Μια συνάντηση με τον Αναστάση Πινακουλάκη

  •  Συντάκτης: Μουντράκη Ειρήνη
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 04/10/2017

Εμπνέεστε από ένα πραγματικό γεγονός.  Ποια ήταν η αφορμή;

Για την συγγραφή του Mall, καθοριστική ήταν η εργασία μου σ’ ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα. Τα μέρη με πολύ κόσμο πάντα μου προκαλούσαν αφενός έμπνευση κι αφετέρου σύγχυση. Εργαζόμουν στο παιδικό τμήμα και παρατηρούσα πως συμπεριφέρονταν οι πελάτες στα παιδιά τους. Είχα ξεχωρίσει ένα παιδί, που οι γονείς του το άφηναν να χαζεύει τα ράφια με τα παιχνίδια κι έφευγαν από το κατάστημα αφήνοντάς το μόνο. Δεν μπόρεσα ν’ απευθυνθώ κάπου για να τον βοηθήσω. Του έδωσα το όνομα Κοντορεβυθούλης.

 

Το Mall είναι ένα μέρος της «πικρής τριλογίας του Νεοφασισμού» που ασχολείται με το σύνδρομο της Ναρκισσιστικής Διαταραχής. Πως προέκυψε η ενασχόλησή σας με αυτό το θέμα;

Μελετώντας την υπόθεση Μπρέιβικ, του Νορβηγού μακελάρη που σημάδεψε την σύγχρονη κοινωνία, ανακάλυψα πως υπήρχε μία λανθασμένη παραδοχή για τους μεγάλους εγκληματίες. Τους κατέτασσαν ως «σχιζοφρενείς», ενώ οι νέες εξελίξεις στην Ψυχιατρική, ορίζουν τέτοιες περιπτώσεις ως «ναρκισσιστικά διαταραγμένες». Πρόκειται γι’ ανθρώπους (άρρωστους;) που μεγαλώνουν σε περιβάλλοντα που επιβάλλουν την επιτυχία, αλλά οι ίδιοι ζουν «μέτριες» ζωές και προκειμένου να ξεχωρίσουν από τον μέσο όρο, καταφεύγουν σε ακραίες πράξεις. Αυτό αν δε γίνει αντιληπτό στο Mall, θα γίνει σίγουρα στην Υγρασία στους Τοίχους, το δεύτερο μέρος της τριλογίας που θα παρασταθεί. 

 

Ο μονόλογος είναι μια λύση ανάγκης για να έχουν τα έργα περισσότερες πιθανότητες να ανέβουν;

Δεν μπορώ ν’ αρνηθώ το φαινόμενο που έχουμε όλοι παρατηρήσει, πως πολλοί σκηνοθέτες και ηθοποιοί στρέφονται πολύ συχνότερα σήμερα απ’ ότι στο παρελθόν σε μονολόγους ή σ’ έργα δύο, το πολύ τριών χαρακτήρων. Δεν έχω την εμπειρία των μεγάλων θεατρικών συγγραφέων της εποχής μας, αλλά έχω βιώσει κι εγώ την προτίμηση από μέρους της παραγωγής ή ενός σκηνοθέτη προς ολιγοπρόσωπα έργα. Να σας διηγηθώ σύντομα μία επαφή που είχα μ’ έναν σκηνοθέτη που ήθελα να του προτείνω έργο. Ήταν μία δίπρακτη κωμωδία που έχω γράψει με 7 χαρακτήρες. Κοιτάζει την πρώτη σελίδα όπου αναγράφονται συνήθως τα πρόσωπα, γυρίζει και μου λέει «ρε αγόρι μου, θες να σε πάρουν στα σοβαρά και φέρνεις έργα με τόσα πρόσωπα; Δεν μπορείς να κόψεις 1-2;». Απάντησα πως δε θα έκοβα εκουσίως ένα από τα δάχτυλα του αριστερού μου χεριού (είμαι αριστερόχειρας). Δεν του άφησα ποτέ το έργο. Μία εβδομάδα μετά, έγραψα ένα έργο με 17 πρόσωπα. Δεν το έχω δώσει ακόμα κάπου. Προσωπικά, πιστεύω πως ένα καλό έργο δεν φαίνεται από τον αριθμό των προσώπων ή των σκηνών του. Η Κατερίνα του Κορτώ, είναι  ένας πολύ δυνατός μονόλογος, αλλά και η sold out Νίκη των Φασουλή-Λύρα ήταν μία παράσταση που αγαπήθηκε από το κοινό.

