ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ: ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ. ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ.

  •  Δημοσιεύτηκε στις: 04/04/2017

της Ειρήνης Μουντράκη


       Στο ιστορικό Teatro della Pergola στη Φλωρεντία, - στο θέατρο που ο Έντουαρντ Γκόρντον Κραιγκ παρουσίασε το Ρόσμερσχολμ με την Ελεονόρα Ντούζε το 1906 (χάρη στη διαμεσολάβηση της Ισιδώρας Ντάνκαν) βάζοντας θεμέλια για τη σύγχρονη σκηνοθεσία- , πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 30 Μαρτίου συνέδριο με τίτλο «Expanding the Boundaries of Theatre Education» στο παράλληλο πρόγραμμα της συνάντησης των G7, δηλαδή των υπουργών πολιτισμού των επτά ισχυρών χωρών (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γαλλία, Γερμανία, Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία) που βρίσκονταν στην Φλωρεντία για να συζητήσουν τα επιτακτικά θέματα της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς.

           Το Teatro della Toscana, που εδώ και δύο περίπου χρόνια έγινε ένα από τα επτά εθνικά θέατρα της Ιταλίας, ανέλαβε τη διοργάνωσή του βάζοντας στο επίκεντρο του προβληματισμού την εκπαίδευση του ηθοποιού (προπτυχιακή και μεταπτυχιακή) και τη θέση του στην αγορά εργασίας μέσα στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται σε μια ρευστή Ευρώπη, όπως εξήγησε η Flavia Barca από την εταιρεία πολιτισμού Acume, η οποία έκανε την έναρξη της Συνάντησης.

            Την κεντρική ομιλία πραγματοποίησε ο Βέλγος κοινωνιολόγος που εξειδικεύεται σε θέματα τέχνης και πολιτισμού Pascal Gielen, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, με τίτλο «Playing with the rules of the neoliberal play». Στην ομιλία του για τον τρόπο λειτουργίας των δραματικών σχολών στάθηκε κυρίως στα εξής:

  • στον ανούσιο ανταγωνισμό μεταξύ των δραματικών σχολών που στο τέλος καταλήγει στην ομοιομορφία τους.
  •  στη μη προστασία του διαστήματος σπουδών των νέων καλλιτεχνών. Αναφερόμενος στην ελληνική λέξη «σχολείο» και στην προέλευσή της από τη λέξη «σχόλη» που σημαίνει ελεύθερος χρόνος για ανάπαυση και τη σύνδεσή της με τη συζήτηση ως κατάλληλο τρόπο εκπαίδευσης, τόνισε πως οι Δραματικές Σχολές οφείλουν να «εξασφαλίζουν» χρόνο για τους σπουδαστές και όχι να τους προωθούν στην παραγωγή. Αντιθέτως, υποστήριξε πως η πρακτική αυτή που συνηθίζεται από Δραματικές Σχολές στο βωμό μιας υποτιθέμενης εμπειρίας, στην πραγματικότητα λειτουργεί ως φθηνή λύση για τους επιχειρηματίες.
  •  στην αναγκαιότητα οι ηθοποιοί να μην είναι «άβουλοι» ιδιώτες έτοιμοι προς κάθε χρήση από κάθε ενδιαφερόμενο αλλά πως πρέπει ταυτόχρονα να «συνυπάρχουν» με τους συναδέλφους τους και να οργανώνονται συλλογικά.

