Αρχαίο δράμα σε κλειστό χώρο. Ηλέκτρα του Άρη Μπινιάρη & Αντιγόνη του Κ. Μπάρα

  •  Συντάκτης: Βερβεροπούλου Ζωή
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 14/02/2020

Αν, λόγω της ειδικής συνθήκης τους, οι παραστάσεις τραγωδίας σε κλειστό χώρο τροφοδοτούν άλλοτε επιφυλάξεις και άλλοτε προσδοκίες, προσωπικά συντασσόμαστε με τις δεύτερες: όταν το τραγικό στεγάζεται, όταν του κόβεται η διέξοδος στον ανοιχτό αέρα, κάπως εντείνεται και πυκνώνει παράξενα, το υψηλό ανασυντάσσεται ή εσωστρέφεται, το τρομερό γίνεται εγγύτερο, πιο εντόσθιο και πιο εκρηκτικό. Δυο τέτοια δείγματα ξεχωρίζουμε που, μολονότι συγκλίνουν στις πενθούσες και εξεγερμένες ηρωίδες τους, διαφέρουν πολύ ως προς τη σύλληψη και τη μέθοδό τους.

 

Ηλέκτρα

Σοφοκλής, Ηλέκτρα, σκηνοθεσία Άρης Μπινιάρης, στο Θέατρο Τέχνης (Φρυνίχου)

Αν ξεκινούσε σήμερα νέα εκπομπή ραδιοφωνικού θεάτρου, οι παραστάσεις του Άρη Μπινιάρη θα έπρεπε να βρίσκονται ανάμεσα στις πρώτες επιλογές της παραγωγής. Και αυτό, όχι μόνο γιατί έχουν κράση έντονα ακροαματική, αλλά και γιατί ευνοούν μια πρόσληψη ιδιότυπα εσωτερική, σχεδόν ιδιωτική, που μοιάζει να κατευθύνεται στο θυμικό και στο αυτί τού κάθε θεατή ξεχωριστά. Την ίδια αίσθηση αποπνέει και η Ηλέκτρα, με τον κλειστό χώρο του Θεάτρου Τέχνης να ενισχύει την «προς τα μέσα» φορά του τραγικού λόγου: ανάσες, ψίθυροι, λαχανιάσματα, ζωντανή μουσική, ήχοι άναρθροι και σπλαχνικοί, και μαζί φθόγγοι δονούμενοι, λέξεις κατά ριπές, ρυθμός και έμμετρες φράσεις, με επαναλήψεις-επωδούς να σκάβουν όλο και πιο βαθιά στα νοήματα, σχεδόν ποίηση. Εξ ου και ταιριάζει πολύ στο ύφος της παράστασης η μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά και η συμπαγής ποιητικότητά της, ενώ διακρίνεται και η δουλειά μετρικής ανάλυσης (Καίτη Διαμαντάκου), πόσο μάλλον αφού στις δουλειές του Μπινιάρη ό λόγος δεν δημιουργεί απλώς ατμόσφαιρα, είναι η ατμόσφαιρα.

Η δράση μοιάζει να εγκιβωτίζεται στην αφηγηματική συνθήκη που σκιαγραφούν εξαρχής τα μέλη του χορού: με ρούχα μαύρα εισέρχονται στη σκηνή αργά, ημίφως, κεράκια αναμμένα, τα μάτια χαμηλά, με συγκέντρωση, γόνατα διπλωμένα, όλοι καταγής να σχηματίζουν κύκλο. Καθώς αρχίζουν να εξιστορούν, το δράμα της Ηλέκτρας περνά σιγά σιγά από τη λέξη στην επιτέλεση και αναδύεται τρισδιάστατο, μια αναπαράσταση εντός της παράστασης, σαν ένα φαντασιακό θέατρο εν θεάτρω. Η τραγική πλοκή ξετυλίγεται όπως ένα τελετουργικό δρώμενο, υποβλητικό και κραδασμικό, με εκείνη την πρωτογονική σωματικότητα που παράγουν τα κορμιά των ηθοποιών καθώς μεταμορφώνονται σε αντηχεία, από όπου εκτοξεύονται λέξεις που βγάζουν σπίθες, αλλά και ο σκοτεινός θρήνος μιας νέας γυναίκας που ζει στη διαπασών ενός αδιανόητου τραύματος.

