BACKSTAGE: ΣΟΦΙΑ ΧΙΛΛ – ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΥΡΙΑΓΚΟΣ

  •  Συντάκτης: Δέδε Τατού
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 30/12/2016

Ο Αντώνης Μυριαγκός και η Σοφία Χίλλ είναι ηθοποιοί του θεάτρου Άττις. Αυτό το διάστημα παίζουν στην παράσταση «Ανκόρ» του Θόδωρου Τερζόπουλου. Μας μιλούν για τον τρόπο εργασίας τους, τη μέθοδο του Τερζόπουλου και τι σημαίνει να είσαι ηθοποιός.


 

Θεωρείτε ότι ο ηθοποιός είναι αυτόνομος καλλιτέχνης ή  ένα εργαλείο του σκηνοθέτη - ειδικά σε μια μέθοδο όπως του Θεόδωρου Τερζόπουλου; Ποια τα όρια του κάνω ότι μου ζητάει ο σκηνοθέτης και κάνω αυτό που εγώ πιστεύω;

Α.Μ.: Αυτό είναι σχετικό. Τα όρια είναι λίγο δυσδιάκριτα για εμένα. Έχει να κάνει με το υλικό και τον ψυχισμό που κουβαλάει ο κάθε ηθοποιός μέσα στο επάγγελμα. Είναι πιο αφηρημένο. Δηλαδή, οι δοσολογίες έρχονται ανάλογα με το τι υλικό έχουμε από την πλευρά του σκηνοθέτη και τι υλικό υπάρχει από την πλευρά του ηθοποιού. Στην προκειμένη περίπτωση, με τον Τερζόπουλο και το θέατρο Άττις, έχουμε να κάνουμε, σαφώς, με έναν άνθρωπο που έχει πολύ ξεκάθαρη γλώσσα και είναι , τολμώ να πω, σκηνοθέτης με Σ κεφαλαίο. Ξέρει τι θέλει να κάνει, ξέρει που θέλει να το πάει, έχει δομήσει μια γλώσσα, έχει μια μέθοδο για τα πράγματα και ξέρει πώς να σε οδηγήσει κάπου. Οπότε, ενώ φαινομενικά έχουμε μια πολύ ξεκάθαρη ταυτότητα αυτού που λέμε τι σημαίνει θέατρο μέσα από την ματιά του σκηνοθέτη, από εκεί και πέρα, μετά, έχουμε τον ηθοποιό, ο οποίος, ανάλογα με το τι υλικό έχει, θα ενσωματωθεί σε αυτό και θα συνδημιουργήσει. Αν είναι ένας ηθοποιός, δε, ο οποίος είναι εξαιρετικός  αλλά και με πολύ ανεπτυγμένη αίσθηση, έχει, δηλαδή, έναν μικρό δημιουργό μέσα του, θα μπορέσει πιο εύκολα να πάρει μεγαλύτερο χώρο μέσα σε αυτό. Και όταν το βλέπει  ο Τερζόπουλος, θα σε εμπιστευτεί. Όταν σε βλέπει να τολμάς, και να ρισκάρεις να ανοίξεις περισσότερο, είναι γενναιόδωρος και θα μπορέσει αυτό να στο δώσει. Αντιθέτως, αν ένας ηθοποιός δεν μπορέσει να βρεθεί μέσα σε αυτή την περιοχή, θα έχει λιγότερη ευθύνη από αυτό που του ζητείται. Νομίζω, ότι και τα δύο συμβαίνουν σε όλους μας, ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν σημαίνει δηλαδή ότι είσαι καλύτερος ή χειρότερος για εμένα. Αλλά νομίζω ότι είναι πολύ σχετικό αυτό.

Σ.Χ.: Είναι πολύ ωραία ερώτηση, γιατί όντως όταν δουλεύεις με τον Τερζόπουλο είσαι ένα υλικό, σε χειρίζεται όπως ο ζωγράφος τα χρώματα. Και μάλιστα λειτουργεί πολύ με τις ενέργειες. Είσαι μια ενέργεια την οποία την παίρνει και την χρησιμοποιεί. Από την άλλη, αν το καταλάβεις και αφεθείς σε αυτό, σου δίνει μια τρομερή ελευθερία. Την οποία, δεν ξέρω αν την βρίσκεις σε άλλου είδους θέατρο. Δηλαδή, έχεις αυτό τον περιορισμό, ότι είσαι ένα υλικό το οποίο πρέπει να συμπεριφερθεί ανάλογα, αλλά από την άλλη, αυτό σου ανοίγει ένα τεράστιο πεδίο. Και είναι ατέλειωτο!

Α.Μ.: Περισσότερο, δηλαδή, είναι η ανάγκη του να κατανοήσεις τις αρχές, τον κώδικα, το σύμπαν, όλον αυτό τον κόσμο. Από την στιγμή που ο ηθοποιός θα μπορέσει να το αντιληφθεί, και όχι απαραίτητα μόνο με το μυαλό του, μπορεί να αφεθεί μέσα σε αυτό. Άρα, αυτά έρχονται και συγκεράζονται. Οι ηθοποιοί είναι καλό να νιώσουν συνδημιουργοί. Δεν μπορείς να είσαι εκτελεστικό όργανο μόνο.

Σ.Χ.: Ναι, έχεις τρομερή ελευθερία. Περιμένει από εσένα ( ο Τερζόπουλος) την ελευθερία. Αλλιώς δεν γίνεται. Σε χειρίζεται ως υλικό, ως ενέργεια, αλλά περιμένει αυτή η ενέργεια να ανοίξει και να φτάσει εκεί που ούτε εσύ το περιμένεις, ούτε αυτός. Που αυτό δεν ξέρω αν συμβαίνει εύκολα.

