Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΕΝΥΣ ΦΥΛΑΚΤΑΚΗ,

  •  Ευδοκία Δεληπέτρου, Θεατρολόγος – Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών

Στοιχεία από το θέατρο της Πένυς Φυλακτάκη

 

Άντρας: Χάσαμε

Γυναίκα: Φιλικός;

Άντρας: Πρωτάθλημα

Σιωπή

Άντρας: Μη στεναχωριέσαι. Γίνεται κάθε χρόνο.

(Το πρωτάθλημα)

 

Ένας άντρας και μία γυναίκα συζητούν μπροστά σε μία τηλεόραση. Η γυναίκα ρωτά. Ο άντρας απαντά. Το θέμα είναι το ποδόσφαιρο και ο διάλογος κλείνει με μία ανακουφιστική φράση για τον χρόνο. Μία ανάλυση αυτής της εικόνας θα μπορούσε να αναδείξει βασικά στοιχεία της νεοελληνικής πραγματικότητας: Πρώτα πρώτα παρουσιάζει σχέσεις στον πυρήνα του πανίσχυρου θεσμού της οικογένειας και κατ’ επέκταση του συνόλου της κοινωνίας. Έπειτα αναφέρεται τον ρόλο των μέσων. Η τηλεόραση μπορεί αφενός να διαμορφώνει νοοτροπίες και συνειδήσεις και αφετέρου να επικυρώνει το φαίνεσθαι ως προτεραιότητα. Το θέμα της συζήτησης θα μπορούσε και αυτό να θεωρηθεί ενδεικτικό σχόλιο: η ανταγωνιστικότητα του επαγγελματικού αθλητισμού ως αντανάκλαση του κοινωνικού ανταγωνισμού ο οποίος δεν γνωρίζει όρια  και  ισοπεδώνει το κοινωνικό για έναν ατομισμό που αρνείται να ωριμάσει. Τέλος γίνεται αναφορά στην επαναληπτικότητα της ιστορίας: «Κάθε χρόνο» φαίνεται να «χάνουμε» αλλά κάθε χρόνο επίσης επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη αλλά αφού είναι έτσι τα πράγματα, ίσως, δεν αξίζει να «στεναχωριέσαι».

Το έργο της Πένυς Φυλακτάκη κινείται σε αυτούς τους άξονες, με ειρωνική διάθεση αλλά και τρυφερότητα. Μέσα από κωμικές κυρίως φόρμες ασκεί κριτική στην νεοελληνική πραγματικότητα και αναζητά τις αιτίες των σημερινών προβλημάτων στο ιστορικό παρελθόν και στις σύγχρονες διαπροσωπικές σχέσεις.

 

Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια (1)

 

«Είναι ένα άτιμο μικρόβιο που […] περνάει από γενιά σε γενιά. Ξεκινάει τόσο γλυκά, τόσο αθώα, ούτε που το καταλαβαίνεις […] Για όλα φταίει εκείνο το πρώτο ψέμα. Ένα μικρό πολύ μικρό ψέμα – και ήταν και για καλό σκοπό.» (Φτυστός ο μακαρίτης)

 

Η οικογένεια αποτελεί κύριο θεματικό άξονα στο έργο της Πένυς Φυλακτάκη και το εντάσσει στον σύγχρονο προβληματισμό για τον οικογενειακό θεσμό και τον ρόλο του στη διαμόρφωση της ελληνικής πραγματικότητας. Η συγγραφέας παρουσιάζει και ταυτόχρονα υπονομεύει τα οικεία πρότυπα και τους παραδεδομένους ρόλους, με σκοπό να αναδείξει τη διάβρωση που έχουν υποστεί στην πραγματικότητα οι φαινομενικά υγιείς οικογενειακές σχέσεις και κυρίως να σχολιάσει το ρόλο της οικογένειας στη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας. Παντοδύναμες γυναίκες, γιαγιάδες και μητέρες, κινούν τα νήματα με άξονα πάντοτε το προσωπικό ή το οικογενειακό συμφέρον και επιβάλλονται με μέσα κυρίως πλάγια. Ελέγχουν τις οικογενειακές σχέσεις, προστατεύουν και προωθούν τους γιους τους, ανεξάρτητα από την αξία τους, και συντηρούν το κατεστημένο με κάθε τρόπο. Δίπλα στις γυναίκες αυτές, οι άντρες αναλαμβάνουν ένα ρόλο φαινομενικά ισχυρό αλλά στην πραγματικότητα υποταγμένο.

