Δημήτρης Τσιάμης, «In A Gadda Da Vida», Ομάδα Per-Theater- Formance, Bios.Basement

  •  Συντάκτης: Τσατσούλης Δημήτρης
  •  Δημοσιεύτηκε στις: 07/11/2018

Ο Δημήτρης Τσιάμης επανέρχεται με την τελευταία του παράσταση στα προσφιλή του θέματα, τη θεατρική τελετουργία.

Με λιτά μέσα και μυσταγωγική σκηνική ατμόσφαιρα δημιουργεί το κατάλληλο πλαίσιο ώστε να εισαγάγει τον θεατή του στο τελετουργικό δρώμενο. Ο χώρος του Bios.Basement  αποδεικνύεται ιδανική σκηνή. Αυτή τη φορά επιχειρεί να συνδυάσει τη κοσμογονική δημιουργία των «Επτά Ημερών» με την καλλιτεχνική δημιουργία σε ένα κείμενο δικής του έμπνευσης το οποίο και σκηνοθετεί.

Ο ίδιος, παρών επί σκηνής και εκφέρων τον λόγο, παραπέμπει σε βιβλική μορφή, με τα ελάχιστα ανατολίτικα ενδυματολογικά στοιχεία πάνω σε μάλλον καθημερινά ρούχα: έναν  κεφαλόδεσμο που τονίζει το αγριωπό γενειοφόρο πρόσωπο και ένα μαντήλι με κρόσσια στους ώμους. Επί σκηνής βρίσκεται επίσης η και χορογράφος Ελένη Χατζηγεωργίου, με λευκό φόρεμα, στη αρχή διπλωμένη κατά γης, στη συνέχεια επιδιδόμενη σε ενδιαφέρουσα χορευτική σύνθεση που παρέπεμπε σε τελετουργικό χορό, μια επίκληση της φύσης, ικεσία σε κάποια θεά. 

Στη σκηνή, διάφορα σκηνικά αντικείμενα θα αποκτήσουν τις λειτουργίες τους σταδιακά: νερό, χώμα σε γυάλες, κεριά, φυτά, ένα φωτισμένο ντέφι, όλα τοποθετημένα  σε ξύλινες, χειροποίητες κατασκευές με ράφια, σαν σκάλες που οδηγούν στον δημιουργό ή στη δημιουργία.

Μια τέτοια σκάλα οδηγεί στο φατνίο του τοίχου όπου βρίσκεται καθιστός, πλαισιωμένος από φυτά, ο Τσιάμης όταν αρχίζει να εκφέρει τον λόγο του. Μορφή ιεραρχική που παραπέμπει στην Παλαιά Διαθήκη. Μια μικρογραφία της σκάλας βρίσκεται στο κέντρο της σκηνής έχοντας στην  κορυφή της μια ξυλόγλυπτη ανθρώπινη φιγούρα ενώ στο πλάι, μπροστά σε μια κολώνα, μια μεγαλύτερη σκάλα-εταζέρα φιλοξενεί τα άλλα αντικείμενα. Σκηνικά και κοστούμια είναι της Δάφνης Αηδόνη.

Οι χαμηλοί φωτισμοί επέτρεπαν τη δημιουργία σκιών αλλά και την ανάδειξη του φωτός από τα κεριά (φωτισμοί της Εβίνας Βασιλακοπούλου) συμβάλλοντας στο μυσταγωγικό ζητούμενο.

Εκείνες, ωστόσο, που δεσπόζουν στην παράσταση είναι οι εξαίρετες βιντεοπροβολές της Ερατώς Τζαβάρα με άπειρα σχήματα που κυριολεκτικά χορεύουν αλλά και προσδίδουν μια μοντέρνα όσο και κοσμογονική διάσταση στο δρώμενο. Ήδη, εξ αρχής, όταν το με κεφαλόδεσμο πορτραίτο του Τσιάμη προβάλλει στο ημίφως πάνω στα τούβλα του τοίχου του βάθους, θεωρείς ότι βγαίνει κυριολεκτικά μέσα από αυτά, ότι η ύλη γεννά το πρόσωπο ή  το εντοιχίζει, παραπέμποντας σε γνωστές, ήδη από την εποχή των σουρρεαλιστών, φωτογραφικές συνθέσεις-πειράματα απορρόφησης του έμβιου στο άψυχο. Στη συνέχεια, γραμμικά, γεωμετρικά σχήματα, αφηρημένες μορφές έμβιων ζώων, αστερισμοί, κ.ά. ντύνουν τον τοίχο, το δάπεδο, τα σώματα των περφόρμερ δημιουργώντας διαρκώς νέα «τοπία» που χορεύουν στους ρυθμούς της μουσικής.

Η μουσική του Βασίλη Τζαβάρα, που συνοδεύει όλη την παράσταση, είναι το άλλο μεγάλο ατού της: ήχοι με ανατολίτικο επίχρισμα, μετατρέπονται σε ηλεκτρονικούς, ένα κράμα πολιτισμών και εποχών που κυριαρχεί και καθορίζει κινήσεις, χορογραφία, βίντεο-γραφικά. Ένα καταπληκτικό μουσικό άκουσμα ενός αναντίρρητα ταλαντούχου καλλιτέχνη που κυριαρχεί στην παράσταση.

Πιστεύω ότι τα παραπάνω στοιχεία είναι τόσο έντονα και καθοριστικά για την παράσταση, σε συνέργεια με τα σώματα των ηθοποιών και την ιερατική τους κίνηση, ώστε συχνά ο λόγος να φαντάζει περιττός, ειδικά επαναλαμβανόμενος. Θα προτιμούσα το κείμενο να είναι πιο λιτό, λιγότερο επεξηγηματικό, να αποτελείται από σύντομες φράσεις και λέξεις-πυρήνες  που να εντάσσονται ρυθμικά στη μουσική ώστε η προσπάθεια, συχνά έντονη, να γίνει κατανοητό ‒καθώς υπερκαλυπτόταν από τη μουσική ή άλλοτε διαχεόταν στον χώρο‒ να μη στερεί τον θεατή από την κατανυκτική μουσικο-οπτική ατμόσφαιρα.

Ναι, ο λόγος δημιουργεί το σύμπαν, το καλλιτεχνικό έργο, αλλά, κάποιες φορές, η σιωπή είναι ακόμα πιο αποτελεσματική. Και εδώ πιστεύω ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στην δραματουργική οικονομία του λόγου, στην καίρια επιλογή αυτού που πρέπει να ακουστεί  με δέουσα βαρύτητα και αυτού που περισσεύει μέσα σε ένα πολυδραστικό σκηνικό δημιούργημα.

Ο Δημήτρης Τσιάμης έχει επιλέξει τα τελευταία χρόνια  έναν ενδιαφέροντα σκηνικό δρόμο που από παράσταση σε παράσταση ανανεώνει, εμπλουτίζοντας την ερευνητική του δουλειά με νέα στοιχεία και νέους ικανούς συνεργάτες. Εν αναμονή της συνέχειας.