Μια συζήτηση με την Κάτια Αρφαρά

  •  Συντάκτης: Καρανάτσης Χρήστος
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 18/09/2014

Το Δεκέμβριο του 2010 η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση άνοιγε τις πύλες της στο κοινό σε μια περίοδο κρίσης και έντονης ανασφάλειας. Στόχος της η στήριξη του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού μακριά από αποκλεισμούς και στεγανά.

Αυτή την πρόθεση υπογραμμίζει συχνά και η Κάτια Αρφαρά, καλλιτεχνική διευθύντρια Θεάτρου και Χορού στη Στέγη, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας για το έργο της Στέγης τα σχεδόν τέσσερα χρόνια ζωής της αλλά και για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα στο σανίδι και την άκρη της θεατρικής πένας.

Η φωνή της έχει καθαρότητα. Τα λόγια της, μέτρο. Κάποιες στιγμές και ενώ μιλά ή ακούει, τα χέρια της σχεδιάζουν επαναλαμβανόμενα γεωμετρικά σχήματα στο χαρτί. Σαν να επεξεργάζεται παράλληλα το μελλοντικό προγραμματισμό ενός πολιτιστικού χώρου που δείχνει μέχρι σήμερα, να αφουγκράζεται και να «επικοινωνεί» επιτυχημένα τις αλλαγές στη ζωή και τις συνήθειες της πόλης που τον φιλοξενεί μα ταυτόχρονα και τις φωνές κοντινών ή μακρινών κόσμων που βρίσκονται πια σε αδιάκοπη σύνδεση μεταξύ τους.

Η συζήτησή μας ξεκινά με αφορμή το Stage, την πρώτη πλατφόρμα νέων δημιουργών του θεάτρου που οργάνωσε και φιλοξένησε πριν από 12 μήνες η Στέγη.

«Με το Stage προσπαθήσαμε να χαρτογραφήσουμε νέες τάσεις. Τι ενδιαφέρει  περισσότερο σκηνοθετικά και δραματουργικά τα νέα παιδιά που βγαίνουν τώρα από τις σχολές και που βρίσκονται σε αυτό τον πολύ σκληρό χώρο που λέγεται παραστατικές τέχνες στην Ελλάδα, ποιος είναι ο δρόμος που  επιλέγουν. Προτιμούν να ανεβάσουν πιο κλασσικά κείμενα; Γράφουν δικά τους;Επιλέγουν να ασχοληθούν με το επινοημένο θέατρο που κυριαρχεί στις νέες ομάδες»;

Μου μιλά αναλυτικά για τους καλλιτέχνες που παρουσίασαν τις προτάσεις τους σε αυτή την πλατφόρμα. Ανάμεσα στις λέξεις, διακρίνω αυτό που εύστοχα συνοψίζει όταν συζητούμε τα κριτήρια επιλογής των συγκεκριμένων δημιουργών.

«Βασικό κριτήριο επιλογής ήταν το πόσο συγκροτημένη και σαφής ήταν η δραματουργική τους πρόταση. Τι ήθελαν δηλαδή να ανεβάσουν στη σκηνή, πόσο σχέση είχε με αυτό που συμβαίνει τώρα, πόσο μας αφορά εμάς τους θεατές, τους πολίτες του σήμερα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η πρόθεση των συγκεκριμένων ομάδων να πειραματιστούν σε λιγότερο γνωστά μονοπάτια. Πόση αυτοπεποίθηση και θάρρος είχαν να τολμήσουν συνεργασίες με άλλους καλλιτέχνες από άλλους χώρους».

Αντίστοιχη τόλμη, ενδεικτική του περιεχομένου του προγραμματισμού της, έδειξε και η Στέγη από τους πρώτους μήνες λειτουργίας της. Σε λίγα μόνο λεπτά η καλλιτεχνική της διευθύντρια στον τομέα του θεάτρου και του χορού, καταφέρνει να με ταξιδέψει από τη βωβή παράσταση Sound of Silence του Λετονού Alvis Hermanis και την Πόλη-κράτος του θιάσου Κανιγκούντα, που η Στέγη στήριξε πέρα από τη σκηνική φιλοξενία της με μια παράλληλη έκδοση του κειμένου της, στην εμπιστοσύνη που έχει δείξει στα πρόσωπα νέων δημιουργών όπως η Λένα Κιτσοπούλου και ο Δημήτρης Καρατζάς.

Εστιάζω στο θέμα της γραφής και τα χαρακτηριστικά των νέων θεατρικών κειμένων. Τι φέρουν; Ποιες είναι ενδεχομένως οι αδυναμίες τους; Τι συμβαίνει με το δημοφιλές θέμα της «φλυαρίας»;

«Υπάρχουν πολλές διαφορετικές γραφές. Κάποιες ίσως όχι τόσο συμπυκνωμένες,τόσο σαφείς. Αλλά βλέπουμε και συγγραφείς όπως ο Γιάννης Μαυριτσάκης που ακολουθεί ένα δικό του δρόμο, ή ο Δημήτρης Δημητριάδης που σίγουρα δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις φλύαρη τη γραφή του. Φλύαρο μπορεί να καταντήσει οποιοδήποτε κείμενο είναι κακό. Ακόμα και μια παράσταση μπορεί να είναι φλύαρη γιατί δεν είναι μόνο θέμα κειμένου. Είναι θέμα σκηνικής γλώσσας.

