσταση περιέχει όλα τα στοιχεία μιας σύγχρονης επιθεώρησης

Βέβαια! Το βασικό δραματουργικό πυρηνικό στοιχείο είναι το επιθεωρησιακό νούμερο, το οποίο καθοδόν τροποποιείται, εξελίσσεται, παράγεται. Η δομή αυτή είναι το βασικό νήμα που διαπερνά την παράσταση. Υπάρχουν τροπές σε ό,τι αφορά την εξέλιξη της περσόνας του Φωκίωνα Καπνίδη και κυρίως, υπάρχει αυτός ο φανταστικός συνομιλητής, ο γιατρός, που σχετικοποιεί με την παρουσία του εν τη απουσία του, την έννοια του μονολόγου.

 

Βασικό στοιχείο του πρωταγωνιστή, είναι η αδυναμία να διατηρήσει τον ειρμό της συζητήσεως.

Ακριβώς! Υπό την αίρεση πως θα κρατήσει τον ειρμό του, υπόσχεται διάφορα θέματα της ομιλίας του. Δημιουργώντας ένα χρονικό αναβαλλομένων ή διαψευδομένων θεμάτων, υπόσχεται πως θα αναπτύξει ένα θέμα που καθοδόν το χάνει, συναντώντας κάποιο άλλο.

 

Πολιτικός δηλαδή ο Φωκίωνας…

Απολύτως (γέλια). Εξάλλου νομίζω πως και η χειρονομία και το θέμα αυτό, είναι μια πολιτική κίνηση που παίρνει θέση μέσα στο παρόν. Το θέατρο ιστορικά, είναι μια ανταπόκριση στην κλήση του καιρού. Υπάρχει ένας καιρός, μέσα στο οποίο κάνουμε θέατρο. Μην ξεχνάμε πως ο ανάδοχος του δρόμου εδώ, ο Φρύνιχος, τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους, με πρόστιμό χιλίων δραχμών, επειδή τους θύμισε οικεία κακά με τη «Μιλήτου Άλωσις», έτσι; 

 

Η παράσταση τελειώνοντας, σε αφήνει να προσμένεις και για άλλο.

Ξέρετε, αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο. Θεωρητικά, αν με ρωτούσατε, η υπόθεση της φυσικής παρουσίας του ανθρώπου, που τελείται στο πλαίσιο του ζωντανού θεάματος, έχει να κάνει με τη διαλεκτική, με τις υποσχέσεις και τις πραγματοποιήσεις. Αυτό είναι θεμελιώδης λίθος της ρητορικής τέχνης. Ο ρήτορας στηρίζεται στη διαλεκτική των κλειστών και ανοικτών χαρτιών. Όταν ανοίγει τέσσερα χαρτιά, απευθυνόμενος στο κοινό, πρέπει να έχει πέντε κλειστά. Η υπόσχεση των πέντε χαρτιών, είναι που κρατάει ή ανανεώνει το ενδιαφέρον για τα τέσσερα χαρτιά που ανοίγεις. Είναι μια διαλεκτική συνεχών υποσχέσεων πραγματοποίησης και υπό αυτή την έννοια μπορώ να το ερμηνεύσω ως ένα πολύ ουσιαστικό εγκώμιο.

 

Μπορούν όμως, τα τεκταινόμενα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, να βρουν το αντίκρισμά τους στη σύγχρονη ελληνική σκηνή του σήμερα;

Δεν πιστεύω πως είμαι ο αρμοδιότερος για να μιλήσω για αυτό. Υπάρχουν όμως, άνθρωποι με ευαισθησίες και καταγραφές. Η ιδιαιτερότητα του έργου μας, έγκειται στο γεγονός, πως από μια άποψη, προηγείται η σκηνή και έπεται η γραφή. Το έργο είναι γραμμένο από τη σκοπιά της σκηνής, όχι από ένα συγγραφέα, αλλά από ένα σκηνοθέτη, ο οποίος κατεβαίνει στο στίβο, με τρείς ιδιότητες, του συγγραφέα, του σκηνοθέτη και του ερμηνευτή.

 

Στην παράσταση ο Φωκίων λέει: «Η πολύ Ελλάδα βλάπτει» και συμπληρώνει «είμαι Έλληνας και ως εκ τούτου, μου είναι αδύνατον να είμαι σοβαρός». Τελικά αυτό είναι το αρνητικό ή το θετικό των Ελλήνων;