Τα δεδομένα αυτά διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις των δύο φύλων, τις προσδοκίες τους αλλά και τη διαχείριση της καθημερινότητας και της μοναξιάς. Η νεότερη γενιά των γυναικών ακροβατεί μεταξύ μίας παραδεδομένης, συντηρητικής θηλυκότητας και ενός δυναμισμού που εκφράζεται λιγότερο στον επαγγελματικό χώρο και περισσότερο στη διεκδίκηση της σεξουαλικότητας. Οι νέοι άνδρες από την άλλη διατηρούν τις παραδοσιακές ανδρικές εμμονές, όπως για παράδειγμα το ποδόσφαιρο, αλλά ταυτόχρονα δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στο παραδοσιακό πρότυπο. Μολονότι και τα δύο φύλα εκφράζουν τον προβληματισμό τους για τους παραδοσιακούς τους ρόλους, δεν καταφέρνουν να τους αμφισβητήσουν ανοιχτά. Αντίθετα βρίσκουν τρόπους να καλύψουν το φόβο, τη μοναχικότητα και την ανασφάλεια αλλά και να καταπιέσουν τη διαφορετικότητα διαιωνίζοντας τα ίδια αδιέξοδα. Άνδρες και γυναίκες υποκρίνονται ή απλώς υπεκφεύγουν αντί να διεκδικούν με αποτέλεσμα η απόσταση μεταξύ του φαίνεσθαι και του είναι να γίνεται καμιά φορά τόσο μεγάλη που να αγγίζει τα όρια του παραλόγου.

 

 

Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια (2):

 

 Πάτερ: Χαλάρωσε τη συνείδησή σου και άνοιξε το στόμα σου. (Μαθήματα νεοελληνικής ιστορίας)

 

Η οικογένεια είναι αυτή που βρίσκεται στον πυρήνα του ελληνικού κοινωνικού ιστού και καθορίζει τελικά τους θεσμούς· έτσι οι κοινωνικοί θεσμοί καταλήγουν παραδόξως να διαμορφώνονται με βάση τις ατομικές και όχι τις κοινωνικές ανάγκες, αναπαράγοντας τα ίδια προβλήματα στο ευρύτερο σύνολο. Πολιτικοί, ιερείς και δημοσιογράφοι στον κωμικό κόσμο της Πένυς Φυλακτάκη συντηρούν ένα σύστημα διαφθοράς και ψεύδους που κινείται σε μεγάλο βαθμό σύμφωνα με το οικογενειακό πρότυπο. Αντίστοιχα, ο καθένας με τα μέσα και την εξουσία που διαθέτει διασφαλίζει τον εαυτό του και φροντίζει το συμφέρον του.

Οι τελετές που θα μπορούσαν να εκφράζουν ανθρώπινες αξίες και κοινωνική συνοχή γίνονται αντικείμενο ειρωνείας. Τα παρασκήνια γάμων κηδειών, γεννήσεων και πολιτικών διαγγελμάτων αποτελούν ένα σύμπαν μαύρης κωμωδίας όπου έξαλλοι ήρωες βιώνουν εξωφρενικές καταστάσεις.

 

Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια (3):

 

ΜΑΜΑ: Η δαντέλα; Ποια δαντέλα; Η δαντέλα που σου χάρισα; Που μου χάρισε η θεία μου; Που της την είχε χαρίσει η προγιαγιά της; (Μαθήματα νεοελληνικής ιστορίας)

 

Μέσα από τον προβληματισμό για τη σχέση του νεοέλληνα με την ιστορία του, το έργο της Πένυς Φυλακτάκη συντονίζεται και πάλι με μία θεωρητική συζήτηση όσον αφορά στην επαναληπτικότητα της ιστορίας και πιο συγκεκριμένα στην ανακύκλωση προβλημάτων τα οποία φαίνονται διαχρονικά αξεπέραστα. Οι εμμονές, τα λάθη, και οι νοοτροπίες που οδηγούν στα γνωστά προβλήματα μοιάζουν να μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Έτσι θα μπορούσε να πει κανείς ότι δημιουργείται μία άλλου είδους εθνική κληρονομιά, στον αντίποδα της ένδοξης ιστορίας των προγόνων, η οποία αμφισβητεί και υπονομεύει αυτό που έχει επικρατήσει ως εθνικό μεγαλείο. 

