«Η Γυάλα» είναι ένα σύγχρονο ελληνικό έργο, γραμμένο στην Αθήνα του 2012, από μια νέα συγγραφέα, την Τζένη Δάγλα. Το έργο ανέβηκε πρώτη φορά στο «Φούρνο», τον περασμένο Απρίλιο, ενώ έχει ήδη ξεκινήσει νέος κύκλος παραστάσεων στο ίδιο θέατρο, από τις 9 Οκτωβρίου. Η σκηνοθέτις της παράστασης, Άσπα Τομπούλη, μιλάει για την παράσταση αυτή.
Ας αρχίσουμε κάπως ανορθόδοξα τη συνέντευξη αυτή, ξεκινώντας από το τέλος. Συγκεκριμένα, θα ήθελα να αρχίσουμε από τα extensions, όπως τα ονοματίζει η συγγραφέας, που βρίσκονται στο τέλος του θεατρικού έργου. Θέλετε να μου μιλήσετε σχετικά με αυτά; Περί τίνος πρόκειται και γιατί ενσωματώθηκαν στο υπόλοιπο έργο σε δεύτερο χρόνο;
Διάβασα τον μονόλογο Η Γυάλα της Τζένης Δάγλα το 2012. Το κείμενο μου άρεσε. Η Λούση, (Μάνια Παπαδημητρίου) η ηρωίδα της Γυάλας, με αφορμή την αυτοκτονία ενός άνεργου γείτονα, παλιού συμμαθητή της, ανακυκλώνει τη ζωή της και την ερωτική της απογοήτευση. Η Αθήνα της κρίσης - η πόλη - έχει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, στοιχείο που τονίζεται και στην παράσταση.
Πριν από ενάμισι περίπου χρόνο, καθώς προγραμματιζόταν η παρουσίαση του έργου στο Φούρνο, ρώτησα την Τζένη, αν θα σκεφτόταν την πιθανότητα να συμπεριλάβει στο μονόλογο κάτι για το πλήθος των ανθρώπων που εγκλωβίζονται στην πόλη αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο. Της είπα ότι το θέμα των προσφύγων και των μεταναστών – της μετακίνησης των πληθυσμών μάλλον, γιατί περί αυτού πρόκειται – θα έπρεπε να υπάρχει σε ένα τέτοιο κείμενο. Μου απάντησε, ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να προσθέσει κάποιες, λίγες φράσεις (όπως και το έκανε) αλλά όχι κάτι περισσότερο, γιατί το κείμενο είναι ένας πλήρης μονόλογος ως έχει. Κατάλαβα την άποψή της και η συζήτηση έμεινε εκεί. Σε μία κατοπινή μας συνάντηση, της πρότεινα να γράψει δυο επιπλέον, μικρά κείμενα, το καθένα να αφορά στην εμπειρία ενός πρόσφυγα στο ταξίδι του προς την Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο, και ο μονόλογος θα έμενε ως ήταν και θα υπήρχε η δυνατότητα να γίνει χρήση των 2 πρόσθετων αυτών μερών από όποιον θα ήθελε να τα χρησιμοποιήσει για παράσταση. Της είπα, μάλιστα, ότι δεν ήξερα ακόμα αν και πως θα τα μεταχειριζόμουν.
Η Τζένη ανταποκρίθηκε στην ιδέα των δύο επιπλέον, ανεξάρτητων από το μονόλογο, κειμένων. Έγραψε δύο κείμενα τα οποία ονόμασε «extensions» - προεκτάσεις. Στο τυπωμένο κείμενο από τις Εκδόσεις Σοκόλη, τα 2 extensions δημοσιεύονται ως 2 επιπλέον κείμενα μετά το τέλος του μονολόγου της Γυάλας.
Στις εισαγωγικές σκηνικές οδηγίες, η συγγραφέας σημειώνει ότι το έργο μπορεί να παιχθεί με δύο τρόπους: ως ένας αυτούσιος μονόλογος της Λούσης ή με την προσθήκη των δύο extensions στον μονόλογο. Προσθέτει ότι είναι στην διακριτική ευχέρεια του σκηνοθέτη η χρήση τους ή όχι, καθώς και ο τρόπος ένταξης τους στον μονόλογο.
