Μια συνάντηση με τον Γιάννη Καλαβριανό

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 28/02/2020

Ο Γιάννης Καλαβριανός, σκηνοθέτης και συγγραφέας, υπογράφει με τη διπλή του ιδιότητα το Hotel Éternité που παίζεται στο Εθνικό μας Θέατρο, στη Σκηνή Νίκος Κουρκουλος. Μια παράσταση για τη φθορά, τον χρόνο και την αγωνία της ύπαρξης.  

 

Πόσο εύκολο είναι να γράφεις και να σκηνοθετείς ταυτόχρονα;

Δεν τίθεται ζήτημα ευκολίας ή δυσκολίας. Αυτός είναι ο τρόπος. Και για μένα είναι ο μοναδικός. Δεν διαχωρίζονται οι ειδικότητες ούτε η διαδικασία. Όταν στήνεται μία εικόνα, η σκηνοθεσία επιβάλει μία μακροσκοπική θεώρηση του συμβάντος. Κατά τη διάρκεια της συγγραφής ενυπάρχει η μακροσκοπική στην εστιασμένη λειτουργία. Εστιάζεις σε μία σκηνή, αλλά έχεις ολική θεώρηση της κατεύθυνσης, του ύφους και τις περσότερες φορές και της έκβασης. Η συγγραφή δηλαδή, ενέχει μέσα της και τη σκηνοθεσία. Και αυτό με απελευθερώνει.

 

Είναι πλέον μια διαδικασία που λειτουργεί αυτόματα; Ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης υπερτερεί;

Γίνεται όντως σχεδόν αυτοματικά. Δεν μπορώ να γράψω κάτι χωρίς να σκέφτομαι παράλληλα και τη σκηνική μεταφορά του, οπότε οι διορθώσεις, οι αλλαγές και οι εναλλακτικές πιθανές εκβάσεις δοκιμάζονται in situ.

 

Πως προέκυψε η ιδέα του Hotel Éternité;

Κάθε αφετηρία, δεν είναι ακριβώς η απαρχή, αλλά η στιγμή που συνιστάμενες ιδέες βρέθηκαν στο ίδιο σημείο και έφτιαξαν κάτι καινούριο. Μπορούμε δηλαδή να εντοπίσουμε το σημείο, την αφορμή, αλλά όχι όλες τις παραμέτρους. Αφορμή για το Hotel Éternité υπήρξε η αγορά ενός νέου σπιτιού και το άγχος που με κατέβαλε όταν έβλεπα να γίνονται μικροζημιές. Ήθελα όλα να παραμένουν άθικτα και όπως την πρώτη ημέρα αγοράς τους. Και έτσι γεννήθηκε η ιδέα της ύπαρξης ενός χώρου όπου τίποτε δεν παλιώνει, ένα καταφύγιο για όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν αντέχουν τις αλλαγές. Αλλά αυτή η αφορμή ίσως να μην γεννούσε καμία νέα ιδέα, εάν ήμουν σε μία άλλη ηλικία ή είχα να αντιμετωπίσω άλλα άμεσα ζητήματα. Η αφετηρία λοιπόν, δεν είναι ποτέ απλώς μία αφετηρία, αλλά η στιγμή που πολλά, άλλα εντοπισμένα και άλλα εντελώς άρρητα συστατικά συναντήθηκαν. 

 
Πως αισθάνεσαι όταν τα έργα σου ανεβαίνουν από άλλους; Ή όταν ανοίγουν τα φτερά τους για το εξωτερικό;

Μέχρι στιγμής έχω αρνηθεί κάθε ανέβασμα δικού μου έργου από άλλους σκηνοθέτες, με δύο εξαιρέσεις: τους ερασιτεχνικούς θιάσους, τα σχολεία, τις ομάδες νοσοκομείων, γηροκομείων κλπ που δεν έχουν εισιτήριο (σε όλες αυτές τις περιπτώσεις παραχωρώ τα έργα χωρίς δικαιώματα) και στον Κώστα Σιλβέστρο, έναν σκηνοθέτη που εκτιμώ πολύ και που σκηνοθέτησε το Αβελάρδος και Ελοΐζα στην Κύπρο. Με κάποιον τρόπο ήθελα να εξιλεωθώ και για το πόσο αυστηρός υπήρξα μαζί του, όταν ζήτησε να με συμβουλευθεί για το εάν θα έπρεπε να κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος, με τον Πλούτο του Αριστοφάνη, ενώ του δίνονταν μικρός χρόνος προετοιμασίας και ισχνές δυνατότητες παραγωγής. Τότε, τον είχα αποτρέψει, θεωρώντας το τόλμημα πολύ ριψοκίνδυνο. Ο Κώστας το έκανε, η παράσταση ήταν μια τεράστια επιτυχία και του χάρισε και το βραβείο σκηνοθεσίας. Ετεροχρονισμένα έτρεμα στην ιδέα πως μπορούσε να με είχε ακούσει. Του χρωστούσα λοιπόν μία θετική κίνηση και με κάποιον τρόπο το κάνω με το κείμενο, αφού ο ευγενικός του τρόπος που μου το ζήτησε και η αποδεδειγμένη αγάπη με την οποία δουλεύει τα κείμενα, με κάνουν να νιώθω ασφαλής.