 

Άρα η φόρμα τελικά μας ελευθερώνει; Βλέπουμε το θέατρο σήμερα σε μια αποδόμηση. Παρατηρούμε ένα σχετικό  «αλαλούμ» στις σκηνές με σκοπό την αναζήτηση της σκηνικής «ελευθερίας». Πιστεύετε ότι η αυστηρή φόρμα ίσως να μπορεί να ελευθερώνει περισσότερο τελικά;

Σ.Χ.: Εγώ πιστεύω, απόλυτα, ότι σε ελευθερώνει η φόρμα. Απόλυτα σε ελευθερώνει. Γιατί δεν χάνεσαι στη μετάφραση, όπως λέμε.

Α.Μ.: Σε ελευθερώνει, και γενικά, να το θέσω αλλιώς εγώ, είναι όπως στον άνθρωπο, όταν του δημιουργείς ένα εμπόδιο,  έχει την τάση να το σπάσει, να το υπερβεί. Άρα, πιθανόν, να δημιουργείς και έναν άνθρωπο, στον οποίο  αναπτύσσεις και αυτό το αίσθημα, της σύγκρουσης και της υπέρβασης. Αν, ας πούμε, στο θέατρο δεν έχουμε κανένα όριο, και δεν σε βάλω στο ένα επί ένα να μου κάνεις τον αυτοσχεδιασμό και σε βάλω σε όλο το τετράγωνο, εκεί, λίγο, τα πράγματα  θα σου δημιουργήσουν μια σύγχυση. Αυτό είναι μια ερμηνεία.

Σ.Χ.: Εγώ δεν θα το έλεγα τόσο με την έννοια του περιορισμού. Δεν το αισθάνεσαι περιοριστικό αυτό το πράγμα. Εννοώ, πως ό,τι αισθάνεσαι περιοριστικό, μπορεί να είναι και βασανιστικό. Μπορεί να το παθαίνεις κατά εποχές, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποιείς  ότι αυτό το πράγμα είναι ένα όχημα ουσιαστικά, δεν είναι ένας περιορισμός, ένα κλουβί. Είναι ένα όχημα, στο οποίο ανεβαίνεις πάνω και εκτοξεύεσαι στα σύννεφα. Δηλαδή, η φόρμα, είναι ένα μέσον.

Α.Μ.: Απλά, στην αρχή, πρέπει κανείς να υπηρετήσει τη γλώσσα ενός σκηνοθέτη, τη φόρμα του. Εξωτερικά έχουμε αυτό το κέλυφος, ότι πρέπει να περπατήσεις από εδώ μέχρι εκεί. Υπάρχει αυτός ο τρόπος, μια ολόκληρη αισθητική που ακολουθείται. Ξαφνικά, όμως, μπορεί να έχεις και την πρωτοβουλία να βγεις απ’ το θέατρο, και αυτό θα συμβεί, όταν πραγματικά νιώσεις ελεύθερος.

Σ.Χ.: Είναι ωραίο, όμως, να είσαι με κάποιον που ξέρει τι θέλει. Που σου ζητάει συγκεκριμένα πράγματα. Δηλαδή, αυτό που λες, ότι υπάρχει μια σύγχυση γενικώς. Όταν ξεκινήσεις να κάνεις πρόβες και δεν ξέρεις τι σου ζητείται, από πού να ξεκινήσεις και που να τελειώσεις, αυτό είναι περιοριστικό. Το να ξέρει ο άλλος συγκεκριμένα, σε απελευθερώνει. Οτιδήποτε είναι αυτό. Αρκεί να είναι μια μέθοδος γερή και κάτι συγκεκριμένο, αυτό που σου ζητάει ο άλλος.

 

Περνώντας τα χρόνια νιώθετε ότι αλλάζετε εσείς ως άνθρωποι και αυτό επηρεάζει την υποκριτική σας ή η εξέλιξη της υποκριτικής σας, επηρεάζει εσάς; Πώς αυτά τα δύο, ο άνθρωπος και ο ηθοποιός, συνυπάρχουν σε αυτή την πορεία;

Σ.Χ.: Νομίζω και τα δύο είναι. Πάνε παράλληλα. Ναι, βέβαια και αλλάζεις πάνω στην σκηνή σε σχέση με αυτά που ζεις, αλλά και αυτό που βιώνεις στο θέατρο και  πάνω στην σκηνή, σε αλλάζει στην ζωή. Το παιδί, για παράδειγμα, (έχοντας κάνει παιδί) σε βάζει εκεί που πρέπει να είσαι. Σε βιδώνει κατευθείαν στο κέντρο. Όπως και όταν κάνεις το θέατρο με αυτό τον τρόπο.

Α.Μ.: Δεν γίνεται να μην αλληλοεπηρεάζονται αυτά. Είναι το ένα μέσα στο άλλο. Είναι σαν να λες η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό έκανε την κότα; Σίγουρα όσο μεγαλώνεις εμπλουτίζεσαι. Βέβαια, χρειάζεται να έχεις και την επιθυμία να το δεις  έτσι. Γιατί μπορεί ένας άνθρωπος να είναι πιο δυσλειτουργικός, πιο κλειστός,  και να μην θέλει. Πάντως οι ευκαιρίες δίνονται, γενικά, στην ζωή. Είτε κάνεις παιδιά, είτε δεν κάνεις παιδιά, σε όποια φάση και να βρίσκεσαι, αυτή είναι η ουσία.