Μέρος της δουλειάς μου ήταν το πώς θα συμπεριληφθούν τα extensions. Εννοώ, τη δραματουργική επεξεργασία που έπρεπε να κάνω στο κείμενο για τις ανάγκες της παράστασης, εφόσον στόχος μου ήταν να εντάξω τα 2 extensions στο προϋπάρχον, ολοκληρωμένο μονόλογο της Γυάλας. Το καταλαβαίνετε και εσείς, ως θεατρολόγος.
Δεν έχω κάνει αλλαγές στο κείμενο της συγγραφέως. Απλά έγιναν οι απαραίτητες περικοπές (τα 2 extensions έχουν διάρκεια γύρω στα 17 λεπτά) και μεταθέσεις κειμένων. Επίσης, πρόσθεσα κάποιες, λίγες φράσεις για τις ανάγκες της παράστασης.
Συνεπώς η συνεργασία αυτή ήταν μια ευτυχής συγκυρία.
Θεωρώ θετικό το ότι μία τόσο νέα συγγραφέας αποδέχθηκε τη λογική μιας ανοιχτής και ευέλικτης δομής που της προτάθηκε: έγραψε 3 χωριστά κείμενα και τα προσφέρει για παράσταση, κάτι που εκ των πραγμάτων προϋποθέτει έναν δραματουργό/σκηνοθέτη. Δείχνει σιγουριά για τον εαυτό της και κατανόηση της εξέλιξης του κειμένου σε παράσταση. Τρία κείμενα, ανοικτά για μελλοντική σκηνική αξιοποίηση.
Πρόκειται (άλλωστε) για ένα κείμενο που είναι πολύ «μαύρο», πολύ σκοτεινό, καθώς τοποθετείται στη σύγχρονη πραγματικότητα, οπότε δε θα μπορούσε να είναι και αλλιώς.
Δεν θα το χαρακτήριζα μαύρο. Το κείμενο αποτυπώνει το πώς προσλαμβάνει ένας ευαίσθητος άνθρωπος τα όσα συμβαίνουν γύρω του σήμερα. Το πώς διασαλεύεται η καθημερινότητά του, η ψυχή του, το μυαλό του. Θεωρώ πλεονέκτημα το ότι το κείμενο δεν ψευτοφιλοσοφεί και εύχομαι να εκτιμηθεί το στοιχείο αυτό. Διότι υπάρχει, γύρω-τριγύρω, μια τάση σοβαροφάνειας, όπου διάφορα βαρύγδουπα και ενίοτε ξεπερασμένα μπορεί να θεωρούνται ενδιαφέροντα ακόμα και πρωτοποριακά. «Η Γυάλα» είναι ένα σύγχρονο κείμενο. Η σκέψη της ηρωίδας πάει από εδώ και από κει, μπρος και πίσω στον χρόνο και περνάει από το ένα θέμα στο άλλο συνέχεια, αλλά με μία εσωτερική ροή.
Το κείμενο έχει εμφανείς επιρροές από τη δραματουργία του Μπεκέτ, ωστόσο το λεπτά κωμικό στοιχείο του κειμένου που ενδεχομένως θα μπορούσε και να χαθεί κατά την ανάγνωση, δίνεται με πολύ εύγλωττο και καθαρό τρόπο στην παράσταση.
Το χιούμορ και ο σαρκασμός ήταν στοιχεία του κειμένου που ήθελα να αναδειχτούν. Η Λούση είναι άτομο με πετάγματα και έναν ιδιαίτερο τρόπο σκέψης. Ο λόγος της χαρακτηρίζεται από έναν αυτοσαρκασμό, χιούμορ και μία στοχαστική ποιητικότητα.
Το έργο ανοίγει προς κάτι ευρύτερο, αφού ξεκινάει με την Αθήνα της κρίσης, με ένα θάνατο σε μια γειτονιά και ξαφνικά μεγαλώνει η εικόνα και παίρνει παγκόσμιες διαστάσεις.
Στην ουσία, υπάρχει και δεν υπάρχει η γυάλα.
Η γυάλα είναι όντως ένα εύρημα, συγγραφικό, αλλά και σκηνοθετικό, καθώς βλέπουμε ένα χρυσόψαρο που «στο παγωμένο γαλαζωπό νερό/χτύπαγε/στα τοιχώματα της γυάλας», την ίδια στιγμή που στο τέλος του έργου εσείς εντάσσετε τον ένα Πρόσφυγα την στιγμή που παλεύει με τα κύματα, τη θάλασσα.