 

Το κωμικό

 

«Χρειάζεται να υπάρχει μέσα στην αιτία του κωμικού κάτι το ελαφρώς προσβλητικό […] για την κοινωνική ζωή, αφού η κοινωνία απαντά σ’ αυτό με μια χειρονομία που μοιάζει πολύ με αμυντική αντίδραση, με μια χειρονομία που προκαλεί ελαφρώς το φόβο.» (Henri Bergson, Το γέλιο)

 

Η Πένυ Φυλακτάκη κινείται με άνεση ανάμεσα σε διαφορετικές φόρμες και αξιοποιεί διαφορετικές κωμικές παραδόσεις διατηρώντας πάντα μία διάθεση ειρωνική και μία τάση προς τη μαύρη κωμωδία. Γενικά τα έργα της χαρακτηρίζονται από γρήγορους, έξυπνους διαλόγους κατά βάση ρεαλιστικούς αλλά με εκρήξεις και επαναλήψεις που δημιουργούν συχνά μία αίσθηση παράξενη και εντείνουν την κωμικότητα. Καθώς οι ήρωες χρησιμοποιούν τεχνάσματα, μυστικά και ψέματα για να προσαρμόσουν, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, τους τύπους και τους θεσμούς στις προσωπικές τους ανάγκες δημιουργούνται παρεξηγήσεις και ανατροπές που οδηγούν σε παράλογες καταστάσεις και εξωφρενικές πλοκές.

Ο κωμικός μηχανισμός της δυσαρμονίας και της παρέκκλισης προσφέρεται σε αυτή την περίπτωση ως εργαλείο κριτικής: Οι καταστάσεις είναι εκτός κανονικότητας αλλά οι ήρωες βρίσκονται απελπιστικά εντός της νόρμας, και συνήθως προσπαθούν απεγνωσμένα να προσαρμοστούν σε αυτή. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτή η προσπάθεια που οδηγεί τα πράγματα εκτός ελέγχου. Και είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που η ακρότητα λειτουργεί αποκαλυπτικά: κανονικοί άνθρωποι οδηγούνται στο παράλογο επειδή συμμορφώνονται με σαθρούς κανόνες. Έτσι δημιουργείται μία αντανάκλαση της σύγχρονης πραγματικότητας η οποία καταδεικνύει τον καθωσπρεπισμό και την υποκρισία του νεοέλληνα, εστιάζοντας στις εμμονές του.

 

Το (μη) ευτυχισμένο τέλος

 

«Δεν μπορώ να τα καταφέρω όπως εσείς. Δεν μπορώ να συνεχίζω λες και το πριν δεν υπήρξε ποτέ. Δεν μπορώ να ξαναγεννιέμαι μέσα στους νεκρούς, να ρίχνομαι μ’ ενθουσιασμό στο ίδιο λάθος βέβαιος πως αυτή τη φορά θα είναι το σωστό. Είστε τυχεροί. Δεν κοιτάτε πίσω ποτέ. Ζείτε λίγο, κινείστε συνέχεια και ξεχνάτε» (Το κτίριο)

 

Η χαρά και η ελαφρότητα της κωμωδίας υπονομεύονται από την αγανάκτηση της κριτικής. Η συγγραφέας αρνείται να δώσει ευτυχείς ή έστω ανακουφιστικές λύσεις. Στο τέλος τα πράγματα μένουν μετέωρα, με την υποψία ότι παρά την περιπέτεια οι ίδιοι φόβοι θα επανέλθουν, τα ίδια αδιέξοδα θα εμφανιστούν, τα ίδια λάθη θα επαναληφθούν, οι ίδιες συνθήκες θα επικρατήσουν.

Ταυτόχρονα όμως μπορεί να διακρίνει κανείς μία τρυφερότητα. Οι ήρωες είναι πλάσματα ζωντανά και δυναμικά (αν και συχνά έξαλλα), με αποδιοργανωμένες ζωές και αποπροσανατολισμένες ευαισθησίες. Έχουν χάσει στις περισσότερες περιπτώσεις τη συνείδησή τους ή την αυθεντικότητα των συναισθημάτων τους, διατηρούν όμως την ορμή τους για ζωή, εξακολουθούν να προσπαθούν ακόμα και με λάθος τρόπους, για λάθος λόγους. Συνεχίζουν· και όσο διατηρείται αυτή η κίνηση διατηρείται μάλλον και η ελπίδα.