Όταν από την άλλη τα έργα ξεκινούν μια πορεία για το εξωτερικό είτε με μεταφράσεις είτε με παραστάσεις, η αγωνία μου πολλαπλασιάζεται. Αυτή τη στιγμή έχουν μεταφραστεί: η Γρανάδα, στα Ισπανικά, το Αβελάρδος και Ελοΐζα, στα Γερμανικά και τα Ιταλικά και το Γιοι και κόρες, στα Αγγλικά, Ιταλικά, Γερμανικά, Βοσνιακά και τα Ισπανικά.


Υπάρχει κάποιο έργο που για κάποιον λόγο αγαπάς ιδιαίτερα;

Κάθε ένα έχει ένα μεγάλο κομμάτι της μέχρι τότε ζωής μου. Η αγωνία πολλαπλασιάζει κάθε φορά τη στοργή για το πιο πρόσφατο.

 
Ποια είναι η αίσθησή σου για τη θεατρική πραγματικότητα όπως διαμορφώνεται;

Διανύουμε μία μεταβατική εποχή και θεματολογικά και υφολογικά. Από τη μια, τα αντανακλαστικά του ελληνικού θεάτρου είναι γρηγορότερα, ενσωματώνοντας πιο άμεσα σύγχρονους προβληματισμούς και γεγονότα. Από την άλλη, παρατηρείται μία αντίστοιχη με την υπόλοιπη κοινωνία συντηρητικοποίηση και στροφή σε κατά κάποιον τρόπο ασφαλέστερες επιλογές ρεπερτορίου. Το θέατρο όμως δεν μπορεί να έπεται. Πρέπει τολμηρά να προτείνει. Σε μία εποχή που έχουμε εξοικειωθεί με την τεχνολογία και τα επιτεύγματά της, όπου τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές καταφέρνουν να εντοπίσουν δύσκολα θέματα και να τα επεξεργαστούν με προσιτό τρόπο, το ελληνικό θέατρο μοιάζει να μην έχει ακόμη βρει τον συγχρονισμό του με την ανάγκη του κοινού να βρεθεί σε αχαρτογράφητες περιοχές. Στις περισσότερες περιπτώσεις λοιπόν ακολουθεί ασθμαίνοντας, κάνοντας συντηρητικές προτάσεις, επανερχόμενο σε μοτίβα που δεν μπορούν πια να είναι βιώσιμα.  

 

Πόσο βοηθάνε οι πανεπιστημιακές σπουδές στο θέατρο. 

Όλα εξαρτώνται από το πώς τα χρησιμοποιεί ο καθένας και από το αποτύπωμα που του έχουν αφήσει αυτές οι σπουδές. Μπορείς ωραιότατα να βγεις από ένα πανεπιστήμιο, όπως ακριβώς μπήκες. Και η ελληνική ακαδημαϊκή πραγματικότητα το επιτρέπει αυτό σε αρκετές περιπτώσεις. Εάν τα χρόνια αυτά υπήρξαν αφορμή γόνιμου προβληματισμού, εάν ασκήθηκες στην εμβάθυνση, τη μεθοδικότητα, την ακρίβεια, την οργάνωση της σκέψης, την αναμονή της επιστημονικής επαλήθευσης και την αναγνώριση πως η επιστήμη είναι μία διπλανή και σε πολλές περιπτώσεις συμπληρωματική με την Τέχνη, απόπειρα ανάγνωσης του επιστητού, τότε όντως μπορούν να λειτουργήσουν ως μία μικρή σχεδία, για το ταξίδι στον ωκεανό του θεάτρου.

 

Συγγραφείς που αγαπάς ιδιαίτερα. 

Τον Ευριπίδη, τον Τσέχωφ, τον Σαίξπηρ, τον Μπρεχτ, την Σούζαν Λόρι Παρκς ως σταθερούς, με τη λίστα να ανανεώνεται ανά περίοδο.