Σημασία έχει να ξέρουμε ότι γράφουμε για το θέατρο. Να υπάρχει συναίσθηση ότι αυτό που γράφεται θα παιχτεί στη σκηνή. Για εμάς στη Στέγη είναι επίσης πολύ σημαντική και η επαφή με το τι συμβαίνει τώρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ψάχνουμε κείμενα που μιλάνε για θέματα επικαιρότητας ή δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος, αλλά για κείμενα που αφουγκράζονται τις αγωνίες και τα αδιέξοδα του σήμερα και θέτουν ερωτήματα. Το σήμερα φυσικά μπορεί να μιλήσει και στις επόμενες γενιές. Δεν σημαίνει ότι αυτές οι γραφές είναι θνησιγενείς ή πως έχουν πολύ μικρό χρόνο ζωής. Τα καλά κείμενα που αφορούν το σήμερα, παραμένουν».

Τη ρωτάω που μπορεί να οφείλονται οι αδυναμίες που έχει διακρίνει στα νέα κείμενα και ειδικότερα εκείνα του devised θεάτρου. Μου αναφέρει τον όρο «δραματουργία». Νιώθω σαν να έχουμε χτυπήσει φλέβα χρυσού.

«Στην Ελλάδα έχουμε ελάχιστους δραματουργούς με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Ένας δραματουργός μπορεί να δουλέψει με ένα κλασσικό κείμενο, ένα devised κείμενο, με ένα κείμενο σύγχρονου συγγραφέα ή μια παράσταση χορού.

Εμείς στη Στέγη, για παράδειγμα, από την πρώτη χρονιά είχαμε οργανώσει ένα σεμινάριο για χορογράφους, χορευτές και δραματουργούς, με τη δραματουργό Hildegard De Vuyst  που έχει συνεργαστεί με τον Alain Platel, τους Rootless Roots, κ.ά. Φέτος στο Νο Mans Land υπήρξε μια δραματουργική ομάδα Ελλήνων που συνεργάστηκε με τον  Dries Verhoeven πάνω στο κείμενο.

Υπάρχουν λοιπόν, νέα παιδιά που θέλουν να ασχοληθούν.Εμείς απλά βάζουμε κάποια πρώτα πετραδάκια. Αλλά για να καλυφθεί το κενό θέλει χρόνο και συστηματική δουλειά.Τουλάχιστον, όσον αφορά την Ελλάδα, είμαστε στο στάδιο που αντιλαμβανόμαστε ότι η ανάγκη του δραματουργού είναι συνειδητή».

Στη συνέχεια μου εξηγεί πως είναι λογικό να είμαστε πίσω σε σχέση με το θέμα «δραματουργία», μιας και οι σχολές θεατρικών σπουδών στην Ελλάδα είναι πολύ νέες σε ηλικία σε σχέση με αντίστοιχες σχολές στη Γερμανία ή το Βέλγιο και έδωσαν αρχικά βαρύτητα στην ιστορία και την παραστασιακή πορεία του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου και τους κλασσικούς.

Πριν κλείσουμε, της ζητώ τη γνώμη της για το αύριο της ελληνικής δραματουργίας. Η απάντησή της εμπεριέχει ελπίδα αλλά και ανάγκη οργάνωσης και δημιουργικής επαγρύπνησης.

«Πρέπει να βρεθούν τρόποι, (κράτος, ιδιωτικοί φορείς, εμείς στη Στέγη), να στηρίξουμε το σύγχρονο ελληνικό έργο είτε με εκδόσεις νέων κειμένων, κυκλοφορία τους στο εξωτερικό μεταφρασμένα σε άλλες γλώσσες, είτε μέσα από διάφορα δίκτυα, που προωθούν το σύγχρονο ευρωπαϊκό έργο, που στηρίζουν και ενθαρρύνουν τους νέους συγγραφείς ώστε να υπάρχουν κάποιοι τρόποι επιβίωσης μέσα από την συγγραφή ενός έργου.

Ας ενισχύσουμε το κομμάτι του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού που περνάει κρίση. Υπάρχουν ομάδες που έχουν δεκάχρονη πορεία πίσω τους και προσπαθούν να συνεχίσουν να δημιουργούν.Φυσικά χρειάζεται χρόνος για να στηθεί ένα τέτοιο πλάνο και συστηματική προώθηση του έργου. Αυτή τη στιγμή όμως το υπουργείο πολιτισμού δεν ασχολείται με αυτό. Εμείς στη Στέγη προσπαθούμε αλλά δεν μπορούμε να καλύψουμε όλα τα κενά που υπάρχουν στην προώθηση. Είναι άσχημο να καλούνται Έλληνες καλλιτέχνες  στο εξωτερικό να παρουσιάσουν το έργο τους και να μην υπάρχει κάποιος να καλύψει τουλάχιστον τα μεταφορικά τους, τη στιγμή που αντίστοιχες ή πρωτοεμφανιζόμενες ομάδες στο εξωτερικό στηρίζονται από ένα σύστημα ενίσχυσης στο οποίο συμμετέχει η τοπική αυτοδιοίκηση τα υπουργεία πολιτισμού και εξωτερικών και ιδιωτικοί χορηγοί. Αν δεν γίνουν αυτές οι αλλαγές, το μέλλον θα καταστεί ζοφερό σε  μια εξαιρετική στιγμή για το ελληνικό θέατρο που καλό θα ήταν να αξιοποιηθεί εγκαίρως».

Η φωτογραφία της κ.Αρφαρά είναι της Λουκίας Μητσάκου