Η ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΝΑΣ ΠΕΓΚΑ,

  •  Έρι Κύργια, Θεατρολόγος

Πεθαίνουμε χωρίς να έχουμε μάθει τόσα και τόσα*.  

Ο Μαξίμ Γκόρκι, ο Φραντς Κάφκα, ο Κώστας Γιαννίδης, η Nelly’s, η Καίτε Κόλβιτς, ο Λόρκα, ο Μαξ Ερνστ, ο Αντρέ Μπρετόν, ο Πολ Ελιάρ, ο Σαλβαντόρ Νταλί, το θηλυκό alter ego του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, η Φαίδρα κι ο Ιππόλυτος, η Άλκηστη κι ο Άδμητος, ο Νάρκισσος. Και μερικοί «ανώνυμοι» ήρωες: αρλεκίνοι, μια γυναίκα-λύκος, ένας άγγελος που μοιάζει με τον Υβ Σαιν Λοράν, μια πάπια, ένας εξωγήινος, μία κωφή που δεν θέλει να βρει τη φωνή της, ένας από τους επτά νάνους, τα ζευγάρια Φενγκ & Σούι και Άϊ & Κιου, η υποψία της γυναίκας Λα Μπρέα και άλλα πλάσματα που δεν αντέχουν τον εναγκαλισμό με την πεζότητα του ρεαλισμού. Και λίγα, πολύ λίγα, «επίγεια» πρόσωπα που στέκουν αμήχανα απέναντι στα πρώτα, αγνοώντας πώς να αντιδράσουν. Όλοι αυτοί κατοικούν στο σύμπαν της Έλενας Πέγκα και η απαρίθμησή τους ήδη δίνει μια πρώτη εντύπωση σχετικά με τη δραματουργία της.

 

Η φιλοπερίεργη Έλενα Πέγκα, γεννημένη στη Θεσσαλονίκη, την πιο «βαλκανική» και, ίσως, παραδοσιακά την πιο «πολυπολιτισμική» από τις ελληνικές πόλεις, σπουδαγμένη στις δυο ακτές των ΗΠΑ, πολυταξιδεμένη, «eine Wahlathenerin», τα τελευταία χρόνια, με τον κόσμο όλο μες στη φαντασία της, με ανησυχίες πρωτίστως καλλιτεχνικές αλλά και πολιτικές και κοινωνικές, δεν άφησε τίποτα απ’ όλα αυτά ανεκμετάλλευτο. Αντιθέτως, τα μετουσίωσε όλα στη βούλησή της να είναι ταυτόχρονα Ελληνίδα και Βαλκάνια, Ευρωπαία κι Αμερικάνα, μια σωστή κοσμοπολίτισσα.

Αυτή η άρνηση υιοθέτησης μίας ταυτότητας από την πλευρά της συγγραφέως αντανακλάται άμεσα στο θέατρό της: η γραμμική εξέλιξη απορρίπτεται, ψυχολογικές αναλύσεις και κοινωνιολογικές επεξηγήσεις είναι αδιάφορες, ο ρεαλισμός γίνεται ανεκτός μόνο και μόνο –παραφράζοντας τον Γκεβάρα– για να εξυπηρετήσει το αδύνατον. Ακόμη και οι όροι του ίδιου του θεατρικού παιχνιδιού καθίστανται περιοριστικοί, συνεπώς η καταφυγή στις άλλες τέχνες είναι σχεδόν επιβεβλημένη.

Τα έργα της Έλενας Πέγκα θα μπορούσαν να χωριστούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες: σ’ εκείνα που «χρωστάνε» τη γέννησή τους σε δεδομένους «ανιόντες» τους και στα έργα πιο «ελεύθερης» έμπνευσης.

Στα πρώτα ανήκουν έργα με αφορμές υπαρκτά πρόσωπα [όπως ο Κώστας Γιαννίδης (Βαλς εξιτασιόν), η Nelly’s (Η Nelly’s βγάζει βόλτα τον σκύλο της) και η Καίτε Κόλβιτς (Η Καίτε Κόλβιτς παρουσιάζει μια σύντομη ιστορία της τέχνης)], πραγματικά περιστατικά [όπως η διαγραφή του Νταλί από το σουρεαλιστικό κίνημα και η δολοφονία του Λόρκα (Don Surrealism) ή ο εμφύλιος σπαραγμός στα Βαλκάνια [Όταν χορεύουν οι go-go dancers, Ποιοι είναι οι καινούργιοι μας φίλοι], καθώς και προγενέστερες μυθοπλασίες [που μπορεί να είναι ένα διήγημα (Ο βασιλιάς που ακούει), ένα παραμύθι (Τα καινούργια ρούχα του αυτοκράτορα), ένας μύθος (Νάρκισσος) ή αρχαιοελληνικές τραγωδίες (Φαίδρα ή Άλκηστη Love stories)].

