Μια συνάντηση με τον Κωνσταντίνο Μάρκελλο

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 22/10/2018

 

Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος είναι ένας από τους νέους σκηνοθέτες που δημιούργησαν αίσθηση τα τελευταία χρόνια στο ελληνικό θέατρο. Ευγενής, προσεκτικός, ταλαντούχος και γεμάτος όρεξη είναι σίγουρο πως έχει να προσφέρει πολλά. Φέτος, ετοιμάζει ένα χατ-τρικ: Επανάληψη του περσινού του Ο Καραφλομπέκατσος & Η Σπυριδούλα της Κιτσοπούλου, γράφει την Απαγωγή της Τασούλας και πριν λίγες μέρες έκανε πρεμιέρα με το εξαιρετικό έργο της Πένυς Φυλακτάκη Φύκι στον βυθό.

 

Η στροφή σου με προς το σύγχρονο ελληνικό έργο είναι έντονη. Πως προέκυψε;

Η αλήθεια είναι πως έπειτα από τον Ταρτούφο του Μολιέρου και το Οφσάιντ-Εκτός Παιδιάς του Σέρτζι Μπελμπέλ βρέθηκα να δουλεύω μόνο με σύγχρονα ελληνικά έργα: Παρέλαση της Λούλας Αναγνωστάκη, Ο Καραφλομπέκατσος & Η Σπυριδούλα της Λένας Κιτσοπούλου, τώρα το Φύκι στο Βυθό της Πένυς Φυλακτάκη και νέο έργο-που τώρα γράφεται, Η Απαγωγή της Τασούλας,  σε λίγους μήνες.

Με την μόνιμη συνεργάτη μου Ελένη Στεργίου διαβάζουμε πολύ πριν επιλέξουμε τα έργα που θα ανεβάσουμε. Επιλέγουμε αυτά που μας κινούν να μιλήσουμε ως καλλιτέχνες, άλλοτε με ευθύ κι άλλοτε με πλάγιο τρόπο, για κάποιο από τα θέματα που απασχολούν εμάς ως πολίτες και -θέλουμε να πιστεύουμε- την κοινωνία στην οποία ανήκουμε. Η ενασχόληση με το σύγχρονο ελληνικό έργο δεν ήταν μια συνειδητή στροφή, αλλά μια συνθήκη που προέκυψε. Αναλύοντας την πορεία των πραγμάτων, εκ των υστέρων, μπορώ να πω πως: Είτε διαβάζοντας και διαλέγοντας έργα, είτε αποδεχόμενος κάποια πρόταση-ανάθεση, είτε γράφοντας ο ίδιος (τώρα, για πρώτη φορά) ένα κείμενο, οι επιλογές αυτές αποκαλύπτουν μια βαθύτερη ανάγκη για επικοινωνία με το κοινό πάνω σε μια βάση πρωτογενούς υλικού στενά συνδεδεμένου με την κοινή ταυτότητά μας ή/και την ιστορία μας.

Η Απαγωγή της Τασούλας, μάλιστα, είναι εμπνευσμένη από ένα πραγματικό γεγονός που έλαβε χώρα το 1950 στην Κρήτη, μια κοινωνία η οποία διατηρεί ακόμη και σήμερα ισχυρούς δεσμούς με την παράδοση, τον αρχαϊκό κώδικα τιμής και άλλα πολιτισμικά στοιχεία της χώρας. Σκέφτομαι πως μετά από αυτή τη βουτιά στις ρίζες μας, ίσως να παρουσιαστεί μια ανάγκη να δουλέψουμε πάνω σε έργα με διαφορετικά υφολογικά στοιχεία και αναφορές, όμως είμαι βέβαιος πως η σχέση μας με την ελληνική δραματουργία θα έχει και συνέχεια.

 

Τι πιστεύεις ότι μπορεί να κερδίσει ένας σκηνοθέτης δουλεύοντας με τη δραματουργία της χώρας του;

Κάθε καλλιτέχνης οφείλει να ανήκει στην εποχή του, να δανείζεται από την παράδοση και να εργάζεται με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Χωρίς να είμαστε σωβινιστές και αναγνωρίζοντας, φυσικά, την αξία των εισαγόμενων έργων τέχνης, στο θέατρο η δουλειά πάνω σε έργα της εγχώριας παραγωγής, σύγχρονα ή και παλαιότερα, λειτουργεί συνήθως ως γείωση και επιστροφή στα ουσιώδη. Η καταγωγή, η κουλτούρα, η γλώσσα είναι στοιχεία που διαμορφώνουν την ταυτότητα κάθε ανθρώπου, κάθε καλλιτέχνη και ο επαναπροσδιορισμός της μια στο τόσο λειτουργεί ως καθαρτικό.