 

Υπάρχει φύλο στο θέατρο του Τερζόπουλου; Αντιμετωπίζεται αλλιώς η γυναίκα από τον άντρα;

Σ.Χ.: Αυτό που θα έλεγα βασικά είναι ότι υπάρχουν ενέργειες. Αυτό βασικά. Από εκεί και πέρα σαφώς υπάρχουν όλα.

Α.Μ.: Υπάρχουν όλα στην τέχνη γενικά. Και όχι μόνο στο θέατρο του Τερζόπουλου, στην τέχνη, η τέχνη οφείλει να τα συμπεριλαμβάνει όλα. Άρα, και ένας ηθοποιός, δεν έχει τόσο σημασία αν είναι άντρας ή αν είναι γυναίκα, έχει σημασία να μπορεί, ακριβώς επειδή είναι ένας διαμεσολαβητής, να εναλλάσσει τις ενέργειες. Δηλαδή, το αρνητικό, το θετικό, το  πιο δυναμικό και το  πιο εύθραυστο. Άλλωστε μια γυναίκα δεν έχει το αρσενικό στοιχείο μέσα της; Ή αντίστοιχα ένας άντρας;

 

Έχετε κάποια  προετοιμασία προσωπική πριν βγείτε στην σκηνή; Κάτι που κάνετε για να νιώθετε ασφαλείς; Και ποια προετοιμασία ακολουθείτε ως ηθοποιοί του Θεόδωρου Τερζόπουλου;

Σ.Χ.: Εγώ δεν έχω κάτι ιδιαίτερο.

Α.Μ.: Το αφήνεις και έρχεται μόνο του…

Σ.Χ.: Ναι.

Α.Μ.: Θυμάμαι ωστόσο, στα πρώτα χρόνια που ερχόμουν σε επαφή με το επάγγελμα, ένιωθα, όντως, την ανάγκη να επαναλάβω κάποια πράγματα, ακόμα και τα λόγια μου. Θεωρώ ότι αυτά, τώρα πια, αρχίζουν και ξεφτίζουν. Δεν τα έχω τόσο πολύ ανάγκη. Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ, είναι ότι, ναι, μου αρέσει να έχω ένα θερμός μαζί μου με λίγο τσάι, λίγο τζίντζερ, κάτι να υπάρχει. Και αυτό, περισσότερο, για την αίσθηση της διαδικασίας. Αυτό είναι ίσως μία από τις λειτουργίες που δεν τις αφήνω σχεδόν ποτέ.

Σ.Χ.: Αυτό που λέει και ο Αντώνης. Όσο είμαστε πιο μικροί, έχουμε την τάση να κάνουμε κάποια πράγματα που νομίζεις ότι θα κρατηθείς από αυτά, και όλα θα πάνε εντάξει. Εγώ, συνειδητά,  το αποφάσισα και θέλησα να τα σπάσω. Να μην έχω τίποτα. Να είσαι σίγουρος ανά πάσα στιγμή.

Α.Μ.: Να είσαι ανοιχτός. Ακόμα και στη διαφορετική καθημερινότητα. Σε αυτό που σου έρχεται.

Σ.Χ.: Και επειδή είναι και ένα θέατρο με πάρα πολλές περιοδείες, αλλάζουμε χώρες, καμαρίνια, μέρη, σκηνές, συνθήκες, κοινό, το οποίο, αν δεν είσαι σε μια ετοιμότητα, και πεις: «ωχ δεν έχω αυτό!», μπορεί να σου δημιουργήσει άγχος. Οπότε, καλό είναι, να είσαι ανεξάρτητος από τέτοια πράγματα. Το μόνο σταθερό μας,  είναι το training.

Α.Μ.: Εμείς, τελετουργικά, κάνουμε training. Ειδικά στις μεγάλες παραγωγές.

Σ.Χ.: Και στις πρόβες.

Α.Μ.: Το έχουμε ανάγκη αυτό. Ακόμα και αν δεν προλαβαίνουμε, ένα εικοσάλεπτο, μια συνάντηση μεταξύ μας, μια συνεννόηση…

Σ.Χ.: ... και όχι τίποτα πνευματικό. Ασκήσεις κανονικά, αθλητικά.

 

 

Τι προϋποθέτει, λοιπόν, το θέατρο του Τερζόπουλου από τον ηθοποιό, σωματικά και ψυχικά; Σε προηγούμενη συνέντευξη, ο Μελέτης Ηλίας, μας μίλησε για ηθοποιό-αθλητή…

Σ.Χ.: Έχει και σχέση με αυτό που είπες για τη σύνδεση με τη ζωή και όλα αυτά, πριν. Αυτό που λέγαμε και αυτές τις μέρες, μεταξύ μας, συζητώντας στο καμαρίνι. Όσο και να αποκτάς πείρα και να είσαι οκ, το κουβαλάς όλη τη μέρα αυτό το πράγμα. Δηλαδή, είμαστε σαν τους αθλητές πραγματικά! Ξενυχτάς και δυσκολεύεσαι. Πρέπει να κρατάς δυνάμεις. Καταπονούμαστε έτσι κι αλλιώς, έχουμε και οι δύο παιδιά, κοιμόμαστε ελάχιστες ώρες, τρέχουμε όλη μέρα. Απλά, το έχεις μια έγνοια. Είναι η προτεραιότητά σου, είσαι για αυτό.

Α.Μ.: Ακόμα και αν η καθημερινότητά σου σε πηγαίνει από εδώ και από εκεί, πάντα υπάρχει, στο πίσω μέρος του μυαλού σου, αυτή η έγνοια. Ότι υπάρχει ένας χώρος εκεί, τον οποίο διαφυλάττω, για να μπορέσω να έχω την παράστασή μου.

