Η παράσταση Που πας καλέ μου Λουστράκο; είναι ένα ιδιαίτερο και πρωτοποριακό έργο, που προσπαθεί να μετατρέψει το «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης» σε studio ραδιοφώνου. Οι ηθοποιοί υποδύονται δύο ραδιοφωνικούς παραγωγούς που προσπαθούν να μην μπερδέψουν το on και off air, αλλά και τις ερωτήσεις τους προς τον καλεσμένο. Το κοινό έχει τη δυνατότητα με μηνύματα προς την «εκπομπή», να κάνει ερωτήσεις στους ηθοποιούς, αλλά και στον καλεσμένο. Κάθε Δευτέρα, ένας διαφορετικός τραγουδιστής που είναι προσκεκλημένος στη θεατρική τους εκπομπή, απαντάει στις ερωτήσεις τους και τραγουδάει. Προς το παρόν, ο Κωστής Γωγιός, υπεύθυνος για τα κείμενα της παράστασης, απαντάει στις δικές μας ερωτήσεις.
Από το ραδιόφωνο στο θέατρο. Πόση σχέση υπάρχει μεταξύ τους;
Το ραδιόφωνο με το θέατρο είχαν σχέση από παλιά, πριν ακόμα εμφανιστεί η τηλεόραση ως τρίτο πρόσωπο και μπει ανάμεσά τους. Κλείνει σπίτια η τηλεόραση, δεν είναι αστεία αυτά τα πράγματα. Το θέατρο στο ραδιόφωνο ήταν για πολλά χρόνια μια μεγάλη αγάπη του κοινού. Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις έχεις να κάνεις με κοινό και την αλληλεπίδραση μαζί του. Στο ραδιόφωνο από την μία, δεν μπορείς να ξέρεις ακριβώς τις αντιδράσεις του κοινού, παρά μόνο αν στείλει κάτι. Στο θέατρο, τα πάντα είναι εμφανή. Ήταν καλό αυτό που έγραψες; Θα γελάσει ο θεατής και θα φανεί, θα αντιδράσει, θα χειροκροτήσει. Το κακό, βέβαια, με το θέατρο, είναι ότι θα φανεί και αν κοιμηθεί κάποιος. Τι να κάνουμε, άλλοι προτιμούν να βλέπουν λόγους πολιτικών για προβλήματα αϋπνίας. Προσπαθούμε να καλύπτουμε όλες τις ανάγκες. Ένα κοινό σημείο της συγκεκριμένης παράστασης με το ραδιόφωνο είναι η ύπαρξη μηνυμάτων από το κοινό. Οι θεατές καλούνται να χρησιμοποιήσουν τα κινητά τους τηλέφωνα και να στείλουν μηνύματα, τα οποία όχι μόνο εμφανίζονται στη γιγαντοοθόνη, αλλά διαβάζονται και από τους δύο ηθοποιούς. Στη δική μου περίπτωση, ο σχολιασμός της επικαιρότητας που κάνω στο ραδιόφωνο, μεταφέρεται εν μέρει και στο σανίδι.
