Ο Θερισμός του Δ. Δημητριάδη στο Εθνικό Θέατρο

  •  Δημοσιεύτηκε στις: 17/05/2017

«El Globo, το ξενοδοχείο των πενήντα εφτά αστέρων […] Ένας άλλος κόσμος είναι αυτός […] Ακαπούλκο, η χαρά τής ζωής […] Ζουζού Λίκρα Μπόνα Ασσούρ και Ρουμί τα πουλιά τού Παραδείσου». Ο Δημήτρης Δημητριάδης θέτει εξαρχής το φωτεινό, λαμπερό πλαίσιο του «Θερισμού» μέσα στο οποίο έχει τοποθετήσει τους ήρωές τους -με ονόματα βραζιλιάνικης/μεξικάνικης σαπουνόπερας- οι οποίοι «αστράφτουν από ευεξία», όπως γράφει χαρακτηριστικά στις σκηνικές οδηγίες του έργου του. Όμως, «το φως είναι σχεδόν εκτυφλωτικό – δεν υπάρχει ίχνος σκιάς», παρατηρεί ένας πιο προσεκτικός αναγνώστης ανάμεσα στις μακροσκελείς και λεπτομερείς σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα. Άνθρωποι χωρίς σκιά; Άδειοι άνθρωποι; είναι οι πρώτοι συνειρμοί με αναφορά στον T.S. Eliot. Ανάμεσα σε αυτούς τους πρώτους συνειρμούς, η Μπόνα μονολογεί, αν και βρίσκεται παρέα με τους φίλους της: «Το μόνο που θέλω, το μόνο, είναι να βουτήξω. Και να μην ξαναβγώ. Να μείνω εκεί. Στον πάτο. Για πάντα εκεί, να μην ξαναβγώ ποτέ». Και αμέσως μετά, το ανάλαφρο …mantra του έργου, που επαναλαμβάνεται σε τακτά διαστήματα, ακόμα και μετά από τραγικές σκηνές: «-Γιατί δεν φωνάζουμε τον Μασιμιλιάνο; -Ναι, παίζει τόσο όμορφα».

 

Στον «Θερισμό», ο Δημήτρης Δημητριάδης πειραματίζεται με αντιφατικά, «ανορθόδοξα» υλικά, πρωτόγνωρα ακόμα και για τον ίδιο. Πειραματίζεται με την επίφαση του lifestyle, ως πλαίσιο μιας οικείας –στο ευρύ κοινό- συνθήκης βίου, ενσταλάζοντας μέσα του μια απρόσμενη –και εντέλει εκρηκτικά αποκαλυπτική- μπεκετική αφαίρεση. Πειραματίζεται με μαζικής κατανάλωσης τσιτάτα ευζωίας για να αποκαλύψει τα σπλάχνα του υπαρξιακού ζόφου, της αρχέγονης οδύνης και το αδιέξοδο της νοηματοδότησης του βίου. Κάπως έτσι, ο Δημητριάδης από την παραδοσιακή συγγραφική κουζίνα μεταπηδά στη μοριακή, μεταλλάσσοντας τις υφές των υλικών του και εν τέλει το αισθητικό αποτέλεσμα της δημιουργίας του, χωρίς ποτέ όμως να χάνει η νεοπαγής συνταγή του τη χαρακτηριστικά ερεβώδη και αναπόδραστα αδιέξοδη επίγευση όλων των έργων του.

 

Ο πολυγραφότατος συγγραφέας για άλλη μία φορά, αλλά υπό διαφορετικούς όρους, εστιάζει στο αγαπημένο του θέμα. Στο ότι οι άνθρωποι είμαστε ατελείς, λειψές οντότητες που καρτουνίζουμε αδέξια και σπασμωδικά μέσα στη φαρσική συνθήκη που ονομάζουμε ζωή. Ανίδεοι ουσιαστικά για ό,τι στοιχειοθετεί τον λεγόμενο Εαυτό, παρατηρητές –στην καλύτερη περίπτωση- του βίου που εξελίσσεται ερήμην μας. Οι σχέσεις που δομούμε –οικογενειακές, ερωτικές, φιλικές, κοινωνικές-, η τεκνοποιία, η αέναη αναζήτηση της ευτυχίας είναι a priori και εγγενώς καταδικασμένες. «Έτσι που μας επιβάλλεται, η ζωή μας είναι πάρα πολύ βαριά, μας προκαλεί πολλές οδύνες, απογοητεύσεις και ανυπέρβλητα καθήκοντα. Για να τη βαστάξουμε, δεν μπορούμε να κάνουμε χωρίς …βοηθητικά κατασκευάσματα. […] Τα καταπραϋντικά αυτά είναι ίσως τριών ειδών: πρώτα-πρώτα οι δυνατοί αντιπερισπασμοί, που μας επιτρέπουν να βλέπουμε μικρή την αθλιότητά μας, ύστερα οι υποκατάστατες ικανοποιήσεις που την ελαττώνουν, τέλος τα φάρμακα που μας κάνουν αναίσθητους». Ο Φρόιντ στο βιβλίο του «Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας» επιβεβαιώνει κάθε ατάκα του Δημητριάδη.