Σ.Χ.: Είναι το σημαντικό της ημέρας. Σε απασχολεί συνέχεια. Διανοητικά, αλλά και προσπαθείς να φυλάξεις και σωματικές δυνάμεις, όσο μπορείς. Να μην αναλωθείς σε χαζές συναντήσεις, σε καταστάσεις που θα σε πάνε αλλού.

Α.Μ.: Αλλά, γενικά, έτσι δεν θα έπρεπε να είναι στην τέχνη; Δηλαδή, και οι χορευτές, οι μουσικοί, έχουν το βράδυ την παράστασή τους, την κουβαλάνε, δεν θεωρώ ότι είναι αδιάφορο για αυτούς. Δεν θεωρώ ότι λέμε κάτι πρωτότυπο αυτή τη στιγμή. Όλοι κουβαλάμε αυτό το πράγμα. Τώρα, όσον αφορά την απαίτηση που μπορεί να έχει το συγκεκριμένο, επειδή μπορεί να υπάρχουν και κάποιες απαιτήσεις σωματικές, ναι, σίγουρα εκεί καλό είναι να μπορέσεις να πειθαρχείς, όσο γίνεται, σε κάποια ζητούμενα.

Σ.Χ.: Δεν τρως πριν την παράσταση, δηλαδή, όλη μέρα δεν τρώμε... (γέλια)

Α.Μ.: Δεν θα ξεχάσω μια φορά, πριν από την πρόβα, είχα φάει σαρδέλες! Και πήγα να κάνω πρόβα. Θα φεύγαμε τότε και θα πηγαίναμε Σεούλ, Κορέα. Είχα φάει, λοιπόν, σαρδέλες και δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι είναι ένα αλμυρό ψάρι και λιπαρό  και ότι θα χρειαστεί μετά πολύ νερό! Δεινοπάθησα τόσο πολύ στην πρόβα μετά!!  Σκέψου να είχα και παράσταση! Είχα στεγνώσει. Δηλαδή, θέλω να πω, ότι έχεις μια έγνοια. Εγώ, όταν πηγαίνω για την παράστασή μου, θέλω να είμαι όσο το δυνατόν ανεπηρέαστος και ξεκούραστος. Δεν πας ούτε να καπνίσεις δεκαπέντε τσιγάρα, ούτε να πιείς δεκαπέντε καφέδες, ούτε να φας σουβλάκι είκοσι λεπτά πριν. Άρα τι σημαίνει αυτό; Ότι, ναι, πειθαρχείς με έναν τρόπο.

 

 

Τι σημαίνουν για εσάς, παρασκηνιακά, οι συνθήκες των πολλών ταξιδιών, της διαρκής εναλλαγής τόπων, σκηνών αλλά  και το διαφορετικό κοινό;

Σ.Χ.: Είναι αυτό που λέγαμε. Είσαι σε μια συνεχή ετοιμότητα. Χωρίς να σε πειράζει αν έχεις ξενυχτήσει, άργησε η πτήση κλπ. Είσαι επί των επάλξεων. Ανά πάσα στιγμή έτοιμος. Και αυτό είναι πάρα πολύ ωραίο να το έχεις σαν καλλιτέχνης. Γενικώς, όσο πιο λίγα ζορίσματα και δυσκολίες έχεις, τόσο πιο καλό είναι.

Α.Μ.: Εκεί δεν υπάρχουν τα στεγανά και τα χερούλια που χρειάζεται κανείς σε μια βολική κατάσταση. Όταν, ας πούμε είσαι στην έδρα σου και δεν χρειάζεται να μετακινηθείς, να αλλάξεις συνθήκες, σιγά σιγά, χωρίς να το καταλαβαίνεις, αρχίζεις και βουλιάζεις σε μια επανάληψη. Μετά έχεις και την ανάγκη αυτής της επανάληψης, γιατί μόνο έτσι νιώθεις βολικά. Άρα, αυτή η συνθήκη, αμέσως αμέσως σου καταργεί κάθε τι στέρεο. Γιατί, τη μια στιγμή θα βρίσκεσαι στο τάδε θέατρο και μπορεί όντως να μην μπορεί να γίνει γενική και να πρέπει να πας να τα δώσεις κατευθείαν στην παράσταση. Δεν υπάρχει ούτε γενική, ούτε προετοιμασία, ούτε τίποτα. Την άλλη μπορεί κάτι να γίνει στραβό,  και να πρέπει να είσαι από το πρωί στο πόδι. Τα τόσο διαφορετικά θέατρα. Τη μια στιγμή να παίζεις με κοινό δύο χιλιάδων θεατών και την άλλη να βρεθείς στα εκατό άτομα…

Σ.Χ.: ... και με την ίδια παράσταση έτσι; Που στη μία περίπτωση πρέπει να την ανοίξεις, χωρίς μικρόφωνα, εννοείται, -ποτέ!- , και να γίνεις θηρίο για να μπορέσει να φτάσει η ενέργεια μέχρι πίσω και στην άλλη να φέρεις την ατμόσφαιρα και να την κάνεις έτσι, ώστε να μην τρομάξει ο κόσμος. Γίνεσαι κομάντο. Είναι πολύ ωραίο! Είσαι στην πρώτη γραμμή συνέχεια. Επίσης, το feedback του κοινού είναι τελείως διαφορετικό. Γιατί υπάρχει το θερμό κοινό, που εκδηλώνεται και σου δίνει.  Υπάρχει και το πιο ψυχρό. Για παράδειγμα η Ρωσία, η Αμερική είναι πολύ θερμές. Στην Ρωσία υπάρχει υψηλού επιπέδου κοινό και πάντα τους αφορά, και θέλουν να κάτσουν μετά την παράσταση να συζητήσουν. Ένα πολύ ωραίο κοινό. Στην Ιαπωνία, ας πούμε, είναι πιο ψυχρό. Και το χειροκρότημα είναι συγκεκριμένο. Δεν έχουν και πολλά πολλά (γέλια), αλλά δεν σημαίνει κι αυτό ότι δεν συνδέονται.