Πώς προέκυψε η ιδέα για τον Λουστράκο; Και ιδιαίτερα για τον τίτλο της παράστασης;
Η όλη ιδέα της παράστασης ανήκει στον Παύλο Λάμπρου ή όπως τον αποκαλούμε όλοι στο Boem Radio, κύριο Πρόεδρο. Ο ιδιαίτερος τίτλος της παράστασης, προέρχεται από το blog που διατηρούσε, στο οποίο ανέβασε κάποια στιγμή ένα κείμενο με τον τίτλο «Πού πας καλέ μου Λουστράκο;». Η ανταπόκριση του κόσμου στο κείμενο, τον ώθησε στο να ονομάσει και την εκπομπή του έτσι. Η παράσταση – πνευματικό του παιδί, δεν θα μπορούσε να είχε κάποιον άλλο τίτλο. Από εκεί και πέρα, τα πάντα πήραν το δρόμο τους, από το μυαλό του Παύλου Λάμπρου στο «Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης», με διάφορες στάσεις για επιβίβαση των συντελεστών. Ιδανικοί στους ρόλους τους, οι ηθοποιοί Παναγιώτα Χαϊδεμένου και Αλέξανδρος Καναβός, έχοντας υπάρξει ραδιοφωνικό ζευγάρι, μεταφέρουν αυτή τη σχέση αγάπης-μίσους στο σανίδι. Εγώ, γνωρίζοντας από την μία πλευρά τους ηθοποιούς και ράβοντας πολλά σημεία πάνω τους και από την άλλη πλευρά αυτό που ήθελε να κάνει ο Π. Λάμπρου, έγραψα τα κείμενα. Ο Κωστής Καπελώνης, με την βοήθεια της Νάγιας Παπαπάνου, ανέλαβε να σκηνοθετήσει το όλο εγχείρημα και να βοηθήσει να αναμειχθεί η μαγεία του ραδιοφώνου με αυτή του θεάτρου. Ο Χρήστος Θεοδώρου «συμπρωταγωνιστεί» με τους ηθοποιούς, αφού με τα πλήκτρα του επί σκηνής, τους βγάζει πολλές φορές από τη δύσκολη θέση. Είναι μια πρωτότυπη ιδέα, που προσπαθεί και νομίζω καταφέρνει, να περάσει στον κόσμο, τι συμβαίνει σε ένα ραδιόφωνο, όταν ανοίγουν και κυρίως όταν κλείνουν τα μικρόφωνα.
Κάθε παράσταση και άλλος καλεσμένος, άρα και πολλές αλλαγές στα κείμενα;
Ο διαφορετικός καλεσμένος ανά παράσταση σημαίνει ότι μπορεί κάποιος θεατής να θελήσει να έρθει και επόμενη φορά. Προσπαθούμε λοιπόν να διαφοροποιούμε τα κείμενα, εντάσσοντας κυρίως κομμάτια της επικαιρότητας - και όχι μόνο. Δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε μια βασιλόπιτα που κοστίζει 12000 ευρώ ή τον ελληνοποιημένο Τομ Χανκς, που όπως κάθε άνδρας που παντρεύεται, πηγαίνει μόνο στο χωριό της γυναίκας του. Στις πρώτες παραστάσεις, για παράδειγμα, του νέου έτους, δεν μπορούσαμε να μην σχολιάσουμε τις εκπομπές που δίνουν συνταγές και τρόπους για να χρησιμοποιηθούν τα μελομακάρονα που περίσσεψαν. Είναι δυνατόν σε σπίτι που σέβεται τον εαυτό του να περισσέψουν μελομακάρονα; Οι κουραμπιέδες είναι μια άλλη κουβέντα. Για να επανέλθω στο θέμα, όμως, και να ολοκληρώσω την απάντηση, δεν μπορεί να αλλάξει όλο το κείμενο, καθώς δεν μπορούν και οι ηθοποιοί κάθε εβδομάδα να μαθαίνουν ολόκληρο νέο κείμενο και να κάνουν τις απαραίτητες πρόβες. Υπάρχει ένας βασικός κορμός, που και πάλι δεν είναι ο ίδιος κάθε φορά και προσθαφαιρούνται κομμάτια.
Χιουμοριστικά, άμεσα, γεμάτα ζωή και εικόνες κείμενα. Έχω την αίσθηση ότι είναι στάση ζωής;
Θεωρώ το χιούμορ έναν από τους τρόπους να αντιμετωπίζεις τα πάντα στη ζωή. Χρησιμοποιώ πολλές φορές το χιούμορ (ή έστω την προσπάθεια αυτού), για να βγω από δύσκολες καταστάσεις. Μου αρέσει, επίσης, πάντα να παρατηρώ και να χρησιμοποιώ την αμηχανία που προκύπτει σε καταστάσεις. Στο κεφάλι μου είναι τρομερά αστεία και ενδιαφέρουσα η παρατήρηση ενός ανθρώπου ή και του εαυτού μου σε συνθήκες αμηχανίας: πρώτο ραντεβού, τα αγαπημένα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, η χρήση του ασανσέρ (με το εξαιρετικό ποσοστό αποτελεσματικότητας σε αμηχανία παρά τον μικρό χρόνο παραμονής) και πολλά άλλα. Άβολες καταστάσεις που όλοι βιώνουμε και τις κρύβουμε ντροπιαστικά στο βάθος του μυαλού μας, εκεί δίπλα από το ράφι με τις «απαντήσεις που μου ήρθαν μετά, ενώ είχα ήδη φύγει». Το να δημιουργώ εικόνες στα κείμενα μου είναι κάτι που πάντα προτιμώ και, κυρίως, αγαπώ. Στην περίπτωση των Μέσων Μεταφοράς, όπου «εικόνες» μπορεί να μπει και η λέξη «μυρωδιές».