Ο σκηνοθέτης δείχνει να θεμελιώνει την πρότασή του στη διαπολιτισμική και πανάρχαια φόρμα του δρώμενου, που την αξιοποιεί ως έννοια-κλειδί. Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που βλέπουμε στη σκηνή μια τέτοια σύνδεση, εδώ όμως εντοπίζεται μια βιωμένη και άρρηκτη συναρμογή ήχων-σωμάτων-μουσικής (επί σκηνής μουσικός: Χρήστος Γεωργόπουλος), που έχει προσωπικότητα σίγουρη και αισθητηριακό στίγμα: ό,τι εκδραματίζεται, αφενός μοιάζει να παραπέμπει στο διονυσιακό στοιχείο και στις ρίζες του αρχαίου θεάτρου, όταν σταδιακά ξεχώρισαν οι υποκριτές από τον χορό-ομάδα, μεταβαίνοντας από την αφήγηση του μύθου στη μιμητική δράση, αφετέρου διακλαδίζεται προς τα παγανιστικά δρώμενα της λαϊκής μας παράδοσης, αλλά και προς τις μυστικιστικές τελετές των σαμάνων και τους εκστατικούς χορούς τους. Αυτή την αίσθηση καταλείπει η ωραία, παλμική, χορευτική κίνηση του θιάσου (επιμέλεια: Ιωάννα Τουμπακάρη, Άρης Μπινιάρης), ενισχυμένη σε πλαστικότητα και εκτόπισμα από τα κροσσωτά κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού, που τα φορούν φανερά οι υποκριτές όποτε αλλάζουν status και ρόλο. Στο ίδιο πνεύμα και η μυστηριακή φιγούρα του Παιδαγωγού με το ημι-καλυμμένο πρόσωπο (τον υποδύεται ο Μπινιάρης), που κραδαίνει θύρσο-σαμανικό ραβδί, σαν ένας πνευματικός σύμβουλος, ιεροφάντης και στοιχειό, που χοροστατεί για να αναδομήσει τον γύρω του κόσμο και μαζί τη διαταραγμένη τάξη των ανθρώπινων πραγμάτων.

Ο σκηνικός χώρος του Κωστή Καραντάνη που ορίζεται από οριζόντιες δοκούς  (λωρίδες σκιών, ανοίγματα αλλά και κάγκελα εγκλεισμού), οι διαβαθμίσεις φωτός και σκότους (φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης), καθώς και το επιδαπέδιο βίντεο (Ερατώ Τζαβάρα) συνθέτουν μια τοπολογία θερμή, που ανακαλεί συγχρόνως το πραγματικό και το αρχέγονο. Μέσα σε αυτήν, η Ελένη Μπούκλη (Ηλέκτρα), η Εβελίνα Παπούλια (Κλυταιμνήστρα) και η Λένα Μποζάκη (Χρυσόθεμις) αναπτύσσουν ήχο-σωματικές ερμηνείες, που ισορροπούν ανάμεσα σε μια μυσταγωγική, καλά ακονισμένη χοϊκότητα και στους τόνους μιας μοντέρνας, νέο-τραγικής θεατρικότητας. Στο ανάλογο μήκος κύματος και oι Δημήτρης Μανδρινός (Ορέστης) και Νίκος Τσολερίδης (Αίγισθος), ενώ τα μέλη του χορού (Τάσος Κορκός, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Δώρα Ξαγοράρη, Κατερίνα Δημάτη) αναπάλλονται σαν ενιαίο σώμα στον ρυθμό του λόγου, σφραγίζοντας, στο τέλος, αφηγηματικά την κάθαρση και την ολοκλήρωση της τελετουργικής αναπαράστασης.