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η συγγραφέας δεν χειρίζεται τις πηγές της απλώς ως υλικό προς μετάπλαση, αλλά ως έναν ιστό που διαθλάται στο σύστημα φακών του δραματουργικού της μικροσκοπίου. Στον Νάρκισσο, για παράδειγμα, δεν είναι το «είδωλο» που μονολογεί, αλλά το «θύμα» του αντικατοπτρισμού. Και στο Love stories, ο τίτλος ορίζει και ταυτόχρονα παρωδεί τα ιστορούμενα. Οι δε αγριότητες του πολέμου στα Βαλκάνια δεν δραματοποιούνται επί σκηνής, αλλά κατατίθενται ως απόηχος περασμένων εμπειριών, ως σημάδια από πληγές πάνω στα άτομα που τις βίωσαν.

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν τα έργα της 3-0-1 Μεταφορές, Τα δηλητήρια της θάλασσας, The Greek alien, Γυναίκα και λύκος, Η γυναίκα του Γκόρκι. Εάν στα έργα της πρώτης κατηγορίας η συγγραφέας τολμά να παίρνει ελευθερίες, εδώ μοιάζει να θέτει περιορισμούς. Μοιάζει, όμως, μόνο: διότι, ενώ δανείζεται σημεία από τη σημειωτική της «πιο πραγματικότητας» (φαινομενικά γήινοι άνθρωποι που ζουν τη φαινομενικά κανονική ζωή τους), δεν επιτρέπει σχεδόν πουθενά τον κρατυλισμό με τα σημαινόμενά τους, αφού ισοπεδώνονται από σουρεαλιστικές νάρκες. Το 3-0-1 Μεταφορές, παραδείγματος χάριν, ξεκινά με τη μετακόμιση του χήρου πατέρα στο σπίτι της κόρης του και τελειώνει με την πολυκατοικία να εκτοξεύεται στο άπειρο· στο Γυναίκα και λύκος η σύζυγος εγκαταλείπει τον γάμο της για να γίνει λύκος κ.ο.κ.  

Τα επιμέρους θέματα που εξερευνώνται από τη συγγραφέα είναι ο έρωτας (συνήθως σαρκοβόρος), η τέχνη (ως πεποίθηση ότι μπορεί να σώσει τον κόσμο), ο πόλεμος (ως κινητήριος δύναμη για αλλαγές στις ζωές των ανθρώπων), οι σχέσεις (σχεδόν μονίμως υπό αμφισβήτηση). Και τα μοτίβα που επανέρχονται: η ρευστοποίηση της ατομικής ταυτότητας μέσα στη μεγαλούπολη, η ιδιαίτερη πατρίδα ως «επερώτηση» για την ταυτότητα αυτή, οι αναμνήσεις από την παιδική και νεανική ηλικία, η σχέση του ανθρώπινου όντος με το ζωικό βασίλειο. Η δε προσέγγιση θεμάτων και μοτίβων αποκαλύπτει τη γυναικεία ταυτότητα της συγγραφέως· δεν είναι ν’ απορεί κανείς: οι Γυναικείες Σπουδές ήταν «στα πάνω τους» στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’90, όταν η Πέγκα ζούσε εκεί.

Επιρροές της αποτελούν οι διάφορες εκφάνσεις του μεταμοντερνισμού, η ποπ κουλτούρα, τα αναγνώσματά της, οι προσωπικές της εμπειρίες από τις «υπέρμετρες» ΗΠΑ της δεκαετίας του ‘90, οι Βαλκάνιοι φίλοι της, οι αγάπες και οι προτιμήσεις της, οι συγκινήσεις της, όλα όσα η Πέγκα δεν «κρύβει» ότι θέτουν σε λειτουργία τον μηχανισμό έμπνευσής της.

