Ο Ανδρέας Φλουράκης είναι ένας από τους πιο ταλαντούχους Έλληνες συγγραφείς της σύγχρονης δραματουργίας. Στο θέατρο εμφανίζεται για πρώτη φορά το 2001. Μόλις δυο χρόνια μετά λαμβάνει την πρώτη του διάκριση στον διαγωνισμό μονόπρακτων του Θεάτρου Τέχνης. Από τότε έχει διακριθεί τόσο στο εσωτερικό, όσο στο εξωτερικό, ενώ τα έργα του έχουν γίνει ιδιαίτερα αγαπητά από το ευρύ κοινό τα τελευταία χρόνια. Εμπνέεται σταθερά από θέματα της πραγματικότητας και της επικαιρότητας, ενώ μέσα από τον ανατρεπτικό του λόγο, αναδεικνύει τις πιο απόκρυφες σκέψεις του σύγχρονου ανθρώπου και τα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος.
Το νέο του έργο «Ταπ-άουτ» ανεβαίνει, στο Θέατρο Οδού Κεφαλληνίας-Β’ σκηνή, από τις 23 Φεβρουαρίου και κάθε Πέμπτη. Μία μπουνιά βγαίνει έξω από το ρινγκ και αρχίζει να βαράει όλους όσοι έχουν πληρώσει εισιτήριο για να τη δουν. Αυτή η μπουνιά περιμένει να τους περιποιηθεί όλους έναν-έναν, άντρες-γυναίκες, δεξιούς-αριστερούς, έξυπνους και βλάκες.
«Ταπ-άουτ» ή αλλιώς η παράδοση κάποιου στη μάχη;
Ναι, είναι ο τεχνικός όρος όταν κάποιος σταματάει να αντέχει κατά τη διάρκεια του αγώνα, και αποφασίζει να σταματήσει, να υποταχθεί, να δώσει τη νίκη στον αντίπαλο του. Συνήθως γίνεται χτυπώντας τα χέρια του στο πάτωμα.
Τι αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη συγγραφή του έργου;
Το έργο μου «Ταπ Άουτ» είναι η ιστορία ενός ταλαντούχου παλαιστή που ζει με τον πατέρα του γιατί δεν τον παίρνει να κάνει αλλιώς, που δουλεύει σε μία καφετέρια για ένα χαρτζιλίκι, που προσπαθεί να επιβιώσει στην Ελλάδα του σήμερα και να βρει μία διέξοδο ελπίδας στο εξωτερικό. Κι όμως, κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων δείχνει να υπάρχει κάτι άλλο, κάτι σκοτεινό, απρόσμενο και οργισμένο. Εφαλτήριο για τη συγγραφή του έργου αποτέλεσε η ζωή μας που τα τελευταία χρόνια έχει μετατραπεί σε μία πάλη, σε έναν αγώνα μποξ με πολλά επεισόδια, σε μία σαπουνόπερα από χτυπήματα που μας πονάνε σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης.
Είμαστε τελικά μια κοινωνία με τάσεις «υποταγής»; Πως φιλτράρει η παράσταση αυτό το φαινόμενο;
Κάθε κοινωνία έχει τάσεις υποταγής, όπως έχει και δυνάμεις αντίδρασης, όπως άλλωστε και ο κάθε άνθρωπος. Η υποταγή, η υποτέλεια σχετίζεται με τη συντήρηση της κανονικότητας που είναι απαραίτητα για την επιβίωση, με την αταβιστική μας υποβολή στον ισχυρότερο για τη συνέχιση της ζωής, είναι ένας μηχανισμός επιβίωσης. Ειδικά ύστερα από μία μάχη, υπάρχει νικητής και ηττημένος και ο ηττημένος πρέπει να διαχειριστεί την ήττα του προσαρμοζόμενος στις απαιτήσεις του νικητή. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν είναι ηττοπάθεια, ούτε δειλία, ούτε ηθική στάση, ούτε ιδεολογία, είναι μια πλευρά της ζωώδους φύσης μας, που από την άλλη έχει χρησιμοποιηθεί πολλαπλώς από δυνάμεις επιβολής. Η υποταγή και η αντίσταση υπάρχουν στο «Ταπ άουτ». Αυτή η αντίθεση είναι ένα πολύ σοβαρό θέμα, που πάντοτε καθόριζε την εξέλιξη όχι μόνο της ζωής μας αλλά και την ίδιας της ιστορίας. Η ιστορία της ανθρώπινης καταπίεσης, της σκλαβιάς, που φυσικά ακόμα υπάρχει μέγιστα, προέρχεται ακριβώς από το ανθρώπινο ένστικτο για επιβίωση και αποδοχή της ήττας.