 

Τι θέση έχει ο λόγος στο θέατρο του Τερζόπουλου και πώς εσείς τον επεξεργάζεστε κατά την διάρκεια των προβών;

Σ.Χ.: Εμείς έχουμε συνειδητοποιήσει πλέον, και το  συζητάμε κιόλας,- γιατί πάντα πριν και μετά την παράσταση συζητάμε τι μπορούμε να διορθώσουμε, να φτιάξουμε κλπ-, ότι πρέπει το σώμα να είναι ενεργοποιημένο σε αυτό το θέατρο που κάνουμε, για να βγει ο λόγος σωστά. Διαφορετικά, μπορεί να βγεις και να ακούγεσαι σαν ρομπότ ή κάτι άλλο. Και λέω ενεργοποιημένο, αλλά όχι σφιχτό. Μπορεί να είσαι ακίνητος αλλά να είσαι 100% εκεί, και το σώμα να είναι ξύπνιο. Όλος ο οργανισμός να είναι alert.

Α.Μ.: Ναι, γιατί, κατά βάση, το σημείο εκκίνησης, είναι η σωματική κατάσταση, στο θέατρο αυτό. Σε ένα άλλο θέατρο μπορεί, το σημείο εκκίνησης, να είναι ο λόγος, σε ένα άλλο θέατρο, μπορεί να είναι ο ψυχισμός. Αλλά, αφού το σημείο εκκίνησης είναι το σώμα και η κατάσταση, άρα σώμα δεν είναι και λόγος; Νομίζω ούτως ή άλλως δεν υπάρχει διαχωρισμός.

Σ.Χ.: Μα νομίζω, ότι σε όλα αυτά που είπες, θα πρέπει το σώμα να είναι ενεργοποιημένο. Δεν γίνεται αλλιώς…

Α.Μ.: .... για αυτό λέω σημείο εκκίνησης. Υπάρχει αυτή η αφετηρία. Αυτό δεν σημαίνει ότι επειδή ξεκινάς από εκεί, δεν πρέπει να συμπεριληφθούν και τα τρία μαζί. Γιατί, πάντα, για ένα πράγμα μιλάμε, εμείς έχουμε την τάση να τα ξεχωρίζουμε. Αλλά εδώ, όταν η δουλειά ξεκινάει από εκεί, προκύπτει ο λόγος. Άλλωστε, μίλησε ο άνθρωπος ευθύς εξαρχής; Με το που γεννήθηκε αυτή η οντότητα, ξεκίνησε το παρλάρισμα; Όχι. Πρώτα κινήθηκαν τα δαχτυλάκια του. Πρώτα άρχισε να χτυπάει η καρδούλα του, να έχει έναν παλμό. Αν κάνεις έναν υπέρηχο, θα δεις έναν παλμό. Δεν βλέπεις κανέναν να μιλάει. Άρα, μιλάμε για ένα αποτέλεσμα. Είναι μια διαδικασία, πιο σύνθετη, ο λόγος, που έρχεται μετά. Αυτό δεν σημαίνει, ότι πρέπει να έχουν και απόσταση μεταξύ τους. Επομένως, έχει δίκιο η Σοφία που λέει, ότι ένα σώμα ακυρωμένο, σε εμάς τουλάχιστον, δεν μπορεί να μας δώσει την κινητήριο δύναμη να αρθρώσουμε τον λόγο. Γιατί μετά πάει κάπου αλλού το πράγμα.

 

Ο λόγος, όπως είπες προκύπτει… Γεννιέται δηλαδή; Μέσα από την διαδικασία τον ξαναβρίσκεις;

Σ.Χ.: Ναι, όταν το σώμα είναι σε μία κατάσταση…

Α.Μ.: Προκύπτει, όπως και θα έπρεπε να προκύπτει. Δηλαδή, τουλάχιστον, αυτή είναι η πρόθεσή μας.

Σ.Χ.: Και, γενικώς, στο θέατρο, όχι μόνο σε αυτό που κάνουμε. Εντάξει, στη ζωή μπορεί να μιλήσεις και λίγο κάπως και να μπλαζάρεις κλπ, αλλά στο θέατρο, υποτίθεται ότι ανεβαίνεις στη σκηνή και είσαι για έναν συγκεκριμένο λόγο. Δεν μπορεί να χάσεις και πέντε ατάκες… Δεν γίνεται.

Α.Μ.: Και προσπαθείς, να είσαι όσο γίνεται παρόν, σε αυτή την συνθήκη, για να μπορέσεις να τον επανεφεύρεις  κάθε φορά. Πάντα έχεις τη διάθεση να τον επαναπροσδιορίσεις. Πάντως, όπως και να έχει, όσον αφορά την πρόβα και την προετοιμασία, ακόμα και όταν δεν έχουμε παράσταση, όταν δουλεύουμε, αυτό είναι το ζητούμενο. Ο λόγος να γεννηθεί. Να προκύψει από την κατάσταση.

Σ.Χ.: Ναι, ναι. Αλλιώς, να μην ειπωθεί και  καθόλου.