Το συναμφότερον που έλεγε και ο φίλος μου ο Ζουράρης (γέλια). Στην πραγματικότητα δεν ξέρω. Ξέρω όμως πως αν υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτή έχει να κάνει με τον τρόπο γέννησης αυτού του κράτους και με τον τρόπο που έκανε τη διαδρομή του, αυτούς τους δυο περίπου αιώνες. Από μια άποψη, η Ελλάδα, είναι ένα ανέκδοτο με τη διπλή σημασία της λέξης. Ήταν η πρώτη χώρα στα Βαλκάνια που αποσπάστηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία μετά τον ξεσηκωμό, έφτασε σε μια διέξοδο με αίσια έκβαση, χάρη στην παρέμβαση και την παρουσία των ξένων δυνάμεων. Υπήρχε ένα στοιχείο ανεκδότου. Είναι πολύ αστείο αν προσέξετε το μορφωτικό επίπεδο του λαϊκού στοιχείου, το οποίο κατοικοέδρευε στις περιοχές του ξεσηκωμού. Ας πούμε επιεικώς, ότι σε σχέση με του άλλους τόπους του ελληνισμού της διασποράς υστερούσε. Βεβαίως, υπήρχε το πνεύμα αυτό, που καθοδηγούσε ή οδηγούσε την ελίτ στον ξεσηκωμό, αλλά η ζωντανή πραγματικότητα των ανθρώπων, απείχε από αυτό το ιδεώδες. Από μια άποψη, αυτό θεμελίωσε αρνητικά όλες τις προϋποθέσεις, για αυτό που λέμε πελατειακό κράτος και όλα αυτά που επί δυο αιώνες μας ταλαιπωρούν.

 

Επίσης στο κείμενο αναφέρεται πως «στην Ελλάδα, μόνο οι νεκροί δεν πεθαίνουν ποτέ». Μήπως και αυτό είναι ένα πρόβλημα;

Ναι! Είναι το τερατώδες της κληρονομιάς, δηλαδή για να στοιχειοθετήσεις μια ταυτότητα φανταστική χρειάζεται να κάνεις ένα μεγάλο άλμα και να πας από τον 19ο αι. στον 5ο αι. π.Χ. Την ιστορία της Ελλάδας, στιγμάτισε η παρουσία των μεγάλων νεκρών έτσι δεν είναι; Από μια άποψη υπερβαλλόντως μεγάλων διότι «το ελληνικό» δεν ήταν μόνο ο 5ος αι., ήταν και ο τέταρτος και ο τρίτος η παρακμή δηλαδή. Εμείς για λόγους ιδεολογικούς και πολιτικής, μείναμε και εξακολουθούμε σε ένα βαθμό και λόγω Ακρόπολης και λόγω των υλικών, ας πούμε, τεκμηρίων να κολλάμε στον 5ο αι. Κοιτάξτε, ένας τόσο μεγάλος τόπος είναι μια δίκοπη κληρονομιά και σε βάζει πολύ εύκολα στον πειρασμό να την εκδικηθείς, γιατί με τα μέτρα του αρχαίου τόπου, εσύ βγαίνεις πολύ μικρός.

 

Θεωρήστε από τους «δασκάλους» του θεάτρου. Τα νέα παιδιά έρχονται να σας ζητήσουν συμβουλές ή τους διακατέχει η «αλαζονεία» της νιότης;

Κοιτάξτε, είναι φυσικό να έχουν τα αμαρτήματα και της αρετές της νιότης. Δεν είναι πως είναι αλαζόνες, είναι πως δεν έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε στην Ελλάδα, ως χώρα ευρωπαϊκή, ένα θεατρικό σύστημα παραγωγής ανθρώπων. Αναφέρομαι και στην ανάδειξη και στην εκπαιδευτική διαδικασία, αλλά και στη διαδικασία παραγωγής. Ένα σύστημα τέτοιο, στο οποίο να δικαιώνονται οι υψηλότερες ή διαφορετικές απαιτήσεις των νέων και να δημιουργείται ένα περιβάλλον, όπου θα έχει νόημα να είναι κανείς, ας το πούμε, καλός. Για την ακρίβεια, όχι ακριβώς καλός, αλλά δημιουργικός ως προς μια πλευρά, η οποία εμπορικά δεν είναι αυτή, που έχει τη μεγαλύτερη αξία.

 

Ίσως αυτή η εμπορικότητα οδηγεί και τόσο μεγάλο αριθμό παιδιών στο θέατρο, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη σκληρότητα του.

Ναι, είναι πολύ σκληρό και επειδή ζούμε σε ένα καθεστώς, που θα το ονόμαζα παγκόσμια εκφραστική δημοκρατία, το θέατρο πια δεν απαγορεύεται. Όχι μόνον επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται. Εμείς ήμασταν ίσως η τελευταία γενιά στην Ελλάδα που λέγοντας πως θα πάμε στο θέατρο, συναντούσαμε ένα τοίχο αντιρρήσεων από τους γονείς μας. Επομένως για να πας στο θέατρο, θα έπρεπε να δώσεις έναν αγώνα και έπειτα από είκοσι χρόνια, αυτός ο τοίχος, όχι μόνο είχε πέσει, αλλά αντιθέτως, ένας κόσμος που τον ονόμαζαν «μεσαίο» και «μικρό» ενθάρρυνε τα παιδιά του, να πάνε στο θέατρο. Μην ξεχνάμε, πως στο μεταξύ ήρθε και η ιδιωτική τηλεόραση, εκδημοκρατίζοντας την εικόνα του ηθοποιού και μάλιστα ως επιτυχημένου επειδή έκανε 2 σήριαλ, πράγμα δηλαδή εντελώς πλασματικό. Είχε προηγηθεί βέβαια και ο κινηματογράφος, που διήρκησε σαν σύστημα παραγωγής μέχρι το ’70. Η γενιά μου, βγήκε στην επιφάνεια, μεταξύ του τέλους του ελληνικού κινηματογράφου και της ιδιωτικής τηλεόρασης.