 

Αντιγόνη

HashArt Theater Group, Αντιγόνη/αυτό τουλάχιστον το μπορώ

Σκηνοθεσία: Κώστας Μπάρας, στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων

 «Ομάδα» είναι ίσως η λέξη που έρχεται επανειλημμένα στον νου, όση ώρα ο θεατής παρακολουθεί το εγχείρημα του θιάσου HashArt.  Και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη δραματουργία που αναφέρεται συλλογική. Έχει να κάνει και με τη βάσανο μιας προ-ερευνητικής φάσης, μιας αναζήτησης επίμονης που πραγματοποίησαν τα μέλη από κοινού και γίνεται αισθητή τόσο σε κειμενικό επίπεδο, όσο και στον τρόπο με τον οποίο νοηματικοί άξονες, σκηνοθεσία και υποκριτική συνυφαίνονται και συνοδοιπορούν προς κατεύθυνση αποφασισμένη.

Σύνθεση από τα ομόθεμα έργα του Σοφοκλή, του Ανούιγ και του Μπρεχτ, με αδιόρατα ίχνη και άλλων «λόγων», η συγκεκριμένη Αντιγόνη είναι ένα συμπυκνωμένο και συμμιγές κείμενο, που έχει προσεκτικά απαλύνει τις ραφές του, στοχεύοντας αφενός στην υφολογική ενότητα, αφετέρου σε μια ηρωίδα γήινη και πιθανή, που ανασαίνει στο σήμερα. Εξ ου και το τραγικό δεν «φωνάζεται», αλλά μιλιέται, τα πρόσωπα προβάλλουν χειροπιαστά και ανθρώπινα, ενώ ακόμη και ο Κρέοντας εξεικονίζεται στο προσωπικό του δράμα, διχασμένος ανάμεσα στον άνθρωπο και στον βασιλικό του ρόλο. Η αναμέτρησή του με την Αντιγόνη, μετά την ταφή του Πολυνείκη, αποτελεί άλλωστε την κεντρική και εκτενέστερη σκηνή του έργου, όπου ξεδιπλώνονται προσπάθειες διάσωσης του κοριτσιού, όλες αποτυχημένες, αφού εκείνη αρνείται να συμβιβαστεί, καθιστώντας τον εντέλει το πιο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας: αν η Αντιγόνη πράττει αυτό που θέλει, ο Κρέοντας αναγκάζεται να κάνει αυτό που δεν θέλει, υπακούοντας στους κανόνες που του θέτει η ίδια του η εξουσία. Ποιος από τους δυο είναι ο πιο ελεύθερος;