 

Πως μπορεί να διαχωριστεί η λειτουργία του συγγραφέα και του σκηνοθέτη; Ή το βλέπετε ως μία αδιάσπαστη ενότητα;

Δεν διαθέτω τόσο μεγάλη εμπειρία για να μπορώ να έχω γνώμη για τέτοια ζητήματα, αλλά σίγουρα σκηνοθετώντας το Mall και την Υγρασία –έργα που έγραψα ο ίδιος- αισθάνομαι πως ολοκληρώνεται η δημιουργικότητά μου. Όταν γράφω ένα κείμενο μου αρέσει να το φαντασιώνομαι στη σκηνή και γι’ αυτό το λόγο, συνήθως τα έργα έχουν ενότητα χώρου και χρόνου και σύντομες αλλά σαφείς σκηνικές οδηγίες. Δεν ονειρεύομαι πάντως μία καριέρα όπου μόνο εγώ θα προτείνω σκηνικά τα έργα μου. Είναι πολλοί οι σκηνοθέτες που θα ήθελα να συνεργαστώ μαζί τους.

 

Ποια είναι η γνώμη σας για το σύγχρονο ελληνικό έργο;

Το πιο ισχυρό πεδίο του σύγχρονου ελληνικού έργου είναι αναμφισβήτητα ο Δημήτρης Δημητριάδης και δεν είναι τυχαία η προτίμηση των έργων του. Νομίζω με το Άγγιγμα του Βυθού, τον Τόκο και τον Πολιτισμό είπε όσα έπρεπε να λεχθούν για την σύγχρονη- κι όχι μόνο- ελληνική κοινωνία. Θα ήθελα πολύ να παρασταθεί κι ο Χρύσιππος. Από εκεί και πέρα, είμαι από τους θεατές που αναζητούν να βλέπουν και νέους Έλληνες συγγραφείς. Αυτό που μ’ ενοχλεί, ωστόσο, είναι η προτίμηση της αφηγηματικότητας σε σχέση με την θεατρικότητα. Προτιμώ να βλέπω τα πράγματα να συμβαίνουν από το ν’ ακούω πως συνέβησαν. Θεωρώ πως η υπερβολική αφηγηματικότητα καταλήγει σ΄ ένα θέατρο παθητικό.

 

Μπορεί ένας συγγραφέας να βρει το δρόμο του; Τα εργαστήρια και οι διαγωνισμοί βοηθούν ουσιαστικά;

Καλή ερώτηση. Μάλλον πρέπει να ρωτήσουμε τους συγγραφείς που κάνουν καριέρα σήμερα για να καταλάβουμε. Από εκεί και πέρα, έχω συμμετέχει σε θεατρικά εργαστήρια πολύ ικανών συγγραφέων κι έχω διακριθεί σε δύο διαγωνισμούς. Αυτό που έχω αρχίσει να καταλαβαίνω, είναι πως από μόνος σου πρέπει να μελετάς και ν’ απευθυνθείς σε κάποιο εργαστήρι μόνο για ν’ αποκτήσεις κάποια εργαλεία και ν’ αρχίσει να οργανώνεις τον οίστρο σου. Προσωπικά με βοηθούν πολύ το διάβασμα των μεγάλων κλασικών έργων, η παρουσία μου σε πρόβες παραστάσεων –είναι γοητευτικό να βλέπεις πως ένας θίασος δίνει ζωή σ’ ένα κείμενο- και η παρατήρηση καθημερινών ανθρώπων στο δρόμο.

 

Πόσο σημαντικό είναι ο συγγραφέας να βλέπει τα έργα του στη σκηνή για να μάθει;

Όσο κι αν αγαπώ τα έργα μου, πιστεύω πως τα θεατρικά έργα καταλήγουν «κείμενα» δηλαδή νεκρά, αν είναι τυπωμένα στο χαρτί. Ο ηθοποιός για μένα, μπορεί να τ’ αναδείξει και να τα κάνει ν’ αναπνέουν. Παρατηρώντας τον Λάζαρο Βαρτάνη ως  Χρήστο Λαζάρου στο Mall, τόσο τις οργανωμένες όσο και τις ανεξέλεγκτες εκφράσεις του προσώπου και του κορμιού του, έμαθα ν’ αγαπώ περισσότερο την ερμηνεία του, παρά τη δική μου γράφοντας το κείμενο. Ένας ευφυής ηθοποιός μπορεί να εντοπίσει και να σωματικοποιήσει τις πιο ενδόμυχες πλευρές ενός χαρακτήρα. Ηθοποιοί όπως ο Λάζαρος Βαρτάνης ή η Αλεξάνδρα Αϊδίνη έχουν αυτό το ταλέντο. Οπότε ναι, ένας συγγραφέας μπορεί να είναι η βάση μίας δραματουργίας ή μίας παράστασης, αλλά ο ηθοποιός είναι το σώμα και το κεφάλι της.