Τα κείμενα των προσφύγων είναι βιωματικά κείμενα. Η μετακίνηση των πληθυσμών είναι μια πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε, κυρίως, μια Ελληνική πραγματικότητα σε μια εποχή αναμόχλευσης και ταραχής. Θέλοντας να τονίσω την έννοια του «Άλλου», του Ξένου, ενέταξα τα extensions ως μία ανεξάρτητη δράση, επειδή πίστευα ότι θα έδιναν ένα «άνοιγμα» προς αυτή την κατεύθυνση – αυτός είναι και ο λόγος που τα ζήτησα και αυτή την τροπή ήθελα να δώσω στην παράσταση. Το συνοπτικό τέλος του έργου, τα αφήνει όλα ανοικτά αλλά και με μία διάθεση επανεξέτασης των πραγμάτων. Αφού, σήμερα, δεν ισχύουν τα δεδομένα που είχαμε έως τώρα. Νοιώθουμε ότι τα πράγματα δεν μπορεί να συνεχίσουν όπως ήταν. Και από την άλλη μεριά, δεν μπορούμε να σχηματίσουμε την εικόνα του αύριο, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον. Και οι συγκρούσεις είναι πολλές και από πολλές μεριές, γιατί το παλιό δεν έχει ένα πρόσωπο, είναι πολλά πράγματα: ιδεολογίες, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες και εμμονές.
Δε θα μπορούσαμε φυσικά να παραβλέψουμε την παρουσία του χρυσόψαρου μέσα στη γυάλα.
Μπαίνει το κοινό μέσα στην αίθουσα και ακούω σχόλια για το χρυσόψαρο. Είναι ένας ζωντανός οργανισμός μέσα σε έναν τόσο γυμνό χώρο. Το χρυσόψαρό μας, η Λούση, είναι πολύ ζωηρή και το κοινό την πλησιάζει για να τη δει από κοντά.
Έχω την αίσθηση ότι το κείμενο είναι γραμμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να καταδεικνύει τον αλλόκοτο και σύνθετο τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το μυαλό μας. Δηλαδή, το μυαλό μας έχει αποσπασματική λειτουργία περνώντας παράλληλα από το ένα θέμα στο άλλο. Την ίδια αποσπασματικότητα και εναλλαγή στη θεματολογία παρατηρούμε και στο έργο: η ηρωίδα προσπαθεί να αλλάξει θέμα συζήτησης και μιλάει για πολλά και διάφορα άλλα, ενώ στην πραγματικότητα, το μοναδικό που την απασχολεί είναι αυτός ο ένας θάνατος.
Ακριβώς. Γιατί μιλάει για τον αυτόχειρα, τον οποίο και ονοματίζει, την ίδια στιγμή που δεν αναφέρει ποτέ το όνομα του αγαπημένου της. Κάνει μάλιστα και ένα παιχνιδάκι με το κοινό λέγοντάς κάθε τόσο «δεν θα σας το πω ποτέ/ το όνομα αυτού που αγαπώ». Με αυτό τον τρόπο, η ηρωίδα μας δείχνει ευθύς εξ αρχής ποιο είναι το κύριο θέμα.
Εδώ θα ήθελα να σας αναφέρω ότι όταν ξεκίνησε η παράσταση και άρχισε να μας μιλάει η πρωταγωνίστρια για τους γονείς και τους παππούδες, με έκανε, να νιώσω τη μοναξιά σε προσωπικό επίπεδο…
Και το γεγονός, ότι αστειεύεται, ότι αυτοσαρκάζεται ή λέει ιστορίες που προκαλούν γέλιο, υπογραμμίζει, επιτείνει την αίσθηση της μοναξιάς της.
Την οποία μοναξιά ωστόσο η ηρωίδα αντιμετωπίζει με μια απίστευτη ελαφρότητα ταυτόχρονα.
Δεν είναι μία ελαφρότητα στο έτσι. Η Λούση έχει ένα λοξό τρόπο να βλέπει τα πράγματα, γι’ αυτό και ο λόγος της έχει παραξενίσματα και άλματα που προξενούν γέλιο.