 

Κατά τον «εναλλακτικό» Ασσούρ, θιασώτη της κινεζικής φιλοσοφίας γενικότερα και του Λάο Τσε ειδικότερα, ο οποίος βρίσκεται σε διαρκή αναζήτηση του νοήματος της ζωής, «’Όποιος γνωρίζει πώς να ζει, φυλάγεται από ρινόκερους ή τίγρεις στο ταξίδι του και δεν λαβώνεται στην μάχη. Το σώμα του δεν έχει τόπο να καρφώσει ο ρινόκερος το κέρατο, ούτε να χώσει τα νύχια η τίγρη, ούτε να μπήξει το σπαθί ο εχθρός. Ο θάνατος δεν βρίσκει πέρασμα για να διαβεί’. Αθάνατε Λάο Τσε. ‘Όποιος γνωρίζει πώς να ζει’ – εκεί είναι όλο το ζήτημα – να γνωρίζεις πώς να ζεις».

 

Κατά τον πραγματιστή Ρουμί, «Εντέλει, δύο κατηγορίες ανθρώπων υπάρχουν, εκείνοι που μπορούν κι εκείνοι που δεν μπορούν […] Μπορείς; εντάξει, προχώρα, θα ζήσεις την ζωή σου. Δεν μπορείς; Θα το πληρώσεις με την ίδια την ζωή σου μη ζώντας την […] δεν ανέχεται η ζωή όσους δεν τα βγάζουν πέρα μαζί της, η ίδια τους ξερνάει, σαν γυναίκα που δεν την ικανοποιείς, σε διαγράφει και κρατάει εκείνους που τα καταφέρνουν να της δίνουν όσα τους ζητάει, τελειωμένα πράγματα».

 

Κατά την Μπόνα, που αρέσκεται να ταυτίζεται με τις αστρολογικές προβλέψεις που διαβάζει, «Θα έπρεπε να έχουμε και μία δεύτερη ζωή – όσα μάθαμε στην πρώτη να χρησιμεύουν σε κάτι στην δεύτερη – να ξέρουμε πού πάμε, να μην κάνουμε τα ίδια λάθη – αλλιώς μία και μόνο ζωή είναι άχρηστη […] εκεί που έχεις αρχίσει να καταλαβαίνεις κάτι αμυδρά, να βλέπεις λίγο καθαρά, λίγο πιο καθαρά, να είσαι κάπως πιο ώριμος, στοιχειωδώς βέβαια, εκεί πάνω έρχεται το τέλος κι όλα αχρηστεύονται, όλα πετιούνται στα σκουπίδια αχρησιμοποίητα […] ίσως εντέλει όλα να είναι μάταια, ακόμη κι αν μπορούσαμε κάτι να κερδίσουμε απ’ αυτά».

 

Η Λίκρα, σύζυγος του Ασσούρ, εστιάζει στην τεκνοποιία, στην απαρχή της προβληματικής της ύπαρξης: «Όχι, δεν έπρεπε να βγαίνουν απ’ την κοιλιά μας – αφού εκεί ξεκίνησαν, εκεί σχηματίστηκαν, εκεί είναι ο φυσικός τους χώρος, δεν έπρεπε να το χάνουν αυτό και να βγαίνουν και να μην ξέρουν πού βρίσκονται και να προσπαθούν να βρουν μια άκρη – θα έπρεπε εκεί μέσα να μένουν, εκεί να μεγαλώνουν, δεν ξέρω πώς αλλά – αυτό που χάνουν βγαίνοντας απ’ την κοιλιά μας, είναι κάτι – ποτέ δεν το ξαναβρίσκουν – με τίποτα δεν το αναπληρώνουν – ποτέ – είναι χαμένο – όλη τους την ζωή αυτό ψάχνουν, αυτό θέλουν να ξαναβρούν – αλλά είναι χαμένο – για πάντα – και κανείς μας δεν μπορεί να τούς το δώσει ξανά».

