Οι This Famous Tiny Circus theater group και το ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων παρουσιάζουν το έργο της Λούλας Αναγνωστάκη «Η Παρέλαση», σε σκηνοθεσία και ερμηνεία Κωνσταντίνου Μάρκελλου και Ελένης Στεργίου. Η παράσταση μετά την επιτυχημένη περιοδεία της σε πόλεις της Ελλάδας ανεβαίνει από τις 29 Απριλίου και για λίγες μόνο παραστάσεις στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας-Β’ σκηνή.
«Η Παρέλαση» αποτελεί ένα εμβληματικό έργο της Λούλας Αναγνωστάκη, που πρωτοπαίχτηκε από το Θέατρο Τέχνης τον Μάιο του 1965 σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν. Γιατί επιλέξατε να ανεβάσετε το συγκεκριμένο έργο;
Στην έρευνα που ακολούθησε την ανάγνωση του έργου και προηγήθηκε της τελικής εκλογής του, ήρθαμε αντιμέτωποι με σοβαρές ελλείψεις μας πάνω στα θέματα της πρόσφατης Ελληνικής Ιστορίας. Η Λούλα Αναγνωστάκη γράφει την Παρέλαση λίγο πριν την δικτατορία με νωπές ακόμη τις μνήμες μέσα της από την ασταθή μετεμφυλιακή Ελλάδα και το παρακράτος της Θεσσαλονίκης. Με βαθειά χαραγμένο στην ψυχή της το τραυματικό βίωμα της αγωνίας και του φόβου για την επερχόμενη εκτέλεση του αδελφού της, σπουδαίου ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη, έπειτα από την καταδίκη του σε θάνατο λόγω της πολιτικής του δράσης το 1949.
Αν και η Γενική Αμνηστία του ’51 του χάρισε τη ζωή, τα προσωπικά τραύματα της συγγραφέως και τα συλλογικά αδιέξοδα της ταλαιπωρημένης ελληνικής κοινωνίας συμπυκνώνονται στην Παρέλαση με φόντο το σκληρό κοινό τους βίωμα. Εξετάζοντας το ιστορικό πλαίσιο από το οποίο το έργο αντλεί ή εκείνο μέσα στο οποίο γράφεται, μας προέκυψαν κάποια ερωτήματα σε σχέση με τις αφορμές ή τις απαρχές της παθογένειας της κοινωνίας μας, όπως την βιώνουμε σήμερα. Το έργο μας έθεσε ζητήματα ταυτότητας και πυροδότησε κάποια ανάγκη να σκάψουμε λίγο βαθύτερα εκεί που φαίνεται να απλώνονται οι ρίζες μας.
Το έργο, τοποθετεί το άτομο απέναντι στο σύνολο, στη βάση μιας διαλεκτικής πάνω στη σχέση Ιδιωτικού και Δημόσιου. Ποια πιστεύετε ότι είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης στην σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα;
Αν και είναι πολύ νωρίς ακόμη για ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με το τι έχει προκαλέσει η περιβόητη «κρίση» στην κοινωνία και στις σχέσεις των ανθρώπων, αν και όλοι ακόμη προσβλέπουμε στην φωτεινή πλευρά του φεγγαριού, ενστερνιζόμενοι την άποψη που λέει ότι μια τέτοια κρίση έχει την δύναμη να μας κάνει καλύτερους, εντούτοις φαίνεται πως οι συνθήκες, προς το παρόν, ομοιάζουν με αυτές της Παρέλασης.
Η αδυναμία ουσιαστικής επαφής κι επικοινωνίας ακόμη κι ανάμεσα σε άτομα με δεσμούς αίματος, ο φόβος για την «μεγάλη πλατεία» που απλώνεται έξω από το σπίτι μας για την μορφή της οποίας έχουμε μόνο μερική εικόνα, η ανασφάλεια που πηγάζει εκ των έσω αλλά προκαλείται από τον «άλλο», τον ξένο, η απομόνωση η οποία ηθελημένα (ή εκ των συνθηκών) βαφτίζεται επιλογή και ένστικτο επιβίωσης, όλα τα προσωπικά ή συλλογικά αδιέξοδα που συνθέτουν τον «πίνακα» της Παρέλασης και ορίζουν την σχέση των ηρώων με τον κόσμο που τους περιβάλλει, φαίνεται πως, σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό, χαρακτηρίζουν και την κοινωνική ζωή της χώρας μας τα τελευταία χρόνια.
Το θέατρο πρέπει να συναλλάσσεται άμεσα με αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία;
Όχι απαραίτητα. Όχι με την στενή έννοια του όρου. Το Θέατρο, βέβαια, είναι μια ζωντανή σχέση ανάμεσα σε καλλιτέχνες και κοινό, έχει αποδέκτη την κοινωνία των θεατών. Όμως υπάρχουν έργα (ανάμεσά τους και η Παρέλαση) ή παραστάσεις ή καλλιτέχνες με το χάρισμα να δημιουργούν άμεσο αντίκτυπο στον θεατή, μεταχειριζόμενοι έμμεσους τρόπους. Υπαινισσόμενοι δημιουργούν ισχυρές και αποτελεσματικές συνάψεις και συνδέσεις στο λογικό και στο ασυνείδητο, στον ψυχισμό και στις αισθήσεις του. Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες και τα έργα τους (ας τα ονομάσουμε «κλασικά») αναλογούν σε κάθε εποχή και είναι πολύ χρήσιμο, για τον κοινωνικό ρόλο του θεάτρου, οι άνθρωποι που εργάζονται σε αυτό να συνδέονται ουσιαστικά μαζί τους, να δανείζονται τις «μεθόδους» τους και να μετουσιώνουν το έμμεσο και μακρινό σε καίριο και σημερινό. Μακάρι, κιόλας, χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού, αλλά με έγνοια και κατανόηση για την ζωή και τον άνθρωπο. Υπό αυτήν την έννοια η συναλλαγή θα γίνει πιο άμεση, ουσιαστική και τίμια.