Τελικά, η μοναξιά και ο θάνατος, δυο μοτίβα που επαναλαμβάνονται και εμφανίζονται στη ζωή όλων των ηρώων που εμφανίζονται, παίζουν ρόλο; Επειδή βλέπουμε ότι ο θάνατος κάποιων είναι πιο σημαντικός από το θάνατο κάποιων άλλων ανθρώπων. Μήπως τελικά και στο θάνατο έχει επέλθει κοινωνικός ή κάποιου άλλου είδους διαχωρισμός;
Καταλαβαίνω τι λέτε αλλά δεν θα το έθετα ακριβώς έτσι, σε ότι αφορά στη Γυάλα. Είναι φυσικό οι άνθρωποι να αντιδρούν με έντονα συναισθήματα στον θάνατο του διπλανού τους – η Λούση στην αυτοχειρία του παλιού συμμαθητή. Η πράξη του έχει χαρακτηριστικά: «ήταν άνεργος δεκαέξι μήνες». Ταυτόχρονα, η Λούση αναφέρεται στην πόλη και στους πρόσφυγες. Η εμφάνιση του άνδρα, θέτει σε πρώτο πλάνο, το δράμα των αφανών. Αυτό που λέει το έργο είναι, νομίζω, ότι η προσωπική ζωή, ο μικρόκοσμος δηλαδή, δεν καταργείται ποτέ. Ακόμα και όταν, όπως συμβαίνει σήμερα, τα γεγονότα επεμβαίνουν στην ζωή των ανθρώπων αλλάζοντας βίαια τα δεδομένα αυτής της ζωής, η προσωπική ζωή του καθένα μας δεν καταργείται. Πάντα θα υπάρχουν οι έρωτές και τα πάθη μας, η αγάπη για τα παιδιά μας, τον σύντροφό μας, οι φίλοι μας, τα καθημερινά προβλήματα, οι χαζομάρες, τα λάθη και οι τρέλες μας. Η ατομική και η πιο μεγάλη πραγματικότητα περπατούν δίπλα-δίπλα στη Γυάλα.
Αυτό ωστόσο καταργεί την παγκοσμιοποίηση και την επιθυμία των ανθρώπων που βλέπουν να διασχίζουν έναν ολόκληρο ωκεανό με την προσδοκία για μια καλύτερη ζωή.
Πέρα από την παγκοσμιοποίηση των αγορών και του κεφαλαίου, υπάρχουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που ξεκινούν για να βρουν έναν προορισμό. Πολλές φορές δεν τα καταφέρνουν. Είναι μία από τις ακραίες ειρωνείες της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης. Υπάρχουν και άλλα, νέα πράγματα στη ζωή μας (π.χ. facebook, bloggs, internet). Είναι μέσα πολύ γοητευτικά και ενδιαφέροντα αλλά και παρεμβατικά - διαλυτικά μερικές φορές. Γιατί ενώ είναι ένα άνοιγμα στον κόσμο, παράλληλα καταστρέφουν την ιδιωτικότητα του κάθε ατόμου και επηρεάζουν τις προσωπικές σχέσεις. Όταν το internet και τα blogs έχουν αποκτήσει τόσο τρομακτική σημασία, όταν, μέσα από αυτά, ο καθένας θεωρεί ότι μπορεί να μιλάει ως ειδικός σε κάτι (ενώ δεν είναι καθόλου, στην πραγματικότητα), όταν έχει την δυνατότητα ή νομίζει πως την έχει να επιβεβαιώσει το εγώ του, τότε δεν πρέπει να μας εκπλήσσουν κάποια φαινόμενα στην κοινωνική και στην πολιτική ζωή. Αυτά διαμορφώνουν νέες πραγματικότητες.
Η ηρωίδα μας μιλάει για την ντροπή, γεγονός που αποτελεί βασικό λόγο και για την αυτοκτονία του Στέλιου.
Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων, η ντροπή πλέον δεν είναι μόνον ατομική. Έχει πάρει και εθνικές διαστάσεις: «η ντροπή/ είναι το προεόρτιο του θανάτου», ακούμε επανειλημμένα στην παράσταση, «φοβάσαι, ντρέπεσαι και πεθαίνεις», λέει η Λούση. Η ντροπή είναι ένα από τα μοτίβα του έργου και καταλαβαίνω πως το κοινό συνδέεται με αυτά τα στοιχεία της Γυάλας. Νομίζω, ότι οι περισσότεροι θεατές δεν περιμένουν να ακούσουν κάτι τέτοιο, γιατί είναι κάτι που οι περισσότεροι άνθρωποι κρύβουν επιμελώς.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.