 

Στον «Θερισμό», που γράφτηκε το 2010, οι χαρακτήρες του έργου αποτελούν ο καθένας και όλοι μαζί μια προσωποποίηση του αδιέξοδου του βίου, μέσα από τη συνθήκη της πολυτελούς απόδρασης (;) και της κοσμικής ανεμελιάς (;) σε ένα πανάκριβο θέρετρο (Ακαπούλκο), όπου οι μακρινοί ήχοι της bossa nova μπερδεύονται γλυκά με τους ήχους των κυμάτων της θάλασσας. Φορώντας πλουμιστά μπανιερά και πίνοντας πολύχρωμα κοκτέιλ, οι ήρωες του Δημητριάδη κάνουν διακοπές, δηλαδή προσπαθούν να δραπετεύσουν από τη ζωή τους με πολύ υψηλό αντίτιμο. «Μέσα σ’ αυτό φως – τι ουρανός – κι αυτά τα αρώματα από τόσα λουλούδια – και τόσα χρώματα, χρώματα, χρώματα – αχ ο παράδεισος υπάρχει και είναι εδώ, ας τον απολαύσουμε […] Και να τα ξεχάσουμε όλα […] Να τα αφήσουμε πίσω μας και να χαρούμε αυτές τις δέκα μέρες με την καρδιά μας. […] Και χαιρόμαστε, χαιρόμαστε, είμαστε καλά, καλά, καλά». Όμως, η ζωή τους, οι επιλογές τους είναι εκεί, μαζί τους, στον τροπικό προορισμό, και όταν πάνε να ξεχαστούν κάποια στιγμή, τα κουδουνίσματα των κινητών τηλεφώνων τους έρχονται να τους υπενθυμίσουν ότι κανείς δεν μπορεί να δραπετεύσει από αυτό που είναι και αυτό που έχει δομήσει ως συνθήκη βίου.

 

«Τι μπορεί να μας βοηθήσει σ’ αυτόν τον κόσμο, υπάρχει κάτι;», αναρωτιέται η Ζουζού, η σύζυγος του Ρουμί. Για να καταλήξει λίγο μετά, δίνοντας υπόσταση και στον τίτλο του έργου: «Γιατί δεν θερίζει ο θάνατος; Να μπει σε όλα τα σπίτια και να μην αφήσει κανέναν. Ν’ αρχίσει να θερίζει και να θερίζει και να θερίζει μέχρι που να μην μείνει κανείς, να μην αφήσει κανέναν όρθιο, να τους θερίσει όλους». Η μόνη βεβαιότητα του βίου, η μόνη γαλήνια (κατά τη θρησκεία) προοπτική είναι ο μέγας θεριστής, ο θάνατος. Το τέλος. Το τέρμα της διαδρομής. Η σαρκική και νοητική τελεία.

 

Έξι χρόνια μετά τη «Λήθη», ο Δημήτρης Τάρλοου καταπιάνεται ξανά με έργο του Δημήτρη Δημητριάδη και φαίνεται –και αυτή τη φορά- ότι πολύ του πάει ιδιοσυγκρασιακά το συγγραφικό ιδίωμα του πολυβραβευμένου και ακάματου Δημητριάδη. Ο Τάρλοου ακολουθώντας απλώς και συνετώς τη γραφή του Δημητριάδη εστιάζει και αναδεικνύει την tropical, ιλαρή συνθήκη του ανερμάτιστου «κοσμικού» βίου, τη φωτεινή επίφαση του σκότους της ανθρώπινης ψυχής, τους ανθρώπους-ξεκούρδιστες οντότητες που γαντζώνονται σε ασημαντότητες καθημερινότητας (καθάρισμα χαλιών, οξειδωμένα μαχαιροπίρουνα, εμμονική καθαριότητα σπιτιού) για να ξεγελάσουν την απουσία κατεύθυνσης προς μια πιο υπαρξιακή επιλογή βίου.

 

Στη διάθεσή του έχει ένα πολύ καλό σύνολο ηθοποιών, Αλεξία Καλτσίκη (Λίκρα), Αννα Μάσχα (Ζουζού), Περικλής Μουστάκης (Ρουμί), Μάρω Παπαδοπούλου (Μπόνα), Νίκος Ψαρράς (Ασσούρ). Την παράσταση κλέβουν η Αλεξία Καλτσίκη, μια σπουδαία ερμηνεύτρια με σπάνιες πλέον εμφανίσεις, η οποία μάς λείπει από την αθηναϊκή θεατρική σκηνή, και η Άννα Μάσχα, η οποία φέρει κάθε φορά την ποιότητα και τον αναζωογονητικό καλλιτεχνικό αέρα του παλιού καλού Αμόρε.

 

Στα συν της παράστασης, οι ευφάνταστες μουσικές επιλογές και συνθέσεις της Κατερίνας Πολέμη, καθώς και τα φαντεζί κοστούμια-μπανιερά της Ελένης Μανωλοπούλου. Στα πλην, το σκηνικό της Μανωλοπούλου, το οποίο δεν ακολούθησε τις λεπτομερείς σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα, με αποτέλεσμα να βρίσκουμε έναν μίνιμαλ, αστικό, γκρι καναπέ στη βεράντα ενός πολυτελούς τροπικού θέρετρου…