 

 

Ποια είναι η γνώμη σου για τη σύγχρονη δραματουργία;

Αναγνωρίζω ότι υπάρχει στον τομέα της δραματουργίας -όπως και στα άλλα θεατρικά «πόστα»- ταλέντο και διάθεση. Υπάρχει μια ανάγκη για εξέλιξη και για αναζήτηση νέων ή και πρωτότυπων τρόπων έκφρασης. Αυτό, άλλωστε δεν είναι το ζητούμενο κάθε εποχής; Όμως πιστεύω βαθειά πως αυτή η προδιάθεση χρειάζεται γενναίες τομές από την θεατρική κοινότητα, υποστήριξη από το σύστημα της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης, από τον ακαδημαϊκό χώρο. Χρειάζεται και υπομονή από το κοινό. Οι άγραφοι νόμοι της αγοράς πιέζουν να είμαστε παραγωγικοί όλοι, σκηνοθέτες, συγγραφείς, ηθοποιοί, όμως έχουμε ανάγκη από δυνατά θεμέλια (και τι άλλο είναι η δραματουργία για το θέατρο…;) για να συνεχίσουμε να στοχεύουμε ψηλά.

 

 

Τι αναζητά στα έργα που επιλέγει ένας νέος σκηνοθέτης; 

Προσωπικά, τα έργα που με ενδιαφέρουν είναι εκείνα που δεν περιστρέφονται με μαεστρία γύρω από τον εαυτό τους. Είναι έργα που μεταχειρίζονται την πλοκή με τρόπο τέτοιον που επιτρέπει στον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς να  πλάσουν  για χάρη του θεατή έναν παράλληλο «μύθο», όχι απαραίτητα προσπελάσιμο με το λογικό. Έργα που αφήνουν το περιθώριο για μια συνομιλία μεταξύ κοινού-ηθοποιών-συγγραφέα υπαινισσόμενα την θέση -ή την πρόθεσή-  του. Έργα που επιτρέπουν στον θεατή να κάνει τις δικές του προσωπικές συνδέσεις, κρατώντας τον ενεργό κατά την διάρκεια της παράστασης, σχεδόν συνδημιουργό ενός υπό-κειμένου που αποκαλύπτει όσα ακόμα και το βασικό κείμενο δεν γνωρίζει.

 

 

Πως αντιμετωπίζεις το χάος της θεατρικής δραστηριότητας στην Αθήνα. Ποιες είναι οι προκλήσεις και ποιοί οι κίνδυνοι;

Είναι τρομακτικός ο αριθμός των παραστάσεων που ανεβαίνουν κάθε χρόνο στην Αθήνα. Όταν η καλλιτεχνική δημιουργία συνδέεται με την επιβίωση, και μπολιάζεται με όρους αγοράς ή marketing, ξεκινάμε από μια ήδη προβληματική βάση. Αναρωτιέμαι αν θα μπορούσε να σχεδιαστεί ένα περισσότερο υγιές πλαίσιο καλλιτεχνικής (πρακτικής και θεωρητικής) εκπαίδευσης, αν οι καλλιτεχνικές σχολές έπαυαν να λειτουργούν ως επιχειρήσεις, αν η εκπαίδευση γινόταν ακαδημαϊκή, αν μειώνονταν ο αριθμός των αποφοίτων των σχολών σε ετήσια βάση, αν στοχεύαμε στην κατάρτιση και την γνώση αντί στην παραγωγικότητα… Όσον αφορά στην σκηνοθεσία, η ίδρυση Σχολής Σκηνοθεσίας στους κόλπους του Εθνικού Θεάτρου είναι ένα χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο γεγονός. Ειδικά σε αυτόν τον τομέα χρειαζόμαστε σκληρή εκπαίδευση, η οποία μέχρι τώρα ερχόταν μόνο από σπουδές και σεμινάρια στο εξωτερικό, ή από γνώση μέσα από την πράξη. Η τελευταία αυτή πρακτική μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική έκθεση και υπερδραστηριότητα, η οποία μπορεί να δίνει από την μια την δυνατότητα -ιδιαιτέρως σε έναν νέο σκηνοθέτη- να «δείξει την δουλειά του» στο κοινό, αλλά πιθανότατα δεν τον βοηθά να βρει τον δρόμο του.

 

Μπορεί ένας νέος σκηνοθέτης να δείξει ποιος είναι/ να βρει τον δρόμο του όταν αναγκάζεται να κάνει πολλές δουλειές σε μικρό διάστημα;

Προσωπικά, την φετινή σαιζόν έχω αναλάβει τρεις δουλειές,  και παρ’ όλο που η μία μόνο μοιάζει να ξεκινάει από το μηδέν (η προγραμματισμένη για τον Φεβρουάριο νέα παραγωγή των This Famous Tiny Circus) και οι άλλες δύο (η αντικατάσταση του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη από τον Θύμιο Κούκιο στην επανάληψη του Καραφλομπέκατσου & της Σπυριδούλας της Λένας Κιτσοπούλου, και η ολοκλήρωση της σκηνοθεσίας και σκηνική πρόοδος σε παράσταση του έργου το Φύκι στο Βυθό που παρουσιάστηκε πέρυσι στα Αναλόγια του θεάτρου Τέχνης), νιώθω πως επειδή δεν είμαι διατεθειμένος να κάνω εκπτώσεις στην δουλειά μου, το τίμημα που καλούμαι να πληρώσω (σωματικά και ψυχικά) είναι μεγάλο και ικανό να με αποτρέψει να επαναλάβω την ίδια πρακτική, τουλάχιστον σύντομα. Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, δεν είναι αμελητέα και η ικανοποίηση κάθε φορά που ολοκληρώνεται μια δουλειά. Έχω, όμως, την ανάγκη να την παραδίδω βέβαιος πως έκανα  ό, τι καλύτερο μπορούσα.