Ο ήρωας του «Τάπ άουτ» προετοιμάζει μια ρήξη σε όλη τη διάρκεια του έργου, και γινόμαστε μάρτυρες όλων εκείνων των σκέψεων και των συναισθημάτων που γεννούν την επιθυμία για τομή, χωρίς να μαθαίνουμε ποτέ το αποτέλεσμα αυτής της έκβασης. Η παράσταση μας υπενθυμίζει εκείνα τα στάδια και τις ποιότητες που μπορούν να οδηγήσουν στον λεγόμενο «ηρωισμό» και επιβεβαιώνει πως η ήττα είναι πάντοτε μια σοβαρή πιθανότητα. Η ήττα συχνά δεν είναι ένα στοιχείο που φέρουμε μόνο μέσα μας ή που υπάρχει μόνο εκτός από μας, η ήττα είναι ένα γεγονός ανεξάρτητο ορισμένες φορές από το μέσα και το έξω. Αυτό μάλιστα που ορισμένες φορές καλούμε «ηττοπάθεια» συχνά σημαίνει ότι επιζητούμε τη συνέχεια, ότι επιθυμούμε να μην πραγματοποιηθεί η ρήξη, πως στο βάθος δεν θέλουμε να κάνουμε την τομή, δεν θέλουμε να νικήσουμε γιατί μια νίκη προϋποθέτει αλλαγή. Η εν δυνάμει ήττα του κικ-μπόξερ στο «Ταπ άουτ» δεν περιορίζεται μόνο στην ήττα του χαμένου, του “λούζερ” ή του απελπισμένου, αλλά στην ήττα του ανθρώπου που θέλει να επιβιώσει, που μάταια θέλει να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς ουσιαστικές μετατοπίσεις.
Ποια θεωρείτε τη μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής κοινωνίας;
Με βάση το έργο η μεγαλύτερη πληγή της είναι η απροθυμία της να ενταχθεί σε διαδικασίες ηρωισμού. Από την άλλη πλευρά, αυτή η απροθυμία είναι μέρος της διαδικασίας ομαλής επιβίωσης, άρα ποιος μπορεί να καταδικάσει όσους δεν παίρνουν «ελαφρά τη καρδία» μια τέτοια απόφαση. Όμως, εκ των πραγμάτων η πραγματικότητα αυτής της κοινωνίας δεν μπορεί να συνεχιστεί ως έχει. Πώς θα τελειώσει κάτι που αναγκαστικά τελειώνει; Τι θα συμβεί όταν κάτι δεν μπορεί να συνεχιστεί και δεν υπάρχει κάτι πολύ συγκεκριμένο απ’ έξω που θα το τελειώσει; Ίσως με κάποιο τρόπο στον χαρακτήρα του έργου μου να υπάρχει μια μικρή επίγνωση πως οι καβαφικοί βάρβαροι βρίσκονται κυρίως μέσα μας.
Πως προκύπτει κάθε φορά η μορφή αυτού που γράφετε;
Όπως το λέτε: προκύπτει. Άλλες φορές είναι ένα λίγο πιο οργανωμένο σχέδιο άλλες φορές μία περιπλάνηση στο χάος. Είμαι πάντα ανάμεσα σε αυτούς τους δύο πόλους. Οργάνωση, δομή, πλοκή, χαρακτήρες, από τη μία πλευρά. Όνειρο, αλληγορία, τυχαίο, φαντασία, παραδοξότητα, από την άλλη.
Στα έργα σας χρησιμοποιείτε ως όπλο την ανατροπή για να θίξετε τα βασικά προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας;
Οι συγγραφικές προθέσεις μου δεν μπορούν να περιοριστούν στα προβλήματα της σύγχρονης πραγματικότητας. Η ανατροπή έτσι κι αλλιώς είναι ένα τεχνικό χαρακτηριστικό του θεατρικού κειμένου. Χωρίς ανατροπή συχνά δεν υπάρχει ενδιαφέρον έργο. Μου αρέσουν οι μικρές και μεγάλες ανατροπές, τα αναποδογυρίσματα της τύχης. Εκεί, σε αυτό το μετέωρο διάστημα από τη μία δεδομένη συνθήκη στην άλλη, διαφαίνεται η καρδιά του κάθε έργου.
Πώς περνάμε από το πραγματικό στο δραματικό γεγονός;
Το έργο είναι μία κατασκευή στην οποία το «πραγματικό» γεγονός είναι χρήσιμο, αλλά όχι πάντα σημαντικό. Με το πραγματικό γεγονός ασχολείται ένα συγκεκριμένο είδος θεάτρου, το «θέατρο-ντοκουμέντο». Αν κάποιος δεν κάνει τέτοιο θέατρο και οι προθέσεις του δεν είναι ούτε απόλυτα ηθογραφικές ούτε άκρως νατουραλιστικές, πρέπει συχνά να ψάξει να πει μια ιστορία η οποία θα συγκινήσει και θα ενδιαφέρει τον θεατή, που σπάνια πηγαίνει στο θέατρο για να πληροφορηθεί.
Η ενασχόληση με τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία, η προώθηση του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού αποτελεί και μορφή πολιτικής στράτευσης; Προϋποθέτει κάτι περισσότερο από απλό ενδιαφέρον για την ελληνική δραματουργία;
Με τον τρόπο τους όλα τα έργα είναι πολιτικά. Αν όμως με ενδιέφερε η πολιτική, δεν θα γινόμουν συγγραφέας θα γινόμουν κατευθείαν πολιτικός υποθέτω, χωρίς να έκανα όλη αυτή τη χρονοβόρα παράκαμψη που μου έχει κοστίσει τεράστια ενέργεια, ξενύχτια και τόσα άλλα πράγματα. Όσο για το στρατευμένο θέατρο, αυτό που δείχνει με το δάχτυλο ποιο είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος, είναι κάτι που εμένα δεν με ενδιαφέρει καθόλου ούτε σαν συγγραφέα ούτε σαν θεατή. Προσωπικά γράφω μόνο για ό,τι με κινητοποιεί, για ό,τι μου κινεί το ενδιαφέρον ανά πάσα στιγμή, χωρίς να με απασχολεί τίποτα περισσότερο κατά τον δημιουργικό χρόνο της γραφής.
2014 © greek-theatre.gr ALL Rights Reserved. Όροι Χρήσης
Design & Development by E.K.