Ο Κώστας Μπάρας προσαρμόζει ευέλικτα τη σκηνοθεσία του στην ορθογώνια διάταξη του χώρου, που θέλει το κοινό καθισμένο στις δυο μεγαλύτερες πλευρές, διασφαλίζοντας εξαρχής τη διμετωπική ορατότητα των επί σκηνής σωμάτων. Μαζί και τη γεωμετρία μιας κίνησης που – πιθανότατα με την αρωγή του χορογράφου Φώτη Νικολάου – διαχαράσσει τις μεταβλητές των σχέσεων και των στάσεων, μεγεθύνοντας την ένταση του αναπόδραστου την οποία, έτσι κι αλλιώς, υποβάλλει ο περίκλειστος θεατρικός χώρος. Μέσα στο μινιμαλιστικό περιβάλλον που σχεδίασε ο Γιώργος Λυντζέρης, ξεδιπλώνεται με φυσικότητα ένα θέαμα λιτό και ειλικρινές, που κερδίζει τον θεατή, επειδή ακριβώς δεν αγωνίζεται να τον εντυπωσιάσει. Σύγχρονη, γειωμένη και με αεράκι νεανικό, η παράσταση σταθμεύει αποκλειστικά στα ουσιώδη του λόγου και της πλοκής, επικεντρώνεται δε στο βασικό υλικό της: τον ηθοποιό. Πάνω σε αυτόν δουλεύει ο σκηνοθέτης, όπως αποκαλύπτουν οι ψυχογραφίες του Κρέοντα, της Αντιγόνης, της Ισμήνης και του Αίμονα, ξεκαθαρίζοντας τους συγκρουσιακούς σχηματισμούς του έργου και αναδεικνύοντας με κατανόηση και χωρίς να (κατα)δικάζει, τα βαρίδια που καθορίζουν τις επιλογές των προσώπων. Βέβαια, το μεταθεατρικό σχόλιο του τέλους, που μας θυμίζει ότι θα γυρίσουμε ήσυχα στην κανονικότητά μας παρά τα όσα παρακολουθήσαμε, ηχεί κάπως αδύναμα και διδακτικά, αλλά αυτό λίγο επηρεάζει τη γενικότερη πρόσληψη.

Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι ευεξήγητο γιατί η υποκριτική ομάδα βρίσκει άνετα τα σημεία αναφοράς και τα πατήματά της. Επιδεικνύοντας συγκέντρωση και φωνητικό βάθος, ο Τρύφωνας Μπάρκας, δεν απομιμείται έναν Κρέοντα-άρχοντα αμιγώς σκληρό και αδιάλλακτο, αλλά τον φέρνει προσεκτικά στα μέτρα της ηλικίας του, τον καθιστά σημερινό, προσιτό και συζητήσιμο, φορέα των διλημμάτων μιας εξουσίας που νιώθει πως οφείλει να επιβάλλει τον Νόμο της για να γίνει σεβαστή. Συγκροτημένη και συγκρατημένη όπως ταιριάζει στην Ισμήνη της, η Ηλέκτρα Κομνηνίδου αποδίδει έκτυπη τη στάση της υποταγμένης, αλλά όλο έγνοια αδελφής, ενώ ο Σταύρος Λιλικάκης έχει την ευγενική χάρη του νεαρού ερωτευμένου Αίμονα, καθησυχασμένος αρχικά, αλλά κριτικός όταν έρθει η ώρα να αντιπαρατεθεί στο πείσμα του πατέρα του. Η Ελένη Κουταλώνη σχεδιάζει μια ανεπιτήδευτη και δροσερή Αντιγόνη-κορίτσι, που σταδιακά αμφισβητεί και εξεγείρεται, που δεν διστάζει να ξεβολευτεί για να υπερασπιστεί αυτό που θεωρεί σωστό και δίκαιο. Μικρή προ-φεμινίστρια που απαρνείται τη γυναικεία μελλοντική της ευτυχία (αγαπημένο, γάμο και μητρότητα), ενηλικιώνεται βίαια και μεταμορφώνεται μπροστά στα μάτια του θεατή σε βασανισμένο αλλά αποφασισμένο πλάσμα, που βαδίζει άφοβα προς τον χαμό του. Μαζί με τον Λιλικάκη φιλοτεχνούν μια τρυφερή ερωτική σκηνή, όπου η ζωή βουίζει ξελογιαστικά, σε ισχυρή αντίθεση με το φάσμα του θανάτου που πλανάται απειλητικά πάνω από το ζευγάρι – ίσως μια από τις πιο όμορφες στιγμές της παράστασης.

Εν ολίγοις; Καθαρό, απέριττο θέατρο με απλά μέσα και ήθος, όπου παραδόξως η αφαίρεση λειτουργεί ως ποιοτική προσθήκη. Ιδανικό και για την προσέλκυση νεανικών ακροατηρίων στους κόσμους της αρχαίας τραγωδίας.