 

Ποιό είναι το θέατρο που ονειρεύεσαι;

Ονειρεύομαι ένα θέατρο που δεν παίρνει στα σοβαρά τον εαυτό του, αλλά κάνει τον θεατή να το πάρει στα σοβαρά. Που φτιάχνεται με πολύ σοβαρή δουλειά αλλά μπορεί και  παιχνιδίζει τόσο με την σκηνή, που η δουλειά δεν φαίνεται. Ένα θέατρο χωρίς μεγάλα «εγώ». Ένα θέατρο συνδιαλλαγής, διάκρισης ρόλων και αλληλοσεβασμού που βελτιώνει πρώτα την επικοινωνία ανάμεσα στους συνεργάτες κι έπειτα την επικοινωνία της σκηνής με την πλατεία.

 

 

Φύκι στο βυθό. Γιατί αυτό το έργο; Τι ήταν αυτό που σε προκάλεσε;

Η πρόταση της Πένυς Φυλακτάκη να σκηνοθετήσω το έργο της συναντήθηκε με την ανάγκη μου να εξελίξω την γλώσσα της σκηνικής αφήγησης που υιοθετώ και μεταχειρίζομαι ως άξονα σε όλες μου τις σκηνοθεσίες. Με γνώμονα τον σεβασμό στο κείμενο, φροντίζω σε κάθε δουλειά να δημιουργώ έναν τρίτο χώρο ανάμεσα στο έργο και τον θεατή, όπου οι δυο αυτοί πόλοι θα μπορέσουν να συνομιλήσουν απρόσκοπτα, χωρίς την επιβεβλημένη επιστασία των πρωτογενών δημιουργών της παράστασης –του συγγραφέα, του σκηνοθέτη, των ηθοποιών. Το Φύκι στο Βυθό, ένα -εκ πρώτης όψεως μόνο- συμβατικό οικογενειακό δράμα με λυρικά και μεταφυσικά στοιχεία, μου προσέφερε το έδαφος γι’ αυτό που κάποιοι θα ονόμαζαν πειραματισμό, και που για μένα ήταν μια καλή ευκαιρία να εμπιστευτώ ακόμη περισσότερο το ένστικτό μου και να οξύνω τα εργαλεία μου. Για να συμβεί αυτό χρειάστηκε η συνεισφορά και η εργατικότητα των ηθοποιών, αλλά και των υπολοίπων συντελεστών, ιδιαιτέρως της Ελένης Στεργίου που αυτή τη φορά βρέθηκε εκτός σκηνής και η βοήθειά της στην σκηνοθεσία ήταν καταλυτική.

Η αρχική πρόκληση έχει πλέον μετουσιωθεί σε μια βουτιά στο κενό, καθώς τα υλικά από τα οποία έχει φτιαχτεί η παράσταση δεν προσφέρουν καμία ασφάλεια, καμία ευκολία. Είναι ένα καλλιτεχνικό προϊόν που παίζει με τα όρια ηθοποιών και θεατών σε καθημερινή βάση. Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι πλέον να κρατήσουμε έτσι, ζωντανή και ανοιχτή, την σχέση μας με την παράσταση και το κοινό ως το τέλος

 

 

Τα σχέδιά σου για το μέλλον. 

Μαζί με την Ελένη Στεργίου πρόκειται να συγγράψουμε την Απαγωγή της Τασούλας, ένα πρωτότυπο έργο, εμπνευσμένο από το ομώνυμο θρυλικό γεγονός που έλαβε χώρα στο Ηράκλειο της Κρήτης πριν από 68 χρόνια και συγκλόνισε την εγχώρια και κοινή διεθνή γνώμη. Λίγους, μόλις, μήνες μετά την λήξη του εμφυλίου μια ερωτική ιστορία με σοβαρές πολιτικές διαστάσεις, παρ’ ολίγον να προκαλέσει νέο εμφύλιο στην Κρήτη, ένα μέρος της Ελλάδας που δεν γνώρισε εμφύλιο. Την δραματουργική επιμέλεια θα αναλάβει ο Ανδρέας Στάικος, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί πριν τρία χρόνια στον Ταρτούφο, ενώ την μουσική θα γράψει ο Νίκος Ξυδάκης. Η παράσταση θα ανέβει στο Θέατρο Σταθμός στις 6 Φεβρουαρίου και θα παίζεται κάθε Τετάρτη στις και Πέμπτη.