Η ερμηνεία και η σκηνοθεσία γίνονται από εσάς. Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε σε αυτή σας την απόπειρα;
Την μεγαλύτερη πρόκληση, αναλαμβάνοντας την συνολική ευθύνη της παράστασης από κοινού, την αντιμετωπίσαμε όλες τις στιγμές που έπρεπε να αλληλεπιδρούμε ως ηθοποιοί στιγμή προς στιγμή μέσα στην πρόβα και είχε δύο όψεις: Πώς και σε ποιο βαθμό θα αφηνόταν ο ηθοποιός να «ακούσει», να δεχτεί τον ίδιο του τον εαυτό ως σκηνοθέτη; Και πώς ο σκηνοθέτης θα έβρισκε την γενναιοδωρία να αφήσει τον απαραίτητο χώρο στον ηθοποιό-μέσα-του να ζήσει με ειλικρίνεια πάνω στην σκηνή μέσα στα πλαίσια (ή τις παγίδες;) που ο ίδιος έστηνε και κατασκεύαζε για λογαριασμό του χωρίς να τον κρίνει; Με εμπιστοσύνη, αλληλοϋποστήριξη και υπομονή ξεπεράσαμε τις διαφωνίες, τα εμπόδια και τον αρχικό φόβο απέναντι στο νέο άγνωστο με διάλογο, δοκιμή και παιχνίδι, η συντήρηση του οποίου κατά την διάρκεια των παραστάσεων αποτελεί πλέον μια νέα, μεγαλύτερη πρόκληση!
Πόσο οικεία σας είναι η «Τριλογία της Πόλης» της Λούλας Αναγνωστάκη;
Τα μονόπρακτα της «Πόλης» ήταν από τα πρώτα έργα τα οποία διαβάσαμε κι οι δυο. Η οικειότητα προέκυψε αβίαστα εξαιτίας της δύναμης της γραφής τους, αλλά και της γνώριμης γλώσσας τους. Παρ’ όλους τους συμβολισμούς και τα σκληρά μοτίβα της, νιώθεις πως είναι μια γλώσσα δική σου, την έχεις μιλήσει ή θα μπορούσες, θα ήθελες να την μιλήσεις.
Η δομή, τα επιμέρους δραματολογικά στοιχεία και η κοινωνικοπολιτική διάσταση των μονοπράκτων γεφυρώνουν το χάσμα των ιστορικών κενών μας και διατηρούν ζωντανή την σχέση μας με την γραφή της Λούλας Αναγνωστάκη μέχρι σήμερα.
Οι πιο νέοι παίρνουν μεγαλύτερα ή/και περισσότερα καλλιτεχνικά ρίσκα;
Είναι φυσικός νόμος. Χρήσιμο, παρ’ όλα αυτά είναι να διαχωρίσουμε την «άγνοια κινδύνου» από την συνειδητή μετατόπιση των ορίων ενός καλλιτέχνη. Κι ακόμη χρησιμότερο αυτή η βόλτα πέρα από τις ασφάλειες ή τα συνήθη να εμπεριέχει την συνείδηση της αφετηρίας. Να μπορούμε να επιστρέφουμε στην βάση, στην πηγή που μας ανατροφοδοτεί με γνώση και δημιουργική ορμή.
Πόσο άλλαξε το θέατρο τα τελευταία χρόνια και πόσο άλλαξε το κοινό;
Αναζητήσαμε «νέους τρόπους έκφρασης» και τους βρήκαμε. Σε κάποιες περιπτώσεις τους κατασκευάσαμε με γνώμονα έναν, ορισμένες φορές, επιτηδευμένο και επιβεβλημένο νεωτερισμό. Το κοινό σταδιακά αποδέχτηκε τα πάντα, αφού στην καλλιτεχνική ζωή εισέβαλε αναπόφευκτα (και ευτυχώς, υπό συνθήκες) η έννοια της παραγωγής, της εκμετάλλευσης, ο εκβιομηχανισμός του καλλιτεχνικού προϊόντος. Το αποτέλεσμα ήταν να χαθεί, εν μέρει, το μέτρο της αξίας και της ποιότητας του καλλιτεχνικού έργου. Τα κριτήρια αξιολόγησης έχασαν τις σταθερές τους. Καλλιτέχνες και κοινό επιδοθήκαμε σε ένα κυνήγι του πρωτότυπου αντί του αυθεντικού.
Κοιτάζοντας γύρω μας σήμερα βλέπουμε με ανακούφιση πως έχουμε ξεπεράσει πλέον το σημείο κορεσμού. Καλλιτέχνες και κοινό χρειαζόμαστε και φτιάχνουμε πάλι μια ειλικρινή βάση πάνω στην οποία μπορούμε να συναντηθούμε, να συνομιλήσουμε και να μοιραστούμε.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.