Σε σχέση με τη μορφή των έργων, ό,τι ενδιαφέρει περισσότερο τη συγγραφέα είναι το «πρώτο πλάνο», οι χαρακτήρες και η εξέλιξη των γεγονότων «αυτή τη στιγμή». Οτιδήποτε άλλο είναι φόντο. Η καλειδοσκοπική ανάπτυξη, η αποσπασματικότητα, οι καταιγιστικές εικόνες, η διάσπαση του συνειρμού, η εισβολή του σουρεαλιστικού στοιχείου ακόμη και την πιο «βατή» στιγμή του έργου, η χρήση πολυμέσων, η συνδιαλλαγή με τις άλλες τέχνες, η ποικιλία των ειδών, η έρευνα, όλα αυτά βρίσκουν έντονη χρήση στα έργα της, που μοιάζουν με κατασκευές ή με brain toys. Ο ρεαλισμός είναι ο «αδύναμος κρίκος», η απομάκρυνση από αυτόν αποτελεί αδήριτη, πεισματική επιλογή. Σαν μια φαντασιακή κατάσταση να επιβάλλεται «άνωθεν» και να «εξατμίζει» κάθε ρεαλιστική προοπτική, παρά τις –σε αρκετές περιπτώσεις– περί του αντιθέτου «διαβεβαιώσεις» των πρώτων σκηνών του έργου.

Δεύτερα, τρίτα και πλέον επίπεδα δεν ωφελεί να «ψάξει» κανείς στην Πέγκα. Διότι, αν το πράξει, θα έχει χάσει απλώς την ειλικρίνεια, τη «ντομπροσύνη» του πρώτου επιπέδου. Είναι σαν να διακηρύσσει: «εννοώ αυτό που γράφω». Κίνηση στα έργα της θέτει η κεντρομόλος δύναμη, γι’ αυτό κι έχουν κάτι το νεανικό, σαν να συγκεντρώνουν τις απορίες για τα φαινόμενα του κόσμου, που τις διατυπώνει μια παρέα φοιτητών πίνοντας Diet Coke… Ως ενήλικη ωστόσο, η συγγραφέας αρνείται να δώσει απαντήσεις. Τα συμπεράσματα τα αφήνει στην ευχέρεια όποιου ενδιαφέρεται να τα εξάγει.

Οι χαρακτήρες της δεν κρατάνε τίποτα για τον εαυτό τους, λένε ανενδοίαστα ό,τι αισθάνονται ή σκέφτονται, όσο εξωφρενικό κι αν ακούγεται. Δεν χρειάζεται να τους αναλύσεις, να τους «ψυχολογήσεις», ούτε εκείνους, ούτε τις πράξεις τους, δεν υφίσταται η ανάγκη να μαντέψεις απολύτως τίποτα για λογαριασμό τους. Δεν χρειάζονται καν κλειδιά, γιατί όλες τους οι πόρτες είναι ορθάνοιχτες, όλα τους τα στοιχεία εκεί, παρόντα, αποκεκαλυμμένα, φανερά. Είναι χαρακτήρες που «φέρουν», αλλά δεν «κουβαλάνε», που «ακουμπάνε» χωρίς να «θίγουν». Οι ζωντανοί χαρακτήρες αρνούνται να παρακμάσουν και οι νεκροί είναι απερίφραστα νεκροί, χωρίς νοσταλγία για τη ζωή, όχι φαντάσματα ακριβώς, αλλά απλοί επισκέπτες στον Πάνω Κόσμο. Και όλοι τους, ζώντες και μη, «επώνυμοι» και ανώνυμοι, φέρουν κάτι από τον «παράξενο» της διπλανής πόρτας, είναι φτιαγμένοι από ύλη κι από αέρα. Συχνά μνημονεύουν την πατρογονική γη, έστω και μόνο για να την απορρίψουν. Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούν εύκολα να αποκοπούν από τις ρίζες τους. Και ότι μάλλον όλη η γη δεν τους χωράει πια. Σχεδόν όλοι τους έχουν αναφορές στο «κάπου αλλού»: βρίσκονται μεν εδώ, αλλά έρχονται από αλλού και θα ήθελαν να βρίσκονται αλλού. Ακόμη κι έξω από το σώμα τους, αφού μέχρι και η φύση τους φαίνεται πολύ συμβατική σε ορισμένους. Ούτε η υπόστασή τους τούς αρκεί –στη Γυναίκα και Λύκο, λόγου χάρη, μέχρι κι ο άγγελος θέλει να γίνει λύκος. Όλους πάντως τους κεντρίζει το άγνωστο. Παραμένουν, ωστόσο, κύριοι του εαυτού τους –τελικά. Ναι, κι όμως, οι χαρακτήρες της είναι όλα αυτά μαζί. Δεν είναι εύκολο να τους ονομάσεις ήρωες. Ούτε μη-ήρωες. Ούτε αντί-ήρωες. Μάλλον πρόκειται για τα «πλάσματα» της Έλενας Πέγκα.