 

Ήχοι, παύσεις, ανάσες, σιωπές. Τα είδαμε αρκετά στο «Ανκόρ». Ποια η σημασία τους στο θέατρο του Τερζόπουλου;

Σ.Χ.: Είναι σαν υποκατάστατο του λόγου. Είναι το ίδιο πράγμα, ουσιαστικά. Και πολλές φορές μπορεί να πεις μια ολόκληρη φράση και να μην εννοείς τίποτα και …

Α.Μ.: ... ένας μικρός ήχος να δηλώσει πολλά περισσότερα.

Σ.Χ.: Αυτό που λέμε. Το αναγκαίο. Το απαραίτητο.

Α.Μ.: Και είναι και αυτό ένα πολύ σημαντικό υλικό για τη δουλειά αυτή. Ο ήχος. Που να μην είναι, απαραίτητα, ένας ήχος που να συνδέεται ως νόημα, να μην νοηματοδοτεί, να μην είναι απλά ο ήχος που, πάντα, συνδέεται με τον λόγο. Ακόμα και μια κραυγή στον ρεαλισμό, είναι απόλυτα συνδεδεμένη με το νόημά της. Εμάς, ακόμα και χωρίς αυτό τον κόσμο των νοημάτων, μας ενδιαφέρει πάρα πολύ το υλικό αυτό, του ακατάληπτου ήχου. Αυτού του ήχου, που γεννιέται, και δεν ξέρεις που πάει. Ή, τουλάχιστον, θες να αντιστέκεσαι στο να νοηματοδοτήσεις  τι είναι αυτός ο ήχος. Μας ενδιαφέρει πολύ αυτή η σημασιολογία, αυτή η ακαταληψία των ήχων, που ενδεχομένως να φτιάξουν έναν χώρο για να ειπωθεί και ο λόγος, το νόημα.

Σ.Χ.: Και πολλές φορές, μπορεί να είναι μία φράση, που πρώτα να βρεις τον ήχο της, και μετά να βάλεις τα λόγια. Πρώτα να βρεις την κατάσταση και τον ήχο, και μετά να μπει ο λόγος. Γιατί τότε μπαίνει σωστά.

 

Τι σημαίνει να βιώνετε, να εργάζεστε σε μία τόσο οργανωμένη, πειθαρχημένη μέθοδο, σε μια χώρα που διαλύεται, και αποδομείται;

Α.Μ.: Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται, αν είναι να ερμηνεύσω κάτι, και από την πλευρά του Tερζόπουλου,  αλλά και πως εγώ το βιώνω, είναι ότι αν αυτή η δουλειά ήταν σε μια άλλη χώρα,  που θεσμικά είναι πιο οργανωμένη και έχει ξεπεράσει κάποια ζητήματα, όπως κάποιες χώρες της κεντρικής Ευρώπης, δεν ξέρω αν θα είχα και την πρεμούρα να μπω μέσα σε αυτό το πράγμα. Με τη λογική, ότι το περιβάλλον σου, καμιά φορά, λειτουργεί μέσα σου αντιστικτικά και με έναν ανάστροφο τρόπο. Δηλαδή, όλο αυτό το χάος που περιγράφεις, θεωρώ, ότι, ειδικά για τους καλλιτέχνες, είναι πολύ γόνιμο. Σε μια ταχτοποιημένη κοινωνία, δεν ξέρω, αρχίζει το πράγμα και γίνεται νοσηρό, κοιμούνται κάποιες αισθήσεις. Θεωρώ, ότι, ούτως ή άλλως, αυτό δεν είναι ένα φαινόμενο της εξαετίας που περιγράφεις. Η ελληνική κοινωνία πάντα είχε αυτό το χαρακτηριστικό. Είναι ή του ύψους ή του βάθους. Αυτό είναι γόνιμο για την τέχνη. Για εμένα τουλάχιστον, και ειδικά σε σχέση με αυτό που κάνει ο Τερζόπουλος, που προσπαθεί να αναδομήσει και να ξαναφτιάξει τον κόσμο. Το οποίο, όταν το συναντάς σε καλλιτέχνες, γιατί δεν το κάνουν όλοι, είναι πολύ σπουδαίο. Το απ’ έξω, που είναι χαοτικό, νομίζω ότι του δίνει τροφή (του Τερζόπουλου).

 

Από τη μικρή μου εμπειρία στο σεμινάριο της μεθόδου του Θεόδωρου Τερζόπουλου το καλοκαίρι του 2014, θυμάμαι πόσο συχνά μας μιλούσε για τον Διόνυσο. Τι θέση έχει ο Διόνυσος στην δουλειά σας; Φτάνετε σε «Διονυσιακή έκσταση»;

Σ.Χ.: Αυτό όλο, που φαντάζει και λίγο «άυλο», είναι καθαρά τεχνικό πράγμα. Ειδικά, η μέθοδος της Αποδόμησης σε βάζει αρκετά μέσα σε αυτό το πνεύμα. Ναι, μπορεί να παίξεις την Βακχία, να την υποδυθείς και να μπεις σε κανάλια που πραγματικά εκπλήσσεσαι με το τι κάνει το σώμα σου, τι κάνει η φωνή σου. Πράγματα που δεν τα περιμένεις, βγαίνεις, όντως, αλλού, αλλά είναι κάτι απολύτως ελεγχόμενο και τεχνικό. Το κατακτάς με τον καιρό. Θέλει δουλειά. Διαφορετικά δεν γίνεται. Αν αφεθείς σε αυτό και πέσεις, όντως σε μια έκσταση, δεν θα «πέσει» το κοινό.