 

Ναι αλλά ήσασταν μια γενιά που έτυχε να έχει δάσκαλους τα «τέρατα» του θεάτρου. Υπάρχουν πλέον τέτοιοι δάσκαλοι;

Ο δάσκαλος προκύπτει, εκεί που υπάρχει η ανάγκη του δασκάλου. Η ανάγκη του δασκάλου υπάρχει εκεί που υπάρχει η ανάγκη παραγωγής, είτε αυτή η παραγωγή είναι μιας βίδας είτε καλαμποκιού κτλ. Άρα θέλω να πω, πως ο δάσκαλος αναδύεται εκεί που υπάρχει το αίτημα δημιουργίας. Η χούντα αυτό τον κεφαλαιώδη ρόλο έπαιξε. Από το ’67 και μετά εισήγαγε βιαίως την Ελλάδα στη φάση της καταναλωτικής κοινωνίας. Πιστεύω πως για τριάντα χρόνια, οι Έλληνες είχαν ρυθμίσει το ρολόι σε αυτό, στο τι θα βρουν να αγοράσουν και με αυτή την έννοια, το τίμημα πληρώθηκε από όλους.

 

Τελικά οι Έλληνες θα βάλουμε ποτέ μυαλό ή θα μείνουμε για πάντα τρόφιμοι του ΑΑΨΟΥ;

Φαντάζομαι είναι δύσκολο να έχει κανείς μυαλό στην Ελλάδα. Καλή η Κρήτη, αλλά μόνο για να παίρνεις φόρα, έλεγε ο Καζαντζάκης. Φοβάμαι πως η Ελλάδα, είναι ένα εφαλτήριο, για αυτό θα δυσκολευτεί. Γιατί ξέρετε τι είναι η Ελλάδα; Το βλέπετε στο χάρτη. Ένα τσαμπί σταφύλι, μες στο αλμυρό νερό. Και όταν έχεις τα πόδια σου στο νερό, δεν μπορείς εύκολα να αποκτήσεις σταθερότητα. Βλέπετε τι γίνεται στα ελληνικά νερά, με τα ενεργειακά κοιτάσματα. Αυτό το νερό είναι που μας «φτιάχνει» και μας «χαλάει». Αυτή είναι η μοίρα των Ελλήνων. Η διαδικασία αυτή που περνάμε, στη μέση της δεκαετίας του ’10, περνάει μέσα απο συνθήκες καταστροφής. Ενός μοντέλου κοινωνικού και οικονομικού και φαντάζομαι, αυτό θα πάρει άλλα πέντε χρόνια για να ολοκληρωθεί. Άρα βρισκόμαστε μπροστά στο «τι θα κάνω την επόμενη μέρα;» Ωραία, έτσι έχτισα, έτσι έκλεψα, έτσι κορόιδεψα, αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι. Από παντού έρχονται τα σήματα, αλλά δεν ξέρω πόσο είμαστε έτοιμοι να τα σηκώσουμε. Βέβαια, και πάλι η ανάγκη θα δημιουργήσει τους ανθρώπους εκείνους και θα τους εμπνεύσει και εκείνοι θα εμπνεύσουν με τη σειρά τους άλλους, πως υπάρχει χαρά μέσα στο παιχνίδι της ζωής, όταν κανείς βάλει μπροστά ένα στοίχημα δημιουργίας και ελευθερίας.

 

Σιχτίρ ευρώ, μπουντρούμ δραχμή….εμείς τι τραγούδι θα πούμε;

Το νέο τραγούδι, αυτό που θα γράψουν αυτοί, οι άνθρωποι, που έχουν αυτό το φοβερό πραγματικά προνόμιο, να ζουν σε αυτό τον τόπο. Εδώ περνούν, αυτά που περνούν, λόγω ακριβώς αυτού του προνομίου, γιατί μερικές φορές το προνόμιο σε μεθάει. Οι συνέπειες της μέθης πληρώνονται. Ας δεχτούμε πως όπως και για τα άτομα, έτσι και για τα ανθρώπινα σύνολα υπάρχουν στιγμές που μεθούν, ε και; Υπάρχει και η επόμενη μέρα!

 

Τι θα θέλατε να παίρνει ο θεατής φεύγοντας;

Δεν θα ήθελα να εκπέμπεται ένα μήνυμα που κλείνει τη συζήτηση, αλλά που να ανανεώνει την απορία και την ερώτηση και τη διερώτηση του θεατή. Εμείς δεν υπάρχουμε για να δίνουμε απαντήσεις αλλά, για να ανανεώνουμε τις ερωτήσεις και την ανάγκη για ερωτήσεις, η οποία καθησυχάζεται μέσα στο πλαίσιο των κοινωνικών συμβάσεων των ρόλων. Εγώ θα ήθελα η εμπειρία αυτή να ανανεώνει τη διάθεση του θεατή για το επόμενο «γιατί».