Τα έργα της Πέγκα διαδραματίζονται «ούτε εδώ, ούτε εκεί» ή «κι εδώ κι εκεί», στα Χανιά και στη Βιέννη, στη σκοπιανή κωμόπολη και στο Μανχάταν (είναι απίστευτα μεγάλος ο αριθμός των πόλεων που αναφέρονται στα έργα της). Κυριαρχεί ο δημόσιος χώρος –ακόμη κι όταν πρόκειται για προσωπικό χώρο, αντιμετωπίζεται ως μια «πιο ιδιωτική» γωνιά του δημόσιου. Δίνεται έτσι η εντύπωση μιας προσωρινότητας στον χώρο. Οι χαρακτήρες υπήρξαν κάπου αλλού (στην Κίνα ή σε άλλον πλανήτη) ή επιθυμούν να υπάρξουν κάπου αλλού (στα Τίρανα ή στο «Πράσινο») ή και παντού ταυτόχρονα, σαν να έφυγαν από κάπου, αλλά κι «εδώ» που είναι δεν μένουν για πάντα: ο κόσμος ολόκληρος είναι ομόκεντροι κύκλοι. Συχνά τα πρόσωπα των έργων της κατοικούν σε μητροπόλεις (εκεί «βρίσκει κανείς συγκεντρωμένη όλη την ανθρώπινη βιογραφία»), γοητευμένοι ή απο-γοητευμένοι από την ανωνυμία που τους προσφέρουν, κινούνται –σε εντελώς προσωπικούς ρυθμούς– στις πόλεις-σύμβολα του σύγχρονου κόσμου, στην πυκνοκατοικημένη Νέα Υόρκη ή στο αχανές Λος Άντζελες. Κι όμως, η Πέγκα δεν παρασύρεται: δεν πρόκειται για το πρωτοκλασάτο Μπέβερλι Χιλς, αλλά για το απροσπέλαστο (τη δεκαετία του ’90) Ντάουν-τάουν, ούτε για το λαμπερό Χόλιγουντ, αλλά για το εναλλακτικό Σίλβερλεϊκ, όχι για την καθιερωμένη Σάνσετ Μπούλεβαρντ, αλλά για το επαναστατημένο Σάνσετ Τζάνξιον.

Αντίθετα από τον χώρο, ο χρόνος φαίνεται να είναι πολύ συγκεκριμένος: είναι το εκάστοτε τώρα, το συνειδητά φευγαλέο τώρα, στην πλήρη και διαρκή προσωρινότητά του, στην ενότητα και τη φιλοσοφική διαστολή του. Πράγματι, ακόμη κι όταν ο χρόνος αποσπάται από τη ρεαλιστική του μέτρηση και οι χαρακτήρες μένουν σαν τα εκκρεμή, σαν άνθρωποι με δύο χρονικές πατρίδες, στο τώρα βρίσκουν ανακούφιση, «βολή» –φυσικά, για τώρα. Γι’ αυτό δίνεται η εντύπωση ότι οι χαρακτήρες της δεν ανήκουν στον (μετρήσιμο) χρόνο, αλλά στη διάρκεια του έργου. Στον εύθετο χρόνο του θα «δράσουν ό,τι έχουν να δράσουν», χωρίς να περισπώνται και χωρίς να τον σφετερίζονται. Ακόμη και οι «νεκροί» χαρακτήρες ήρθαν κι έζησαν για λίγο, για όσο κράτησε το έργο. Το «χθες» υπάρχει ως ανάμνηση, συχνά και ως βάρος, ενώ το αύριο –κανείς δεν ενδιαφέρεται να ξέρει. Επειδή, ίσως, «ο χρόνος πονάει».

 

* Ατάκα της Οπτασίας από το έργο της Έλενας Πέγκα Βαλς Εξιτασιόν.