Α.Μ.: Ναι, δεν είναι τόσο αφηρημένο όλο αυτό. Ο Τερζόπουλος, έχει φτιάξει κι εκεί μια συγκεκριμένη γλώσσα, που προσπαθείς να την αποκωδικοποιήσεις και έτσι το σώμα σου να ανοίξει στα κανάλια, τα οποία πάλι μέσα από μια γλώσσα, προσπαθείς να υπερβείς και να  ανέλθεις. Αλλά, πάλι, μιλάμε για δύο στοιχεία, που υπάρχουν στο σώμα και στη φύση. Το απολλώνιο στοιχείο και το διονυσιακό. Και, απλά, υπάρχει και η τύχη, κάποιοι άνθρωποι να είναι πιο κοντά από γεννησιμιού τους, ως ψυχισμός και ως ιδιοσυγκρασία, στο διονυσιακό στοιχείο, και κάποιοι άλλοι, να φλερτάρουν πιο πολύ με το απολλώνιο. Παρόλα αυτά, επειδή υπάρχουν και τα δύο μέσα μας, είναι καλό ο ηθοποιός τις δύο αυτές περιοχές να μην τις φοβάται και να μπορεί να μπαίνει.

Σ.Χ.: Και, όντως, έχουμε δει ηθοποιούς, και εμάς, αλλά και άλλους, να κάνουν πράγματα που δεν μπορείς να φανταστείς ότι θα κάνουν! Και μένεις άναυδος. Αλλά είναι αυτό… Σαν ξαφνικά να δώσεις μία και να πετάξεις τρία μέτρα, και να πεις: «τι μου συμβαίνει;». Αλλά εκείνη  την ώρα είσαι πολύ στο κέντρο σου.

Α.Μ.: Ναι, έχεις απόλυτη επίγνωση του τι συμβαίνει. Και ως ηθοποιός, δηλαδή, και ως περφόρμερ, το πώς, ας πούμε, έχεις διαύγεια και εκείνη την στιγμή βλέπεις τα πάντα!

 

Ποια είναι η διαδρομή για να μπεις μέσα σε αυτό και να «πετάξεις»; Τι γίνεται όταν βρίσκεις εμπόδιο;

Σ.Χ.: Είναι η θέληση και η χαρά που σου δημιουργεί αυτό. Επιμονή στο τεχνικό. Να σου δημιουργεί χαρά. Να σου αρέσει να σπας τα όρια και να πετάς.

Α.Μ.: Εγώ θα πάω και πριν τη χαρά. Όταν ήρθαμε όλοι εδώ, ως ηθοποιοί, και πρωτοπαίξαμε, προσπαθήσαμε να μυηθούμε σ’ αυτόν τον τρόπο. Εγώ, άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι εδώ αρχίζει το πράγμα κάτι να σημαίνει για εμένα, όταν ήρθα αντιμέτωπος με τον φόβο. Και νομίζω ότι πριν τη χαρά, υπάρχει το συναίσθημα του φόβου. Πριν τη χαρά, αντιμετωπίζεις τον φόβο. Και δεν μιλάω για τις μικροφοβίες που μπορεί να έχουμε, είναι ένας πιο γενικός φόβος.

Σ.Χ.: Ο φόβος του φόβου.

Α.Μ.: Χωρίς να μπορείς να περιγράψεις τι είναι αυτό. Όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με το τίποτα, και επιμένει ο άλλος απέναντι σου ότι: «όχι, προχώρα, υπάρχει και το μετά», κι εσύ λες μέσα σου, το μυαλό σου δηλαδή: «τι άλλο να κάνω, τα έχω κάνει όλα, δεν ξέρω τι άλλο να κάνω. Μα τι μου ζητάει;», εκεί ακριβώς, είναι το σημείο που έρχεται ο φόβος και σε κατακλύζει. Αυτός ο αστυνόμος που υπάρχει στο κεφάλι μας συνέχεια, που σου λέει αν είναι καλό, αν αξίζεις ή δεν αξίζεις. Όταν, λοιπόν,  κατακλύζεσαι από αυτό, και αρχίζεις και τον νικάς, και τον ακυρώνεις, και βλέπεις ότι όντως υπάρχει κάτι πίσω από αυτό, μετά, έρχεται και η χαρά, γιατί είναι αυτή, τελικά, που σου λέει ξανακάντο, γιατί αν το ξεπεράσεις ξανά, αυτό το εμπόδιο, πάλι θα βρεθείς κάπου. Και σιγά σιγά, αρχίζεις και γνωρίζεσαι με αυτό. Υπάρχει μια συνομιλία. Κι εμείς, ειδικά σε αυτή την παράσταση, το «Ανκόρ»,  λέμε ότι όσο περισσότερο φλερτάρουμε με αυτό τον τρόμο και το κενό, τόσο πιο πολύ θα μας βάζει πιο βαθειά σε αυτή την δουλειά.

Σ.Χ.: Εγώ, όμως, θα επιμείνω, πάλι, για τη χαρά. Την ώρα που πατάς επάνω εκεί (στη σκηνή), πρέπει να έχεις μια επιθυμία μεγάλη. Μια χαρά. Ένα θέλω. Διαφορετικά θα είναι πολύ βασανιστικό. Δηλαδή, αν θέλεις και τον φόβο να τον δεις κατάματα, πρέπει να έχεις την επιθυμία. Να θέλεις να δεις τι υπάρχει από εκεί πίσω. Αυτό που λέει και το κείμενο της παράστασης: «Για να σου πω την αλήθεια καρδιά μου,  παιδί πρέπει να ξαναγίνω». Είναι αυτή η αίσθηση που έχουν και τα παιδιά. Με τη χαρά της περιέργειας και του καινούριου. Είναι μια τεχνική για την ζωή, για το θέατρο και για όλα, εγώ νομίζω. Το κέφι, η επιθυμία!  Όπως το έχουν τα παιδιά. Τα παιδιά το έχουν αυτό από τη φύση τους. Ότι καταστάσεις και να περνάνε, η χαρά είναι το ζητούμενό τους.

