Η Μέρα Μετά: Βίκυ Θαλασσινού

  •  Δημοσιεύτηκε στις: 03/04/2020

Η τηλεόραση έπαιζε από το βράδυ. Είχε αποκοιμηθεί  κοιτάζοντας τις ειδήσεις. Νεκροί… ιός… μένουμε σπίτι… νεκροί… Είχε υποσχεθεί στον εαυτό της ότι θα την έκλεινε μια και καλή , αλλά πάλι είχε ξεχαστεί. Στα όνειρα της έβλεπε μπερδεμένα πράγματα. Από παιδί  δεν μπορούσε να θυμηθεί τι έβλεπε στον ύπνο της αλλά  από τότε που κλείστηκε στο σπίτι, θυμόταν τα πάντα.

Ο ήχος της τηλεόρασης ήταν χαμηλωμένος.  Πήγε ως την κουζίνα να πάρει τα πρωινά χάπια. Άνοιξε το κουτάκι με τις ημερομηνίες και διάλεξε τρία. Για την καρδιά, την πίεση, την… δε θυμόταν το τρίτο. Χέστηκα κιόλας, σκέφτηκε ….τι σημασία έχει… Τα κατάπιε με δυο γουλιές νερό και πήγε να φτιάξει καφέ. Με την τηλεόραση χαμηλωμένη δεν ακουγόταν τίποτα… απόλυτη ησυχία.

Κόντεψε να της χυθεί ο καφές όταν άκουσε κόρνες αυτοκινήτων. Πριν δυο μήνες ο ήχος θα περνούσε απαρατήρητος , αλλά τώρα δυο μήνες η πόλη είχε την ησυχία νεκροθαλάμου. Και ξαφνικά κόρνες… Πάει αποτρελάθηκε ο κόσμος σκέφτηκε. Οι κόρνες πλήθαιναν  και φωνές;… Ποιος φωνάζει πρωί πρωί; Έκλεισε την τηλεόραση. Τι κακό μας βρήκε πάλι δεν έφτανε η αρρώστια; Έχωσε τη μούρη της ανάμεσα στις γρίλιες. Ούτε τα παράθυρα δεν άνοιγε τόσον καιρό; Τι γίνεται;

Ένας ήχος της τράβηξε  την προσοχή. Από την άλλη μεριά του δωματίου… Αν δεν τα χε χάσει τελείως, αυτό ακουγόταν από την εξώπορτα. Κάποιος γρατζουνούσε την εξώπορτα…

Κοίταξε από το ματάκι. Δεν είδε τίποτα. Άνοιξε σιγά, σιγά την πόρτα… Μια χαραμάδα. Στο μισοσκόταδο του διαδρόμου διέκρινε μόνο δυο λαμπερά μάτια.

-Ε γιαγιά, ακόμη εδώ είσαι;

-Τι εννοείς παιδί μου;

-Άντε ντύσου… τελείωσε… θα πάμε βόλτα!

Η κυρία Μαριάνθη δίστασε. Ύστερα πήρε μια ζακέτα πλεκτή  κι έτσι όπως ήταν κατέβηκε ένα, ένα τα σκαλιά και άνοιξε την πόρτα. Στάθηκε στο κεφαλόσκαλο να χαζεύει τη φασαρία. Η Ελένη, η εγγονή της δεν ήταν εκεί, μα ήταν τουλάχιστον η πόλη της , βρώμικη, παρατημένη, αλλά ζωντανή. Η τηλεόραση στο διαμέρισμα συνέχιζε να παίζει με τη φωνή χαμηλωμένη.