Πώς προέκυψε το θέατρο; Είναι αυτή η πρώτη επαφή;
Έλα ντε, αυτό προσπαθώ να καταλάβω κι εγώ. Όταν ο Παύλος Λάμπρου με κάλεσε και μου εξήγησε αυτό που είχε στο μυαλό του, μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Έτσι, όταν μου ζήτησε να γράψω τα κείμενα για αυτό, συμφώνησα αμέσως με χαρά. Είναι πολύ ενδιαφέρον και «περίεργο» να ακούς ζωντανά και από άλλα στόματα, αυτά που έχεις γράψει. Όταν γράφεις κάτι χιουμοριστικό, θες να σκέφτεσαι (ελπίζεις;) ότι αυτός που θα το διαβάσει, θα γελάσει. Όταν έχεις τη δυνατότητα να δεις αν συμβαίνει αυτό, είναι καταρχάς αγχωτικό και στη συνέχεια λυτρωτικό. Ναι, είναι η πρώτη επαφή με το θέατρο, τουλάχιστον από την αντίθετη πλευρά από τον θεατή. Χμ, μήπως, όμως, το αντίθετο του θεατή είναι αυτός που δεν βλέπει την παράσταση;
Με ποιο κριτήριο επιλέγονται οι καλεσμένοι και τι επιδιώκετε;
Οι καλεσμένοι πρέπει να είναι καταρχάς τραγουδιστές, ώστε να μπορεί να υποστηριχθεί το concept της παράστασης, δηλαδή το να τραγουδήσουν μαζί με τους ηθοποιούς επί σκηνής και κατά δεύτερον να ταιριάζουν. Να ταιριάζουν όχι τόσο με την παράσταση, όσο με μας. Δεν θεωρώ ότι ταιριάζει επί σκηνής, και μιλάω για μένα, όχι για τους υπόλοιπους της παράστασης, ένας καλλιτέχνης εγνωσμένης αξίας πχ, ο οποίος έχει ακραίες απόψεις. Δεν μπορεί η παράσταση να στηλιτεύει, με τη βοήθεια του χιούμορ, την ομοφοβία, τις ακροδεξιές απόψεις κλπ και να φέρουμε έναν καλεσμένο που τις προωθεί. Όσο κόσμο κι αν φέρει κάτι τέτοιο. Αν ο καλεσμένος που θα έρθει έχει και χιούμορ και κολλήσει αμέσως με το concept και τους πρωταγωνιστές, το αποτέλεσμα γίνεται ακόμα καλύτερο. Μέχρι τώρα, όσοι καλεσμένοι έχουν έρθει ήταν εξαιρετικοί και μπήκαν αμέσως στο νέο τους ρόλο σαν καλεσμένοι ραδιοφωνικής εκπομπής σε θέατρο, με χιούμορ, ατάκες και χαμόγελο!
Σας ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία και τις όμορφες ερωτήσεις σας. Για να μιλάτε μαζί μου, καταλαβαίνω ότι μάλλον σας έτυχε το μικρότερο ξυλάκι, αλλά σκεφτείτε ότι υπάρχουν και χειρότερα. Κάπου αυτή τη στιγμή, κάποιος είναι αναγκασμένος να απομαγνητοφωνεί λόγους του Άδωνι Γεωργιάδη ή του Κώστα Ζουράρι πχ.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.