Α.Μ.: Και ανεξάρτητα από την τέχνη, και η κούραση, η ψυχική, έρχεται όταν έχεις απομακρυνθεί από το παιδί που έχεις μέσα σου. Όταν, δηλαδή, έχεις απομακρυνθεί  από τη χαρά, από την επιθυμία για ζωή, έρχεται η κούραση.

 

Στο τέλος της παράστασης, μιλώντας, μου είπε ο Αντώνης, ότι στις πρόβες του «Ανκόρ», δουλεύοντας με τα μαχαίρια, τραυματιστήκατε. Όχι σοβαρά, βεβαίως, αλλά σε έναν φυσιολογικό βαθμό. Είναι «σκληρές» οι πρόβες του Τερζόπουλου; Απαιτητικές;

Σ.Χ.: Ναι. Και κόβεσαι, και τραυματίζεσαι, και όλα αυτά τα παθαίνεις. Από την άλλη, γίνεσαι σπαρτιάτης. Και βρες τον τρόπο, στην τελική, να μην τραυματίζεσαι! Σε αυτό, δεν υπάρχει κανείς που να μας προστατεύει, να μας χαϊδεύει. Είναι ωραίο, γιατί είναι μέσα στα εργαλεία του ηθοποιού αυτό. Όταν μαθαίνεις να σε πολυχαϊδεύουν, είναι και αυτό μια δυσκολία. Μετά, ανεβαίνεις στη σκηνή, και όλο κάτι σου φταίει. Χάνεις χρόνο. Και πολλές φορές, ο Τερζόπουλος, είναι στο:  «Do it! Κάντο!». Λες «μα, μου» κλπ, και σου λέει «Κάντο! Θέλω να πετάξεις δύο μέτρα πάνω από την σκηνή. Κάντο.» Και αν δεν μπορείς να πετάξεις, μπες τόσο στη διαδικασία, που να είναι σαν να πέταξες.

Α.Μ.: Δεν έχει τόσο να κάνει με το αποτέλεσμα. Έχει να κάνει με το να υπάρχει αυτή η επιθυμία από τον ηθοποιό ότι δεν βάζω κάτι ενδιάμεσα να με ανακόψει. Δεν με ενδιαφέρει το αποτέλεσμα. Το κάνω.

Σ.Χ.: Και αν συνειδητοποιήσεις ότι αυτό είναι για καλό σου, δηλαδή, ότι σου ανοίγει τα μέσα σου. Αυτό είναι η τεχνική που λέμε. Σε σταθεροποιεί, σε γειώνει, σε δυναμώνει ως ηθοποιό. Όταν το συνειδητοποιήσεις είναι ό,τι καλύτερο.

 

Πώς είναι τα καμαρίνια στο θέατρο του Τερζόπουλου; Υπάρχει κάποιου είδους «λειτουργία» και εκεί;

Α.Μ.: Να πω ένα παράδειγμα. Ήμασταν πολλοί ηθοποιοί και ήταν ο πρώτος μήνας γνωριμίας στο θέατρο Άττις. Είχε έρθει ένας ηθοποιός, λοιπόν, ο οποίος, συνηθισμένος από τα άλλα θέατρα ο άνθρωπος, ερχόταν με τον καφέ του, με μια εφημεριδούλα, κλπ. Με ευγενικό τρόπο του είπαμε ότι αυτό δεν βοηθούσε στη δική μας συνθήκη. Εκεί, μέσα, δεν μπαίνει τίποτα απ’ έξω. Εκεί μέσα όταν μπαίνεις, μπαίνεις. Υπάρχει αυτή η διαφορά. Επειδή έχω δουλέψει κι εγώ με άλλα θέατρα, στην αρχή  μου ήταν πολύ δύσκολο. Μετά κι εγώ προσαρμόστηκα.

Σ.Χ.: Εμένα μου είναι δύσκολο το «απ’έξω». Εδώ, υπάρχει η προστασία ότι είσαι στο καμαρίνι, δεν σε ενοχλούν. Υπάρχει μια προστασία από τους υπόλοιπους ως προς τους ηθοποιούς. Σε αφήνουν σε ησυχία και σέβονται το πριν της παράστασης. Πράγμα, το οποίο,  πολλές φορές, έξω, δεν το έχεις. Εδώ, στο θέατρο Άττις, υπάρχει αυτός ο σεβασμός από τον περίγυρο, στον ηθοποιό πριν βγει στην σκηνή. Το ίδιο και από τον ίδιο τον Τερζόπουλο. Πάντα μας μιλάει πολύ διακριτικά. Αισθάνεται και αυτός ως ένας «απ’έξω».»

Α.Μ.: Το καμαρίνι είναι ένας μεταβατικός χώρος πριν την παράσταση.

 

Τι εύχεστε;

Σ.Χ.: Εύχομαι να μην χάσουμε το παιδί που έχουμε μέσα μας.

Α.Μ.: Εύχομαι να έχουμε υγεία και δύναμη. Να μπορέσουμε να είμαστε, όσο γίνεται πιο πολύ, ανοιχτοί.

 


Δημιουργία βίντεο: Filmcat Productions