         Οι υπόλοιποι ομιλητές ήταν ο Simon Sharkey από το Εθνικό Θέατρο της Σκωτίας, ο Pier Paolo Pacini από τη Δραματική Σχολή Orazio Costa, η Helen Richardson από το Brooklyn College των ΗΠΑ που προσφέρει ένα είδος μεταπτυχιακού σε επαγγελματίες καλλιτέχνες, ο Jean Mallamaci από το Théåtre de Liège του Βελγίου, η Anja Maksic από την Academy of Dramatic Art στο Ζάγκρεμπ της Κροατίας,  ο Marc Sussi από το Jeune Théåtre National της Γαλλίας (έναν εντυπωσιακό μηχανισμό που φροντίζει για δύο χρόνια την επαγγελματική ένταξη των αποφοίτων του Concervatoire National Supérier d’ Art Dramatique και του Ecole supérieure d’ Art Dramatique du Théatre National du Strasbourg) και η γράφουσα εκπροσωπώντας το Εθνικό μας Θέατρο. Όλοι οι ομιλητές κλήθηκαν να απαντήσουν σε τρεις ερωτήσεις ώστε να παρουσιάσουν την κατάσταση  που επικρατεί στις χώρες τους και τις πρακτικές που εφαρμόζονται αλλά και να φέρουν στο τραπέζι εργασίας τη δική τους οπτική και τις προτάσεις. Τον συντονισμό είχε η Mimma Gallina, μια σημαντική προσωπικότητα στο χώρο του θεάτρου με σπουδαία δράση.

       Θεσμικές ομιλίες πραγματοποιήθηκαν από τον Onofrio Cutaia – γενικό διευθυντή Παραστατικών Τεχνών του Υπουργείου Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Δραστηριοτήτων και Τουρισμού, την Monica Barni από την περιφέρεια της Τοσκάνης, τον Tommasso Sacchi από το Γραφείο Πολιτισμού του Δήμου Φλωρεντίας, ο Gabriele Gori από τον Οργανισμό Αποταμίευσης της Φλωρεντίας.

        Είχαμε επίσης την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια σύντομη παρουσίαση ενός αυτοσχεδιασμού από τους φοιτητές της Δραματικής Σχολής της Φλωρεντίας, που φέρει το όνομα του μεγάλου σκηνοθέτη και δασκάλου Orazio Costa (1911-1999), πάνω στην Κόλαση του Δάντη. Μια ενδιαφέρουσα απόπειρα που παρακολουθώντας την ήμουν βέβαιη ότι θα μπορούσαν και οι δικοί μου φοιτητές από τη δραματική σχολή του Πειραϊκού Συνδέσμου ή  οποιαδήποτε άλλη σχολή να την είχαν προσεγγίσει με τον ίδιο ακριβώς ή με παραπλήσιο τρόπο. Εάν δεν υπήρχε η γλώσσα και ο τόπος και ήταν μόνο ηθοποιοί πάνω σε μια σκηνή δύσκολα θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την εντοπιότητά τους. Είναι από τις στιγμές που συνειδητοποιεί κανείς πόσο κοντά βρισκόμαστε συχνά όλοι στην προσπάθειά μας ανεξάρτητα από το σημείο αφετηρίας, την προέλευση και τον τόπο εργασίας μας.

        Στον απόηχο της συνάντησης αυτής θα ήθελα να θέσω μερικά από τα ερωτήματα που προέκυψαν από τις ανακοινώσεις και από τον μετέπειτα προβληματισμό μου: τι είδους καλλιτέχνες θέλουμε να εκπαιδεύσουμε και γιατί ακριβώς τους εκπαιδεύουμε; Τι ικανότητες πρέπει ή θέλουμε να έχουν οι φοιτητές; Υπάρχει τελικά ταυτότητα στις δραματικές σχολές ή όχι; Πως εξηγείται το οξύμωρο φαινόμενο οι δυνατότητες εκπαίδευσης γιγαντώνονται ενώ μειώνονται οι θέσεις εργασίας; Αρκεί η δημιουργικότητα για να φέρει το νέο; Που πρέπει να στοχεύσουν οι δραματικές σχολές; Μήπως πριν εκπαιδεύσουμε ηθοποιούς πρέπει να εκπαιδεύσουμε το κοινό;

       Ή μήπως, όπως αναρωτήθηκε και ο καθηγητής Patrick Lonergan από το NUI (National University of Ireland) που έκανε το κλείσιμο του συνεδρίου συνοψίζοντας τα όσα ειπώθηκαν, πρέπει να μάθουμε στους σπουδαστές ότι ανεξάρτητα με το τι συμβαίνει γύρω τους, Show must go on;